skip to Main Content

Πέμπτη, 23η Μαΐου 2024

Μαρτύρων Σελεύκου και Σαλωνά του Ρωμαίου. Οσιομάρτυρος Λουκά του εν Μυτιλήνη (†1802). Οσίων Μιχαήλ επισκόπου Συνάδων (1), του ομολογητού (†821) και Συνεσίου επισκόπου Καρπασίας της Κύπρου. Μυροφόρου Μαρίας του Κλωπά.

(1) Ο όσιος Μιχαήλ, έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα του Αρμένιου και καταγόταν από πλούσια και αρχοντική οικογένεια, από τα Σύναδα της Φρυγίας. Σπούδασε με ζήλο τα ιερά γράμματα και στη συνέχεια έφθασε στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί όμως συνδέθηκε με ένα φημισμένο πνευματικό άνθρωπο το Θεοφύλακτο, και αποφάσισαν να αφοσιωθούν στην άσκηση και τη μελέτη των Θείων Γραφών. Αποσύρθηκαν σε κάποιο μοναστήρι στον Εύξεινο Πόντο το οποίο είχε ιδρύσει ο Πατριάρχης Ταράσιος, ο οποίος φωτισθείς από το Άγιο Πνεύμα, τούς υποδέχθηκε εγκάρδια και πολύ γρήγορα τούς χειροτόνησε πρεσβυτέρους. Στη συνέχεια, ο μεν Θεοφύλακτος εξελέγη επίσκοπος Νικομήδειας, ο δε Μιχαήλ επίσκοπος Συνάδων. Από τη θέση του Επισκόπου ο Μιχαήλ έλαμψε πνευματικά. Δυναμικός μαχητής της πίστης, δίδασκε καθημερινά το λόγο του Θεού, κήρυττε, νουθετούσε και βοηθούσε δυναμικά τους πτωχούς, τους πάσχοντες και τους αδυνάτους. Διακρίθηκε επίσης για την προσήλωσή του στα ορθόδοξα δόγματα και την σφοδρή καταπολέμηση των αιρετικών διδασκαλιών. Όταν ο αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος, κήρυξε διωγμό εναντίον όσων υπερασπιζόταν τις ιερές εικόνες, ο Μιχαήλ με γενναιότητα αντιτάχθηκε στη προκλητική αυτή ενέργεια του αυτοκράτορα. Εξοργισμένος ο Λέων έδωσε εντολή να φυλακισθεί σε ένα φρούριο, το οποίο ονομαζόταν Ευδοκιάς. Ο όσιος όμως συνέχιζε να κηρύττει την αλήθεια με αντίτιμο συνεχείς εξορίες, κακουχίες και στερήσεις για να καταλήξει σε κάποια ανθυγιεινή περιοχή όπου από τις ταλαιπωρίες παρέδωσε την αγία ψυχή του ως καλός στρατιώτης Ιησού Χριστού.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 8:26-39)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἄγγελος Κυρίου ἐλάλησε πρὸς Φίλιππον λέγων· Ἀνάστηθι καὶ πορεύου κατὰ μεσημβρίαν ἐπὶ τὴν ὁδὸν τὴν καταβαίνουσαν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Γάζαν· αὕτη ἐστὶν ἔρημος. Καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ Αἰθίοψ εὐνοῦχος δυνάστης Κανδάκης τῆς βασιλίσσης Αἰθιόπων, ὃς ἦν ἐπὶ πάσης τῆς γάζης αὐτῆς, ὃς ἐληλύθει προσκυνήσων εἰς ῾Ιερουσαλήμ, ἦν τε ὑποστρέφων καὶ καθήμενος ἐπὶ τοῦ ἅρματος αὐτοῦ, καὶ ἀνεγίνωσκε τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν. Εἶπε δὲ τὸ Πνεῦμα τῷ Φιλίππῳ· Πρόσελθε καὶ κολλήθητι τῷ ἅρματι τούτῳ. Προσδραμὼν δὲ ὁ Φίλιππος ἤκουσεν αὐτοῦ ἀναγινώσκοντος τὸν προφήτην ῾Ησαΐαν, καὶ εἶπεν· Ἆρά γε γινώσκεις ἃ ἀναγινώσκεις; Ὁ δὲ εἶπε· Πῶς γὰρ ἂν δυναίμην, ἐὰν μή τις ὁδηγήσῃ με; Παρεκάλεσέ τε τὸν Φίλιππον ἀναβάντα καθίσαι σὺν αὐτῷ. Ἡ δὲ περιοχὴ τῆς γραφῆς ἣν ἀνεγίνωσκεν ἦν αὕτη· «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη· καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη· τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; Ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ». Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ εὐνοῦχος τῷ Φιλίππῳ εἶπε· Δέομαί σου, περὶ τίνος ὁ προφήτης λέγει τοῦτο; Περὶ ἑαυτοῦ ἢ περὶ ἑτέρου τινός; Ἀνοίξας δὲ ὁ Φίλιππος τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς γραφῆς ταύτης εὐηγγελίσατο αὐτῷ τὸν ᾿Ιησοῦν. Ὡς δὲ ἐπορεύοντο κατὰ τὴν ὁδόν, ἦλθον ἐπί τι ὕδωρ, καί φησιν ὁ εὐνοῦχος· Ἰδοὺ ὕδωρ· τί κωλύει με βαπτισθῆναι; Εἶπε δὲ ὁ Φίλιππος· Εἰ πιστεύεις ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἔξεστιν. Ἀποκριθεὶς δὲ εἶπε· Πιστεύω τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Καὶ ἐκέλευσε στῆναι τὸ ἅρμα, καὶ κατέβησαν ἀμφότεροι εἰς τὸ ὕδωρ, ὅ τε Φίλιππος καὶ ὁ εὐνοῦχος, καὶ ἐβάπτισεν αὐτόν. Ὅτε δὲ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ ὕδατος, Πνεῦμα Κυρίου ἥρπασε τὸν Φίλιππον, καὶ οὐκ εἶδεν αὐτὸν οὐκέτι ὁ εὐνοῦχος· ἐπορεύετο γὰρ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ χαίρων.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνες τις μέρες, ένας άγγελος Κυρίου είπε στο Φίλιππο: «Σήκω και πήγαινε κα­τά το νότο, στο δρόμο που κατεβαίνει από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα». Ο δρόμος αυτός είναι ερημικός. Ο Φίλιππος σηκώθηκε και πήγε. Συγχρόνως, ένας Αιθίοπας ευνούχος, αξιωματικός στην υπηρεσία της Κανδάκης, δηλαδή της βασίλισσας των Αιθιόπων, και διοικητής των οικονομικών της, που είχε έρθει να προσκυνήσει στην Ιερουσαλήμ, γύριζε τώρα στη πατρίδα του. Καθότανε στο αμάξι του και διάβαζε τον προφήτη Ησαΐα. Το Άγιο Πνεύμα είπε στο Φίλιππο: «Πλησίασε και περπάτα κοντά στο αμάξι αυτό». Ο Φίλιππος έτρεξε κοντά και άκουσε τον Αιθίοπα να διαβάζει τον προφήτη Ησαΐα. Τότε του είπε: «Άραγε, καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις;» Εκείνος απάντησε: «Πώς θα μπορούσα να καταλάβω αν δε με οδηγήσει κάποιος;» Και παρακάλεσε το Φίλιππο ν’ ανέβει και να καθίσει μαζί του. Η περικο­πή της Γραφής που διάβαζε, ήταν η εξής: Σαν πρόβατο οδηγήθηκε στη σφαγή. και σαν το αρνί που παραμένει άφωνο μπροστά σ’ αυτόν που το κουρεύει, έτσι κι αυτός δεν ανοίγει το στόμα του. Καταδικάστηκε σε ταπεινωτικό θάνατο και του αρνήθηκαν δίκαιη κρίση. Εξάλειψαν τη ζωή του από το πρόσωπο της γης, και ποιος μπορεί να μετρήσει τους απογόνους του; Ο ευνούχος είπε στο Φίλιππο: «Πες μου, σε παρακαλώ, για ποιον το λέει αυτό ο προφήτης: για τον εαυτό του ή για κανέναν άλλο;» Τότε ο Φίλιππος, παίρνοντας ευκαιρία από το κομμάτι αυτό της Γρα­φής, άρχισε να του κηρύττει το χαρμόσυνο μήνυμα για τον Ιησού. Και καθώς προχωρούσαν στο δρόμο, έφτασαν σ’ έναν τόπο που εί­χε νερό. Τότε ο ευνούχος λέει: «Να νερό· τι με εμποδίζει να βαφτι­στώ;»  Κι ο Φίλιππος απάντησε: «Αν πιστεύεις μ’ όλη την καρδιά σου, μπορείς να βαφτιστείς». Ο ευνούχος αποκρίθηκε: «Πιστεύω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Υιός του Θεού». Κι αμέσως διέταξε να σταμα­τήσει το αμάξι· κατέβηκαν κι οι δυο στο νερό, ο Φίλιππος και ο ευνού­χος, κι ο Φίλιππος τον βάπτισε. Όταν βγήκαν έξω από το νερό, το Πνεύμα του Κυρίου άρπαξε το Φίλιππο και δεν τον ξαναείδε πια ο ευ­νούχος, ο οποίος συνέχισε το ταξίδι του γεμάτος χαρά.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 6: 40-44)

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς πεπιστευκότας  αὐτῷ Ἰουδαίους· Τοῦτο ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν Υἱὸν, καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον· καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. ᾿Εγόγγυζον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ, ὅτι εἶπεν· Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος, ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· καὶ ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ υἱὸς ᾿Ιωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; Πῶς οὖν λέγει οὗτος· Ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα;  Ἀπεκρίθη οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ γογγύζετε μετ᾿ ἀλλήλων. Οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ Πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.

Νεοελληνική Απόδοση 

Είπε ο Κύριος στους Ιουδαίους που πίστευαν σ’ αυτόν: Το θέλημα εκείνου που με έστειλε είναι τούτο: Όποιος παραδέχεται τον Υιό και πιστεύει σ’ αυ­τόν, να αποκτήσει αιώνια ζωή· κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα». Αγανακτούσαν τότε οι Ιουδαίοι που είπε για τον εαυτό του: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό». Κι έλεγαν: «Μα αυτός δεν είναι ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, που τον πατέρα του και τη μητέ­ρα του εμείς τους ξέρουμε καλά; Πώς τώρα λέει «κατέβηκα από τον ουρανό;» Κι ο Ιησούς τους είπε: «Μην αγανακτείτε και μη φιλονι­κείτε μεταξύ σας. Κανένας δεν μπορεί να έρθει κοντά μου, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που μ’ έστειλε· κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα.

Back To Top