Λόγος ευχαριστιών Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κωνσταντίας και Αμμοχώστου κ. Βασιλείου
Ἔμποροί ἐσμεν πνευματικοί, ζητοῦντες τὸν πολύτιμον μαργαρίτην
Σπουδάσωμεν οὖν μετὰ πλούτου εἰς τὴν πόλιν ἡμῶν εἰσελθεῖν καὶ πατρίδα.
Ἔμποροί ἐσμεν πνευματικοί, ἀδελφοί, ζητοῦντες τὸν πολύτιμον μαργαρίτην, ὅς ἐστι Χριστὸς ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, καύχημά τε καὶ θησαυρὸς ἄσυλος. Διὸ μετὰ πολλῆς
σπουδῆς κτησώμεθα αὐτόν. (Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, τομ. 1, Ἀσκητικὸς Λόγος, 131-132).
Σύ, Κύριε, εἶπας: πλάτυνον τὸ στόμα σου καὶ πληρώσω αὐτό (Ψαλμ. 81,11).
Ἰδού, Κύριε, τὸ στόμα καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ σοῦ δούλου πρὸς σὲ ἡνεώχθησαν.
Πλήρωσον αὐτὰ τοῦ σοῦ Δώρου.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι στὸν κόσμο αὐτό, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ συνειδητοποιοῦν τὴν ὕπαρξή τους, θέτουν ὡς φροντίδα, μικρὴ ἤ μεγάλη, νὰ κατακτήσουν μία ἀξιοζήλευτη κοινωνικὴ καὶ ἐπαγγελματικὴ θέση, ἤ νὰ ἀποκτήσουν τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ βεβαιώσουν τὴν ὕπαρξή τους, ποὺ ἀντανακλᾶται στὴν παραβολικὴ εἰκόνα τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ ἔνα, τὰ δύο ἤ τὰ πέντε τάλαντα (Μτ. 25,18-25). Μία ἄλλη παραβολὴ τοῦ Χριστοῦ καθορίζει ποιὰ εἶναι ἡ ἀνιδιοτελὴς αὐτὴ φροντίδα. Ὅταν κάποιος ἔχει πολλοὺς μικροὺς θησαυροὺς μὲ μικρὴ ἀξία καὶ θέλει νὰ ἔχει τὸν πιὸ πολύτιμο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ ἀνακαλύψει αὐτὸ τὸν θησαυρό, τότε δὲν διστάζει νὰ πουλήσει ὅτι ἔχει καὶ ὅτι δὲν ἔχει γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὸν θησαυρὸ ἐκεῖνο (Μτ. 13,44). Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς θέτει ἐνώπιον αὐτῆς τῆς προκλήσεως καὶ μᾶς καλεῖ νὰ λάβουμε τὴν ἐλεύθερη ἀπόφαση νὰ ἀνταλλάξουμε ὅ,τι πολύτιμο ἔχουμε μὲ τὸν πολυτιμώτερο θησαυρό, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ φθαρεῖ οὔτε ἀπὸ τὸν χρόνο, οὔτε νὰ τὸν ἐπιβουλευθοῦν οἱ ἄλλοι, οὔτε δαπανᾶται, ἀλλὰ προσφέρεται σὲ ὅλους, ἀρκεῖ νὰ θελήσουμε νὰ βγοῦμε σὲ ἀναζήτηση τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ. Ὁ Θεὸς μᾶς κάνει μεγαλέμπορους τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ.
Θέλω νὰ μιλήσω μὲ παραβολές, γιατὶ αὐτὸ ποὺ ἡ ἀγάπη σας μὲ ὠθεῖ νὰ βιώσω αὐτὴ τὴ ὥρα, μὲ ὁδηγεῖ νὰ ἵσταμαι ἐνώπιος ἐνωπίῳ μὲ τὸν Θεὸ μετὰ φόβου καὶ δέους. Ἐκεῖνος μὲ κάλεσε νὰ γίνω μεγαλέμπορος τῆς ἀγάπης του, μιὰ ἀγάπη ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κοστολογηθεῖ. «Πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. 13,13). Ὁ ἀγρὸς μέσα στὸν ὁποῖο εἶναι κρυμμένος ὁ θησαυρὸς εἶναι ὁ ἀμπελῶνας τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶναι αὐτονόητο ὅτι θὰ τὸν κατακτήσουμε χωρὶς τὴ χάρη καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος· δὲν εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὁ πολύτιμος μαργαρίτης θὰ εἶναι δικός μας· δὲν εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπήκαμε ὡς ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, σημαίνει ὅτι μᾶς ἀνήκει καὶ θὰ πρέπει νὰ θανατώσουμε τὸν ἰδιοκτήτη γιὰ νὰ εἴμαστε οἱ μόνοι κάτοχοί του. Αὐτὸ τὸν μαργαρίτη τὸν ὁρίζει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος. Ὁ ὑλικὸς μαργαρίτης ποὺ γνωρίζουμε εἶναι πολύτιμος λίθος καὶ δημιουργεῖται μέσα στὰ θαλάσσια κογχύλια. Μὲ ἀντίστοιχο τρόπο γεννήθηκε ὁ μαργαρίτης Χριστὸς ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος[1]. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ὑμνωδὸς τοῦ Ἀκαθίστου ἀναφέρεται στὴν Θεοτόκο: «Χαῖρε, κογχύλη, πορφύραν θεῖαν βάψασα ἐξ αἱμάτων σου τῷ Βασιλεῖ τῶν δυνάμεων»[2]. Αὐτὸς ὁ μαργαρίτης, ποὺ λάμπει ἐκτυφλωτικὰ ἐνώπιόν μας, συνιστᾶ τὴ θεία πρόκληση γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε στὸ εἶναι μας καὶ στὴν καθημερινότητά μας τοὺς πνευματικοὺς μαργαρίτες τῶν ἀρετῶν, ποὺ θὰ λαμβάνουν τὴν ἀνταύγεια ἐκείνου τοῦ μαργαρίτη, γιατὶ ἐκεῖνος εἶναι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα καὶ τὴ φωτιστικὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ «ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν» (Ρωμ. 5,5), ὁ πλοῦτος τῆς Χριστότητος τοῦ Κυρίου ποὺ προσφέρει τὴν ἀνάπαυση. Ἂν ἀποδειχθοῦμε ἀνάξιοι ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνα, ὁ Κύριος τοῦ ἀμπελῶνα θὰ μᾶς ἐκδιώξει καὶ «τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν» (Μτ. 21,41). «Κύριε, Κύριε, ἐπίβλεψον ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἴδε καὶ ἐπίσκεψαι τὴν ἄμπελον ταύτην, καὶ κατάρτισαι αὐτὴν ἥν ἐφύτευσεν ἡ δεξιά σου» (Ψαλ. 79,16-16).
Καιρὸς νὰ ἀποκαλύψουμε τὸν θησαυρὸ καὶ τὴν ταυτότητα τοῦ ἀμπελῶνα. Ὁ Θεὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ φύτεψε τὸν Παράδεισο καὶ τοποθέτησε τὸν ἄνθρωπο μέσα, ὥστε ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν αὐτὸν. Ὁ ἄνθρωπος ἀπέρριψε τὸν παράδεισο καὶ τὸν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καταδιώκει τὸν ἄνθρωπο καὶ θέλει νὰ τὸν κερδίσει καὶ νὰ τὸν τοποθετήσει μέσα στὸ πεδίο τῆς δικῆς του φωτοχυσίας καὶ τῶν δικῶν του ἀκτίνων· ἐπειδὴ δὲν ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς οὔτε τὸν ἄνθρωπο, οὔτε τὸν ἀμπελῶνα του· ἐπειδὴ τὸ θέλημα καὶ ἡ ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ παραμένουν ἀναλλοίωτα καὶ αἰώνια, ἄσχετα μὲ τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὶς ἐπιλογὲς τοῦ ἀνθρώπου, γι᾽ αὐτὸ καί, κατὰ τὸν προφήτη (Ἰεζ. 17,7-8)[3], ὁ Θεὸς φύτεψε τὸ κλήμα τὸ ὁποῖο μεγαλώνει, βγάζει κλάδους, κάνουν φωλιὲς τὰ πουλιὰ μέσα στὰ πυκνὰ φυλλώματα του, παράγει καρποὺς μὲ τοὺς ὁποίους τρέφονται οἱ ἄνθρωποι μὲ τροφὴ αἰώνια. Ἐξῆλθεν, ἀκόμα καὶ ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. Ἀπὸ τὴν ἐσοδεία τῆς καλῆς γῆς παράγεται ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, τὸ σῶμα τῆς Εὐχαριστίας καὶ ἀπὸ τὸν ἀμπελῶνα τὸ Αἷμα τὸ καθαῖρον τοῦ κόσμου τὴν ἁμαρτίαν. Αὕτη ἐστὶν ἡ Ἐκκλησία, «ἥν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου Αἵματος» ὁ Ἰησοῦς Χριστός (Πράξ. 20, 28). Ἐδῶ μέσα βρίσκεται ὁ ἀνεκτίμητος καὶ ἀδαπάνητος θησαυρὸς τῆς πίστεως, τῆς ἀλήθειας, τῆς σωτηρίας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ εὐχαριστήσω, κλίνοντας τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, δὲν ἔχω ἄλλη ἐπιλογὴ παρὰ νὰ εὐχαριστήσω τὸν ζῶντα Τριαδικὸ Θεό, τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, γιατὶ ἡ χάρη ΤΟΥ μὲ κατέστησε ἐργάτη τοῦ δικοῦ του ἀμπελῶνα. Τρέμω καὶ φοβοῦμαι τὴν κρίση. Δὲν εἶμαι βέβαιος ἂν ἔχω ἀναδειχθεῖ σὲ ἄξιο ἐργάτη αὐτοῦ τοῦ ἀμπελῶνα, γιατὶ ἡ ἐπιδίωξη κατάκτησης τοῦ μεγάλου θησαυροῦ δὲν εἶναι πρὸς ἴδιον ὤφελος, ἀλλὰ διακονία τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὅ ἐστὶν Ἐκκλησία. Κύριε, τὶς μὲ ρύσεται ἐκ τῆς ὥρας ταύτης; Ἄν κατορθώσαμε κάτι μέσα στὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες μας, αὐτὸ πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ στὴ χάρη καὶ στὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος βεβαιώνει γιὰ τὸν θησαυρὸ τοῦ πλούτου τῆς Χριστότητας τοῦ Κυρίου καὶ παρέχει λόγους παρηγορίας καὶ ἐλπίδας: Ὁ πτωχὸς λαὸς θὰ σὲ δοξολογήσει, Κύριε, γιατὶ μὲ τὸν πλοῦτο τῆς ἀγάπης σου, ἀπὸ πτωχὸ καὶ πένητα λαό, τὸν ἔκανες πλούσιο, γιατὶ μᾶς φανέρωσες τὰ πλούσια ἐλέη σου. «Ὁ Θεὸς πλούσιος ὤν ἐν ἐλέει, διὰ τὴν πολλὴν ἀγάπην αὐτοῦ ἥν ἠγάπησεν ἡμᾶς» (Ἐφ. 2,4), μᾶς πλούτισε μὲ τὸν πλοῦτο τῆς Χρηστότητάς Του, ὅπως βοᾶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἐκεῖ ὅπου ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις τοῦ πλούτου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖ ὅπου φύτεψα ἕνα κόκκο, ἔλαβα στάχυ ὁλόκληρο· ἐκεῖ ὅπου ἡ πενία τοῦ κόσμου δημιουργεῖ παιδιὰ θύματα πολέμων καὶ ἀκαταστασιῶν, ἐκεῖ ὅπου καλλιεργεῖται ἡ δυστυχία μὲ τοὺς πρόσφυγες καὶ μετανάστες, ἤ καὶ τὰ θύματα τῶν διαφόρων οἰκονομικῶν συστημάτων, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἐγκαταλείψαμε τὴν ἐπιδίωξη γιὰ κατάκτηση τοῦ πολύτιμου μαργαρίτη καὶ γίναμε λαθρέμποροι, πειρατὲς καὶ ἅρπαγες ξένου θησαυροῦ· ἐκεῖ ὅπου ἡ πατρίδα μας βρίσκεται ὑπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ σκαιοῦ καὶ ἀλλόφυλου ἐχθροῦ, ἀνασηκώνοντας τὴν κεφαλή, εἶδα τὸν ποιμένα τῶν ποιμένων τὸν τιμιώτατον, ποὺ μοῦ ἐμπιστεύθηκε διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν ταλάντων τὴν ἐργασίαν, καὶ τοῦ ποιμνίου τὴν ἐπιμέλειαν, καὶ λαβόντα τὸ χρίσμα τῆς ἱερωσύνης καὶ τελειώσεως, παραχωρώντας μου τὴν ἐπισκοπικὴν ἐπιστασία καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ ὀρθοτομεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὡς καὶ τὸν λύχνον τὸν ὁποῖον, φεῦ! ἡ ἀναξιότητά μου κράτησε κάτω ἀπὸ τὸν μόδιον. Ὁ ἴδιος ὅμως ὁ Ποιμένας τῶν Ποιμένων, μὲ τὴν κραταιά του χεῖρα, τὸν τοποθετεῖ πάνω στὸ λυχνοστάτη καὶ ὡς πολύτιμος μαργαρίτης φωτίζει ὅλη τὴν ψυχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὰ δικά μου βήματα. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος τῶν ναπῶν καὶ τῶν ὀρέων, τῶν ναμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος ποὺ προφυλάσσει ἀπὸ τοὺς ἅρπαγες λύκους τὰ πρόβατα τῆς νομῆς Κυρίου. Στὸν καιρὸ ποὺ ὁρίζει ὁ ἴδιος θὰ λάβει τὴν βακτηρία τῆς δικαιοσύνης του γιὰ νὰ καθιερώσει μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων τὴν δικαιοσύνη τῆς ἀγάπης του. Αὐτὸς ποιμαίνει τὸ λογικὸν αὐτὸ ποίμνιο, καὶ προσφέρει κατασκήνωση ἐν τόπῳ χλόης, τρέφοντας μὲ τοὺς ἀειθαλεῖς καρποὺς τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς προσφέρει τὸ ὕδωρ τῆς ἀναπαύσεως, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Αὐτὸ ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ ἀγῶνας ὁ δικός μας[4].
Ἡ δόξα δὲν ἀνήκει σὲ κανένα ἄνθρωπο. Ἀνήκει στὴν Ἐκκλησία, τὴν νύμφη τοῦ Χριστοῦ, τὴν κεκαλλωπισμένην, τὴν καθαρισθεῖσα καὶ ὡραιωθεῖσα διὰ τοῦ αἵματος τῆς θυσίας τοῦ Νυμφίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δόξα τῷ Θεῷ, τῷ δόντι μοι τοιαύτην τιμὴν νὰ διακονήσω τὴν αὑτοῦ Ἐκκλησίαν.
Κατάθεση εὐχαριστιῶν καὶ βαθείας εὐγνωμοσύνης πρὸς τὴν Ἁγιοτόκον Ἐκκλησίαν τῆς Κύπρου, ἡ ὁποία μὲ ἀνέβασε στὸ ὕψος τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὶς χειροτονίες μου σὲ διάκονο, πρεσβύτερο καὶ Ἐπίσκοπο καὶ τὴν ἐξύψωσή μου σὲ Μητροπολίτη τῆς θεοσώστου αὐτῆς Μητροπολιτικῆς περιφέρειας. Εὐχαριστῶ ἐξαιρέτως ἐσᾶς Μακαριώτατε γιατὶ θελήσατε νὰ μὲ τιμήσετε μὲ τὸ πρωινὸ Συνοδικὸ Συλλείτουργο καὶ τὴν διεξαγωγὴ τῆς παρούσας Ἐκδήλωσης τῆς ἀγάπης σας. Σᾶς εὐχόμαστε, ὅπως καὶ στὴ θεία λειτουργία, υἱγιῆ, μακροημερεύοντα καὶ ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, οὕτως ὥστε νὰ λάμπει ὡς ἀδάμαντας ἡ Ἐκκλησία Κύπρου, τῆς ὁποίας εἴστε πηδαλιοῦχος. Εὐχαριστῶ ἐπίσης ἕνα πρὸς ἕνα τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συλλειτουργοὺς ἐν Χριστῷ, τὰ τίμια μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, γιατὶ μαζὶ μὲ τὸν Μακαριώτατο, μὲ περιεβάλετε μὲ περισσὴ ἐμπιστοσύνη ὥστε, πέρα ἀπὸ τὶς εὐθύνες μου στὴν Μητροπολιτική μου περιφέρεια, νὰ ἐκπροσωπῶ τὴν Ἐκκλησία Κύπρου σὲ διαχριστιανικὰ Συμβούλια καὶ σὲ θεολογικοὺς Διαλόγους, ἐσχάτως δὲ καὶ ὡς Διδάσκαλος τῶν θεολογικῶν Γραμμάτων στὴν νεότευκτη Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
Εὐχαριστῶ ἐσᾶς Κύριε Νίκο Ἀναστασιάδη, Ἐξοχώτατε Πρόεδρε τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας γιὰ τὴν παρουσία σας καὶ τὸν χαιρετισμό σας στὴν Ἐκδήλωση αὐτή. Ἀποτελεῖ ξεχωριστὴ τιμὴ γιὰ μένα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ Μητρόπολη μας, τῆς ὁποίας εἶστε πάντοτε συμπαραστάτης. Νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ, σὲ σχέση μὲ ὅσα ἀνέφερα πρὶν γιὰ τὸν πολύτιμο μαργαρίτη, ὅτι σὲ σᾶς ὁ Κυπριακὸς Λαὸς ἔχει ἐμπιστευθεῖ ὡς πολύτιμο μαργαρίτη τὴν Κύπρο, μὲ τὴν πλούσια μακραίωνη ἱστορία, μὲ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὶς ἀξίες της, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν λαὸ γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσετε ἔξω ἀπὸ τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος καὶ νὰ μπορέσει μέσα σὲ συνθῆκες ἀνάλογες, νὰ συνεχίσει νὰ λάμπει στὸ στερέωμα ὅπως τοῦ ἀξίζει. Ἡ εὐχὴ καὶ προσδοκία ὅλων εἶναι νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ζήσουμε τὴν ἐμπειρία τῆς δικαίωσης τοῦ ἀγῶνα αὐτοῦ.
Δὲν ἐπιθυμῶ ὅμως νὰ ἀναδειχθῶ ἀγνώμων ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι λειτούργησαν ὡς θεῖα ὄργανα καὶ μοῦ πρόσφεραν δύναμη ἀναψυχῆς στὴν ἐξηκονταετῆ πορεία καὶ διακονία μου μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀναπέμπω εὐχὲς γιὰ αἰώνια ἀνάπαυση τῶν γονέων μου καὶ ἄλλων προσφιλῶν προσώπων. Ἀναπέμπω εὐχὲς γιὰ αἰώνια ἀνάπαυση τῶν Πνευματικῶν μου Πατέρων τῆς κατεχόμενης τροφοῦ Μονῆς μου τοῦ ἱδρυτῆ καὶ προστάτη τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου Ἁποστόλου Βαρνάβα.
Εὐχαριστῶ τὴν Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, τὸ ὁποῖο μὲ περιέβαλε μὲ στοργή, διὰ τοῦ ἀείμνηστου Μητροπολίτη Ἀδριανουπόλεως Δαμασκηνοῦ, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν μου στὴν Ἑλβετία. Αἰωνία αὐτοῦ ἡ μνήμη. Ἡ πολυετὴς διακονία μου στὸ ἐν Γενεύῃ Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οίκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὡς Πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεως Ἑλβετίας, ἀπετέλεσε δεύτερο πανεπιστημιακὸ χῶρο, παράλληλο μὲ ἐκεῖνο τῶν Ἀκαδημαϊκῶν μου σπουδῶν, ὅπου μυήθηκα στὰ τῶν Πανορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων. Διαπιστώνω τὴ διαχρονικὴ ἐκτίμηση τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ποὺ σὲ κάθε εὐκαιρία διαδηλώνει τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν ταπεινότητά μου. Παρακαλῶ Σεβασμιώτατε ἀδελφὲ Μητροπολίτη Σασίμων ὅπως μεταφέρετε στὸν Παναγιώτατο τὶς βαθύτερες τῶν εὐχαριστιῶν μου καὶ τὶς υἱικές μου προσρήσεις. Εὐχαριστῶ καὶ ἐσᾶς Σεβασμιώτατε γιὰ τὴν ἐδῶ παρουσία καὶ τιμητικὴ ἐκπροσώπηση τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Παναγιωτάτου προσωπικά.
Εὐχαριστίες ἐπίσης καὶ πρὸς τὸν Μακαριώτατο Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας κ. Θεόδωρο καὶ τὸν ἐκπρόσωπό του Μητροπολίτη Ζιμπάμπουε κ. Σεραφίμ. Ὁ Χριστὸς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν ἐν Κυρίῳ ἀδελφέ.
Πρὸς τούτοις, εὐχαριστῶ τὸν Σεβασμιώτατο καὶ ἀγαπητὸ ἐν Χριστῷ ἀδελφὸ Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τοῦ πενιχροῦ Ἐκκλησιαστικοῦ, Θεολογικοῦ καὶ Ποιμαντικοῦ μου ἔργου. Ἡ ἀξιολόγηση αὐτὴ περισσότερο μὲ θέτει ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μου ὡς ἐπισκόπου τῆς κατὰ Κύπρον Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὥστε νὰ ἀρθρώνω λόγο θεολογικὸ καὶ λόγο παρακλήσεως. Σεβασμιώτατε, δεχθεῖτε τὰ ἄνθη τῶν εὐχαριστιῶν μου. Ἐνθύμηση εὐγνωμοσύνης καὶ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Σὰν τροφὸς μητέρα, μετὰ τὴν ἐκρίζωσή μας ἀπὸ τὴν πατρώα γῆ ἕνεκα τῆς εἰσβολῆς τοῦ ἀλλόφυλου, μὲ δέχθηκε στὶς ἀγκάλες της καὶ ἀξιώθηκα νὰ διακονήσω στὸν ἱερὸ Ναὸ Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἀθηνῶν κατὰ τὴ διάρκεια τῶν θεολογικῶν μου σπουδῶν.
Εὐχαριστίες ἐκ μυχίων τῆς καρδίας μου πρὸς ὅλους τοὺς ἐκλεκτοὺς παρόντες φίλους, τοὺς ἔχοντας πολιτικὰ ἀξιώματα καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἐπώνυμους καὶ ἀνώνυμους μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ὅλους, ὅμως, ὁ Κύριος τοὺς γνωρίζει καὶ καλεῖ κατ᾽ ὄνομα. Ὁ Χριστὸς εἶπε στοὺς Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους του: «ὑμεῖς φίλοι μού ἐσται» (Ἰω. 15, 14). Καὶ ἐγὼ σᾶς ὀνομάζω φίλους, γιατὶ θελήσατε νὰ γίνετε συνοδοὶ καὶ συμπαραστάτες, κλῆρος καὶ λαός, καὶ νὰ βαστάσουμε μαζὶ τὸ βάρος καὶ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας.
Εὐχαριστῶ ὅλους ἐσᾶς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες ποὺ παρίστασθε σήμερα ἐδῶ ὡς ἐκτιμητὲς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου, ὄχι τοῦ δικοῦ μου, ἀλλὰ τοῦ ἔργου τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ ὁποίου καθιστάμεθα διάκονοι καὶ ποὺ προσφέρει ζωὴ καὶ πνευματικὴ ἀνάπαυση. Εὐλογημένος ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου ὅτι οἴδασι τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθοῦσιν Αὐτῷ (Ἰω. 10,4).
Εὐχαριστῶ τοὺς ἐμπνευστὲς καὶ διοργανωτὲς τῆς τιμητικῆς αὐτῆς Ἐκδήλωσης, τὴν Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Κύπρου, τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κωνσταντίας καὶ Ἁμμοχώστου, τὴν Ἐπισκοπὴ Καρπασίας καὶ τὴν κατεχόμενη κοινότητα Μανδρῶν Ἀμμοχώστου, τόπο καταγωγῆς μου, τοὺς Δήμους τῆς Ἐπαρχίας Ἀμμοχώστου, τὴν Ἕνωση Ἐκτοπισμένων Κοινοτήτων Ἀμμοχώστου, καθὼς καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐργάσθηκαν μὲ ζῆλο καὶ ἀόκνως γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς ἐκδήλωσης.
Τοῦ λαλῆσαι διὰ σέ, Κύριε, πολλαὶ εἰσὶν αἱ ἀναβάσεις.
Τολμῶ ἐγγίσαι τὴν κατωτάτην ἀνάβασιν.
Ἀξίωσόν με τῆς κατωτέρας μερίδος, Κύριε,
ἵνα λαμβάνω τὰ ψιχία τὰ πίπτοντα ἐκ τῆς Τραπέζης τῆς Σῆς Σοφίας. Ἀμήν[5].
[1] Βλ. Κωνσταντίνου ΦΡΑΝΤΖΟΛΑ, Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 6, 1995: 131-172. «Ὁ μαργαρίτης λίθος ἐστίν, ἐκ σαρκῶν γενόμενος· ἐκ γὰρ τῶν ὀστρέων ὁ μαργαρίτης προέρχεται. Τίς οὖν μὴ πιστεύσειεν ὅτι καὶ Θεὸς ἐκ σώματος ἄνθρωπος γεγένηται; Ἐκεῖνον οὐχὶ συνουσία τῶν κογχῶν συνιστᾷ, ἀλλὰ τῆς ἀστραπῆς καὶ τοῦ ὕδατος σύγκρασις. Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς συνελήφθῃ ἐν τῇ Παρθένῳ ἐκτὸς ἡδονῆς, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ φυράματος αὐτῆς συστήσαντος τῷ Θεῷ τὴν πρόσληψιν. Ὁ μαργαρίτης, οὔτε μύαξ τίκτεται, οὔτε ὡς πνεῦμα ἐν σχήματι προέρχεται. Καὶ ὁ Χριστὸς οὖν ἀνακραθεὶς τῇ Θεότητι, οὔτε ψιλός ἐστιν ἄνθρωπος, οὔτε ἀκράτῳ Θεότητι κεχρημένος, ὡς ἐν σχήματι πνευματικῷ γεγένηται. Ὁ μαργαρίτης ἐν ὑποστάσει τίκτεται, ἕτερον δὲ λίθον κατ’ αὐτὸν οὐ γεννᾷ· οὐ γάρ ἐστιν ἄλλος Χριστός, εἰ μὴ ὁ ἐκ Πατρὸς γεννηθεὶς καὶ ἐκ Μαρίας τεχθείς. Οὐ σχῆμα ὁ λεχθεὶς λίθος ἔχει μόνον, ἀλλὰ καὶ ὕπαρξιν· οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐν ὑποστάσει ἐτέχθη καὶ οὐκ ἐν σχήματι. Τῶν δύο φύσεων ὁ μαργαρίτης μετέχει ὁ πολύτιμος, ἵνα δείξῃ Χριστόν, ὅτι Λόγος Θεοῦ ὢν ἐκ Μαρίας ἄνθρωπος γεγένηται. Οὐ μερικὴν ἔσχε τὴν φύσιν, ἐπεὶ ἂν οὐδέτερον ζῶον ἐτύγχανε. Τελείαν ἔχει τὴν διπλῆν φύσιν, ἵνα μὴ ἀπολέσῃ τὰς δύο. Οὔτε ἡ μία, ἡ Θεός, φύσις ὤφθη μόνη ἐπὶ τῆς γῆς, οὔτε ἡ ἑτέρα, ἡ ἄνθρωπος, ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν μόνη. Ἐκ τελείου τέλειος, καὶ ἐξ ἀνθρώπου ἄνθρωπος· ἐκ Θεοῦ Θεὸς καὶ ἐκ Παρθένου Χριστός. Οὐκ ἐπεμερίσατο ἡ σὰρξ τῇ Θεότητι, οὐδὲ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐβάρησε τὴν θείαν φύσιν. Οὐχ ἡττήθη τῇ πλοκῇ τῆς προσλήψεως, ἵνα ἀπολέσῃ ὃ εἶχε, καὶ ὃ μὴ ἔχει γένηται. Τέλειον ἔχει ὃ ἦν, καὶ τέλειον ἔχει ὃ προσείληφεν. Ἡ σύγκρασις οὐκ ἐγένετο σύγχυσις· οὐ γὰρ σῶμα σώματι συνεπλέκετο, ἀλλὰ ἄνθρωπος ἡνοῦτο τῇ Θεότητι. Οἶνος καὶ ὕδωρ μιγέντα ἀπολεῖ τὴν φύσιν· οἶνος δὲ καὶ χρυσὸς ἐπιμιγέντα ἑκάτερα συνιστᾷ τὴν ὑπόστασιν. Σκέπει ὁ Θεὸς τὴν πρόσληψιν, ὡς ἡ χρυσῆ στάμνος. τὸ μάννα. Κρύπτεται ὁ θεῖος Λόγος ἐν τῇ προσλήψει, ὡς ἐν τῇ κιβωτῷ ἡ στάμνος. Τὸ ἐκτὸς γίνεται ἐντός, καὶ τὸ ἐντὸς ἐκτός, ἵνα καὶ ἑνότης δειχθῇ καὶ ὑπόστασις».
[2] Κανὼν Ἀκαθίστου, Ὠδὴ Δ´, Τροπάριον: «Οὐρανῶν ὑψηλοτέρα …»
[3] «Καὶ ἰδοὺ ἡ ἄμπελος αὕτη περιπεπλεγμένη πρὸς αὐτόν, καὶ ρίζαι αὐτῆς πρὸς αὐτόν, καὶ τὰ κλήματα αὐτῆς ἐξαπέστειλεν αὐτῷ τοῦ ποτίσαι αὐτὴν σὺν τῷ βώλῳ τῆς φυτείας αὐτῆς. εἰς πεδίον καλὸν ἐφ᾿ ὕδατι πολλῷ αὕτη πιαίνεται τοῦ ποιεῖν βλαστοὺς καὶ φέρειν καρπόν, τοῦ εἶναι εἰς ἄμπελον μεγάλην».
[4] Βλ. Γρ. Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 6, Περὶ Εἰρήνης, 9. PG 35, 732-733.
[5] Οὶ εἰσαγωγικοὶ καὶ οὶ ἐν κατακλείδι στίχοι ἀποτελοῦν διασκευὴ ἐκτεταμένου ὕμνου γιὰ τὴν Ἐνσαρκωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου. Μετάφραση ἐκ τῶν Ἀγγλικῶν δική μου.