skip to Main Content

Τράπεζα Ευχαριστίας-Τράπεζα Αγάπης (27-9-2012)

ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ – ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΓΑΠΗΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

«πλούτου τὸ μὲν στάσιμον ἄχρηστον, τὸ δὲ κινούμενον καὶ μεταβαῖνον κοινωφελὲς καὶ ἔγκαρπον» (Μ. Βασίλειος).

  1. Τράπεζα Ευχαριστίας – Τράπεζα Αγάπης.
    Στην κοινή μοναστική πολιτεία μετά την τέλεση της ευχαριστίας, όπως διαλαμβάνεται στις τυπικές διατάξεις και έχει περιληφθεί και στα λειτουργικά βιβλία, γίνεται προσφορά «αγάπης», προς τους αδελφούς. Στην εικόνα αυτή, εκτός από την πρακτική της σημασία, δηλαδή της προσφοράς τροφής μετά από πολύωρες Ακολουθίες, περιλαμβάνονται δύο σημαντικές έννοιες που αντιπαραβάλλονται μεταξύ τους. Εκείνοι που μετέχουν στην πραγματιστική αυτή εμπειρία, μετέχουν συγχρόνως, αφ´ ενός μεν, στην οικονομία του Θεού – τράπεζα Ευχαριστίας -, αφ´ ετέρου δε στην οικονομία των ανθρώπων – τράπεζα αγάπης -, όπως αυτή διδάσκεται και βιώνεται από την Εκκλησία κατά τη διδασκαλία του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Στην πρωτοχριστιανική περίοδο της ζωής της Εκκλησίας η σύγκριση αυτή ήταν πιο εμφανής, δεδομένου ότι ολόκληρη η ευχαριστιακή σύναξη συμμετείχε στις τράπεζες της Αγάπης και της Ευχαριστίας. Θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η τράπεζα της Ευχαριστίας είναι αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού, όπως και η τράπεζα της αγάπης είναι απόλυτα συσχετισμένη με την τράπεζα της Ευχαριστίας.

Οι απόστολοι είχαν συνδέσει κατ´ απόλυτο τρόπο την τράπεζα της Ευχαριστίας με την τράπεζα της αγάπης, αλλά διέκριναν τους ρόλους. Οι ίδιοι μεν διατήρησαν τη διακονία της τράπεζας της Ευχαριστίας και τη διακονία του λόγου, ενώ ανέθεσαν στους διακόνους τη διακονία των τραπεζών αγάπης. Έτσι, και στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας, οι διάκονοι παρά τω Επισκόπω είχαν την ευθύνη των οικονομικών της Επισκοπής. Στην τράπεζα της Ευχαριστίας κυριαρχεί η προσφορά του Θεού προς τον άνθρωπο, όπου η πρωτοβουλία ανήκει εξ ολοκλήρου στον Θεό, ενώ στην τράπεζα της αγάπης συμμετέχει και ο άνθρωπος μιμούμενος τον Θεό.

Βεβαίως η οικονομία του Θεού δεν περιορίζεται σε μόνη την Ευχαριστία, ούτε αρχίζει χρονικά με την παράδοση της ευχαριστίας από τον Χριστό και εντεύθεν. Απλώς η Ευχαριστία είναι η συμπερίληψη όλων των έργων της οικονομίας του Θεού, είτε αυτά πραγματοποιήθηκαν πριν είτε μετά την ενσάρκωση.

Ο Μέγας Βασίλειος καθιστά προμετωπίδα της διδασκαλίας του για την ενίσχυση των πτωχών την ανωτέρω αποστολική πράξη της Εκκλησίας:

Τῷ αἰτοῦντί σε δός· καὶ ἀπὸ τοῦ θέλοντος δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς. Ἐπὶ τὸ κοινωνικὸν, καὶ φιλάλληλον, καὶ τῇ φύσει οἰκεῖον ὁ λόγος ἡμᾶς προκαλεῖται. Πολιτικὸν γὰρ ζῶον καὶ συναγελαστικὸν ὁ ἄνθρωπος. Ἐν δὲ τῇ κοινῇ πολιτείᾳ καὶ τῇ μετ’ ἀλλήλων ἀναστροφῇ ἀναγκαῖον τὸ εὐμετάδοτον εἰς ἐπανόρθωσιν τοῦ ἐνδέοντος. Τῷ αἰτοῦντί σε δός. Βούλεταί σε διὰ μὲν τὴν ἀγάπην ἐν ἁπλότητι ἀνειμένον εἶναι πρὸς τοὺς αἰτοῦντας, λογισμῷ δὲ πάλιν διακρίνειν ἑκάστου τὴν χρείαν τῶν προσαιτούντων. Καὶ τοῦτο μεμαθήκαμεν ἐν ταῖς Πράξεσι, τίνα τρόπον δυνατὸν κατορθοῦσθαι παρὰ τῶν ἐπιστημόνως τὸν τῆς εὐσεβείας σκοπὸν ἐκπληρούντων· Ὅσοι γὰρ, φησὶ, κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων, καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων. Διεδίδοτο δὲ ἑκάστῳ, καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν.

  1. Οικονομία του Θεού – οικονομία των ανθρώπων.

Το ερώτημα που τίθεται είναι το κατά πόσον η οικονομία του Θεού δημιουργεί σύστημα για την ανθρώπινη οικονομία. Ή το κατά πόσον η οικονομία του Θεού μπορεί να ταυτισθεί με δομές της ανθρώπινης οικονομίας, ή ακόμα, σε τελική ανάλυση, ποία μπορεί να είναι η σχέση της οικονομίας του Θεού με την ανθρώπινη οικονομία;

Η δυτική θεολογία, η φιλοσοφία και η κοινωνιολογία προσπάθησαν να αναδείξουν αυτού του είδους τις σχέσεις[1]. Η καθ´ ημάς Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ανέπτυξε αυτής της μορφής τη θεολογία. Μόνο μέσα από αναφορές Πατέρων της Εκκλησίας, που είναι και πολλές, είναι δυνατό να καθορίσουμε την Ορθόδοξη θεολογία και ηθική του οποιουδήποτε κοινωνικού και οικονομικού συστήματος. Θα λέγαμε ότι, σε γενικές γραμμές, αυτό που ακολουθούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν η οικονομική πολιτική του κράτους, προσαρμόζοντας τη δική της κοινωνική αποστολή με τα δεδομένα που είχε ενώπιον της, έστω και αν τα δεδομένα αυτά ήσαν αρνητικά, ασκώντας τη φιλανθρωπία και τη στήριξη των φτωχών, ή ακόμα τη διαχείριση της δικής της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, σε ομιλία του ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (Κρήτη 2012), δεν απαντά κατ´ ευθείαν στο ερώτημα παρά εμμέσως. Τον ενδιαφέρει περισσότερο η ηθική πλευρά του ζητήματος και για το λόγο αυτό καλεί τις Εκκλησίες να δραστηριοποιηθούν για πιο δίκαιη οικονομία. Με τον τρόπο αυτό, εμμέσως πλην σαφώς αποδέχεται ότι η χριστιανική διδασκαλία είτε αυτή του Ευαγγελίου είτε αυτή της παραδόσεως της Εκκλησίας, δεν προτείνουν χριστιανικό σύστημα οικονομίας. Είναι εν τούτοις απαραίτητη η παρέμβαση της Εκκλησίας για να προσδίδει διαχρονικά την ηθική όψη και να τονίζει την αξία του ανθρώπου ως προσώπου μέσα στο απρόσωπο και εν πολλοίς άδικο οικονομικό σύστημα που εφαρμόζεται, όποιο και αν είναι αυτό. Όντως, όπως αποδεικνύεται μέσα από σημαντικά κείμενα Μεγάλων Πατέρων, η Εκκλησία δεν προέβη ποτέ σε καθορισμό οικονομικού συστήματος, αλλά μόνο επενέβαινε διορθωτικά για να απονείμει το δίκαιο μέσα σε άδικες ανθρώπινες καταστάσεις.

Σε τί συνίσταται όμως η οικονομία του Θεού και σε τί η ανθρώπινη οικονομία; Αν θέλαμε να συνοψίσουμε σε μία πρόταση την απάντηση θα λέγαμε ότι η οικονομία του Θεού χαρακτηρίζεται από το συνεχές δόσιμο, σε αντίθεση με την ανθρώπινη οικονομία, της οποίας η βάση και ο στόχος είναι η συνεχής αύξηση του κεφαλαίου. Εκ των προτέρων δηλώνουμε ότι εμείς διαχωρίζουμε, πρώτον, την «οικονομία του Θεού» με την καθαρά θεολογική της έννοια, δηλαδή την Αποκάλυψη του Θεού και όλες τις ενέργειές Του που αποσκοπούν στη σωτηρία των ανθρώπων, δεύτερον, την οικονομία των ανθρώπων που αφορά τη δομή του κόσμου και των πραγμάτων του κόσμου καθώς και τη χρήση των αγαθών του κόσμου σε συμφωνία με τις ευαγγελικές αρχές και, τρίτον, την οικονομία των ανθρώπων που απολυτοποιεί την ύλη και αφήνει τον Θεό εκτός σχεδιασμού ως αδιάφορη έννοια για την οικονομία. Η ανθρώπινη οικονομία χωρίς Θεό μετατρέπεται σε τελική ανάλυση η ίδια σε θρησκεία με μεσσιανικές υποσχέσεις ότι αυτή μπορεί να σώσει τον κόσμο.

Οι Διδαχές των Αποστόλων περιγράφουν την αντίθεση μεταξύ των δύο οικονομιών με ζωηρό τρόπο:

Ὁδοὶ δύο εἰσί, μία τῆς ζωῆς καὶ μία τοῦ θανάτου, διαφορὰ δὲ πολλὴ μεταξὺ τῶν ὁδῶν. Ἡ μὲν οὖν ὁδὸς τῆς ζωῆς ἐστιν αὕτη· πρῶτον ἀγαπήσεις τὸν θεὸν τὸν ποιήσαντά σε, δεύτερον τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· πάντα δὲ ὅσα ἐὰν θελήσῃς μὴ γίνεσθαί σοι, καὶ σὺ ἄλλῳ μὴ ποίει. Τούτων δὲ τῶν λόγων ἡ διδαχή ἐστιν αὕτη· Εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμῖν καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν, νηστεύετε δὲ ὑπὲρ τῶν διωκόντων ὑμᾶς· ποία γὰρ χάρις, ἐὰν φιλῆτε τοὺς φιλοῦντας ὑμᾶς; Οὐχὶ καὶ τὰ ἔθνη τοῦτο ποιοῦσιν; Ὑμεῖς δὲ φιλεῖτε τοὺς μισοῦντας ὑμᾶς καὶ οὐχ ἕξετε ἐχθρόν. (Διδαχαί 1,1-5).

Ἡ δὲ τοῦ θανάτου ὁδός ἐστιν αὕτη· πρῶτον πάντων πονηρά ἐστι καὶ κατάρας μεστή· φόνοι, μοιχεῖαι, ἐπιθυμίαι, πορνεῖαι, κλοπαί, εἰδωλολατρίαι, μαγεῖαι, φαρμακίαι, ἁρπαγαί, ψευδομαρτυρίαι, ὑποκρίσεις, διπλοκαρδία, δόλος, ὑπερηφανία, κακία, αὐθάδεια, πλεονεξία, αἰσχρολογία, ζηλοτυπία, θρασύτης, ὕψος, ἀλαζονεία, ἀφοβία <θεοῦ>· διῶκται ἀγαθῶν, μισοῦντες ἀλήθειαν, ἀγαπῶντες ψεῦδος, οὐ γινώσκοντες μισθὸν δικαιοσύνης, οὐ κολλώμενοι ἀγαθῷ οὐδὲ κρίσει δικαίᾳ, ἀγρυπνοῦντες οὐκ εἰς τὸ ἀγαθόν, ἀλλ’ εἰς τὸ πονηρόν· ὧν μακρὰν πραΰτης καὶ ὑπομονή, μάταια ἀγαπῶντες, διώκοντες ἀνταπόδομα, οὐκ ἐλεοῦντες πτωχόν, οὑ πονοῦντες ἐπὶ καταπονουμένῳ, οὑ γινώσκοντες τὸν ποιήσαντα αὐτούς, φονεῖς τέκνων, φθορεῖς πλάσματος θεοῦ, ἀποστρεφόμενοι τὸν ἐνδεόμενον, καταπονοῦντες τὸν θλιβόμενον, πλουσίων παράκλητοι, πενήτων ἄνομοι κριταί, πανθαμαρτητοί. Ῥυσθείητι, τέκνον, ἀπὸ τούτων ἁπάντων. (Διδαχαί 5,1-2).

  1. Σύγχρονα οικονομικά συστήματα. Παθογένεια.

Η σύγχρονες κοινωνίες έχουν εγκλωβισθεί σε δύο ιδεολογίες που εφάρμοσαν η κάθε μία το δικό της οικονομικό σύστημα. Το καπιταλιστικό[2] και το σοσιαλιστικό[3]. Πολλοί δυτικοί συγγραφείς στήριξαν το ένα ή το άλλο σύστημα και θεολόγοι της Δύσεως προσπάθησαν, αναλόγως των θέσεων τους, είτε ως συντηρητικών είτε ως φιλελευθέρων να στηρίξουν το ένα ή το άλλο σύστημα[4]. Δεν θεωρούμε τον εαυτό μας ειδικό επί των θεμάτων αυτών για να αναδυθούμε σε ανάλυση και κριτική των συστημάτων αυτών. Από ό, τι, εν τούτοις φαίνεται, και τα δύο αυτά συστήματα έχουν αποτύχει παταγωδώς για πολλούς και ποικίλους λόγους.

Το καπιταλιστικό σύστημα οικονομίας μπορεί να φαίνεται ότι προσφέρει την ελευθερία στους ανθρώπους να δραστηριοποιηθούν οικονομικά, αλλά η ελευθερία αυτή είναι μόνο κατ’ επίφαση, γιατί ο άνθρωπος καθίσταται δούλος του χρηματοοικονομικού συστήματος. Μερικοί από τους λόγους αποτυχίας του καπιταλιστικού συστήματος είναι οι ακόλουθοι:

Πλεονεξία. Ένεκα του καπιταλιστικού συστήματος καλλιεργείται και αναπτύσσεται συνεχώς η βουλιμία και η απληστία, γιατί ο καθένας επιδιώκει να κερδίσει όλο και περισσότερα. Όταν, π.χ. πηγαίνω στην υπεραγορά για να αγοράσω αυτά που έχω ανάγκη, δεν αναφέρομαι στην καλή θέληση ή στην ανθρωπιά των ιδιοκτητών, αλλά στην αγάπη του ιδίου συμφέροντος, που στόχο έχει να πουλήσουν περισσότερο[5]. Βεβαίως, ο Μέγας Βασίλειος δεν κατακρίνει την πλεονεξία και βουλιμία μόνο των πλουσίων, αλλά ακόμα και εκείνων που αναλαμβάνουν το έργο της φιλανθρωπίας, οι οποίοι εκμεταλλεύονται πολλές φορές τις προσφορές για τους πτωχούς για να πλουτίσουν. «Ἐπειδὴ γὰρ πολλοὶ ὑπερβαίνοντες τὴν χρῆσιν τῶν ἀναγκαίων, ἀφορμὴν ἐμπορίας καὶ ὑπόθεσιν τρυφῆς ἀσελγοῦς ποιοῦνται τὴν αἴτησιν, ἀναγκαίως παρὰ τοῖς τὴν ἐπιμέλειαν τῶν πτωχῶν πεπιστευμένοις ἡ συγκομιδὴ τῶν χρημάτων ἐγίνετο, ὥστε ἐκεῖθεν ἐπιστημόνως καὶ οἰκονομικῶς ταῖς ἑκάστου χρείαις τὴν διανομὴν τῶν ἀναγκαίων γίνεσθαι. Ὥσπερ γὰρ ἐπὶ τῶν ἀῤῥωστούντων χρεία μὲν πολλάκις οἴνου, ἀλλ’ οὐ παντός ἐστι καιροῦ καὶ μέτρου καὶ ποιότητος καταστοχάσασθαι· χρεία δὲ ἰατροῦ πρὸς τὴν δόσιν τοῦ οἴνου· οὕτω δὴ καὶ ἡ περὶ τὴν θεραπείαν τῶν δεομένων οἰκονομία οὐ παρὰ πάντων ὠφελίμως ἐνεργεῖσθαι δύναται».

Ανισότητα εισοδήματος. Το καπιταλιστικό σύστημα προσφέρει τη δυνατότητα αποκτήσεως μεγαλύτερου εισοδήματος. Βεβαίως, η απόκτηση μεγαλύτερου εισοδήματος δεν είναι αφ’ εαυτής ανήθικη πράξη. Καθίσταται ανήθικη όταν γίνεται εις βάρος των άλλων. «Τῷ ὄντι γὰρ ἀπανθρωπίας ὑπερβολὴν ἔχει τὸν μὲν τῶν ἀναγκαίων ἐνδεῶς ἔχοντα ζητεῖν δάνεισμα εἰς παραμυθίαν τοῦ βίου, τὸν δὲ μὴ ἀρκεῖσθαι τῷ κεφαλαίῳ, ἀλλ’ ἐπινοεῖν ἐκ τῶν συμφορῶν τοῦ πένητος προσόδους ἑαυτῷ καὶ εὐπορίας συνάγειν». Μέσα από τις εύστοχες αυτές παρατηρήσεις του Μ. Βασιλείου διαπιστώνουμε πως η ίδια κατάσταση επικρατεί ακόμα και σήμερα, δηλαδή της εκμεταλλεύσεως της οικονομικής κρίσεως από μερικούς, είτε αυτοί είναι άτομα είτε οργανισμοί, με σκοπό τον πλουτισμό.

Η συσσώρευση πλούτου στους ολίγους. Το σύγχρονο καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα ευνοεί, για παράδειγμα, τη συγκέντρωση πλούτου από τους οικονομικούς κολοσσούς εις βάρος των μικροεπιχειρήσεων και των ατομικών προσπαθειών για τα προς το ζην. Ο Μέγας Βασίλειος και πάλιν, στην ομιλία του για τον άφρονα πλούσιο της ευαγγελικής παραβολής, συμβουλεύει τους πλουσίους: «ὑμεῖς δὲ, ἂν ἐμοὶ πείθησθε, πάσας θύρας ταμιείων ἀναπετάσαντες, ἀφθόνους παρέξετε τὰς διεξόδους τῷ πλούτῳ· ὥσπερ ποταμῷ μεγάλῳ πολύκαρπον γῆν δι’ ὀχετῶν μυρίων ἐπερχομένῳ, οὕτως αὐτοὶ, τῷ πλούτῳ διδόντες διὰ ποικίλων ὁδῶν εἰς τὰς τῶν πενήτων οἰκίας κατασχίζεσθαι. Τὰ φρέατα ἐξαντλούμενα εὐροώτερα γίνεται· ἐναφιέμενα δὲ, κατασήπεται· καὶ πλούτου τὸ μὲν στάσιμον ἄχρηστον, τὸ δὲ κινούμενον καὶ μεταβαῖνον κοινωφελὲς καὶ ἔγκαρπον. Ὢ πόσος μὲν ὁ παρὰ τῶν εὐεργετουμένων ἔπαινος, οὗ σὺ μὴ καταφρονήσῃς πηλίκος δὲ ὁ παρὰ τοῦ δικαίου κριτοῦ μισθὸς, ᾧ σὺ μὴ ἀπιστήσῃς!».

Η εξουσία του πλούτου. Είναι γνωστό ότι στη σύγχρονη εποχή οι κυβερνήσεις έχουν περιορισμένες δυνατότητες χάραξης πολιτικής. Η εξουσία που χαράσσει την πολιτική είναι ουσιαστικά το κεφάλαιο και ο πλούτος που κυβερνά με τους δικούς του όρους και προϋποθέσεις. Το κεφάλαιο έχει την εξουσία να επιβάλλει τις κυβερνήσεις από τις οποίες ευνοείται.

Όπως κατανοείται, οι λόγοι αυτοί δεν συνιστούν απλώς όψεις και εκφάνσεις του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, αλλά έχουν και ηθικές προεκτάσεις γιατί ανά πάσα στιγμή μπορούν να λειτουργήσουν σε βάρος άλλων ανθρώπων[6]. Πολλές από αυτές τις όψεις συμπίπτουν με τους πειρασμούς του Χριστού, τους οποίους απέρριψε, γιατί αντιτίθενται στο θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο και τη σωτηρία του. Για το λόγο αυτό, η θεολογία, με βάση τις ευαγγελικές αρχές πρέπει να εμπνεύσει το σύστημα για να γίνει πιο ηθικό και πιο ανθρώπινο.

Εξ άλλου, το σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα, παρά τις επιφαινόμενες ομοιότητες με κάποιες χριστιανικές αρχές, εν τούτοις, καθιστά εντελώς αθεϊστική την ηθική της οικονομίας και παραβιάζει τη βασική αρχή της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του ανθρώπου, όπως και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Γνωρίζουμε από την εφαρμογή της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας πόσο άδικο αποδείχθηκε το σύστημα και για το λόγο αυτό έχει αποτύχει παταγωδώς.

  1. Θεολογικές αρχές για πιο δίκαιη οικονομία.

Επί του σημείου αυτού θα πρέπει να τονισθεί ο σημαντικός ρόλος της θεολογίας, η οποία πρέπει να είναι υποστηρικτική της Εκκλησίας, της αποστολής και μαρτυρίας της μέσα στον κόσμο. Η οικονομία του Θεού που ακολουθεί η θεολογία έχει σημαντικές συνισταμένες, οι οποίες είτε είναι ανύπαρκτες στην οικονομία των ανθρώπων είτε απορρίπτονται. Οι συνισταμένες αυτές αποτελούν τη βάση της ηθικής αντιμετώπισης της οικονομίας. Όντως, τα πλαίσια της οικονομίας του Θεού, που επιβάλλουν και την ηθική θεώρηση της ανθρώπινης οικονομίας, χαράσσονται από βασικές αρχές της χριστιανικής πίστεως και διδασκαλίας για να είναι δίκαιη η οικονομία. Θα διακρίνουμε τις θεολογικές από τις ηθικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη δίκαιη ανθρώπινη οικονομία[7].

Θεολογία. Θεολογία εδώ εννοούμε τον περί Θεού λόγο και συμπεριφορά του ανθρώπου έναντι του Θεού. Πριν και πάνω από όλα, για τη χριστιανική θεολογία ευρίσκεται ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός και η πίστη προς τον Θεό. Δεν είναι δυνατό να κρίνεται και να αξιολογείται, ή να τοποθετούνται οι βάσεις της οικονομίας και οι συμπεριφορές των ανθρώπων άνευ Θεού και άνευ πίστεως. Η οικονομία του Θεού, κατά τη Διδαχή των Αποστόλων, είναι οδός προς την ζωή, ενώ η οικονομία χωρίς Θεό είναι οδός προς τον θάνατον. Επομένως, διαφορετική είναι η συμπεριφορά του ανθρώπου που πιστεύει όταν χειρίζεται θέματα οικονομίας και διαφορετική εκείνου που δεν πιστεύει.

Εξ άλλου, η Χριστολογία συνιστά βασική αρχή για τον καθορισμό της στάσεως της Εκκλησίας έναντι της οικονομίας των ανθρώπων, δηλαδή το γεγονός της ενσαρκώσεως του Υιού του Θεού για την ανακαίνιση του ανθρώπου και του κόσμου μέσα από τις ποικίλες ενέργειες της οικονομίας του Θεού, όπως η σάρκωση, η διδασκαλία του Ευαγγελίου, ο θάνατος και η ανάσταση του λυτρωτή Ιησού Χριστού. Μαζί με τη Χριστολογία θα πρέπει να συμπορεύεται και η Πνευματολογία, γιατί το Άγιο Πνεύμα φωτίζει και καθοδηγεί τον άνθρωπο για να επιδιώκει πράξεις δικαιοσύνης.

Σωτηριολογία. Ο αιώνιος Λόγος του Θεού έλαβε οικονομικώς την ανθρώπινη φύση για να εντάξει και πάλιν τον άνθρωπο στη θεία οικονομία, απαλλάσσοντάς τον από την οικονομία του θανάτου και της φθοράς, όπως την είχαν αποδεχθεί οι πρωτόπλαστοι στον παράδεισο. «Όπου γάρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών» (Μτ. 6:21).

Κοσμολογία και ανθρωπολογία του Χριστιανισμού. Η κοσμολογία και η ανθρωπολογία του Χριστιανισμού στηρίζεται στο γεγονός της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου από τον Θεό. Επειδή η οικονομία των ανθρώπων χωρίς Θεό σημαίνει την αυθαίρετη και ωφελιμιστική χρήση της δημιουργίας, για το λόγο αυτό, η θεολογία πρέπει να υπενθυμίζει την αρχή της ιερότητας της δημιουργίας και του ανθρωπίνου προσώπου που είναι δημιουργημένο κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Η παρεχόμενη αξία στον άνθρωπο περιέχει αμέσως και εμμέσως τη σχέση του με την εργασία και ό, τι άλλο μπορεί να συμβάλει στην προσωπική και κοινωνική του καταξίωση.

Εκκλησιολογία. Η εκκλησιολογία είναι σημαντική για το κοινωνικό ήθος του Χριστιανισμού, γιατί η Εκκλησία είναι η εν τω κόσμω πραγμάτωση του θελήματος του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Εδώ οι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας ανά τους αιώνες εντόπισαν τον τρόπο εφαρμογής της διδασκαλίας του Ιησού Χριστού, αφ’ ενός μεν για την παροχή της χάριτος της σωτηρίας μέσω των μυστηρίων, αφ’ ετέρου δε της θεραπείας των αναγκών των πτωχών κατά τις επιταγές του ιδρυτή της Εκκλησίας Ιησού Χριστού. Ως αποτέλεσμα της φροντίδας των πτωχών και της σχέσεώς τους με την Εκκλησία, ο φτωχός και περιθωριοποιημένος από τα άθεα και μη εκκλησιολογικά οικονομικά συστήματα, αποκτά την ελευθερία του, την τιμή του προσώπου εν Χριστώ, την ταυτότητά του ως Χριστιανός, μέλος της Εκκλησίας του Χριστού. Όλοι οι πτωχοί γίνονται αδελφοί και αδελφές του Χριστού. Έτσι, συνδέεται άμεσα η εκκλησιολογική ευχαριστιακή τράπεζα με την τράπεζα της αγάπης.

Ευχαριστιακή προοπτική. Η Ευχαριστιακή Τράπεζα μας καθιστά όλους μέλη του ενός και του αυτού Σώματος του Χριστού. Για το λόγο αυτό συνδέσαμε την Ευχαριστιακή Τράπεζα με την τράπεζα της αγάπης[8]. Από το γεγονός αυτό πηγάζουν όλες οι υποχρεώσεις και ευθύνες μας έναντι των αδελφών μας.

Εσχατολογία. Τα πάντα, εν τούτοις, λαμβάνουν την ουσιαστική ύψιστη τελική τους σημασία και περιεχόμενο μέσα στην προοπτική της εσχατολογικής Βασιλείας του Θεού, που έχει την εδώ και τώρα (hic et nun) πρόγευσή της. Με την προοπτική αυτή, αφ’ ενός μεν ο άνθρωπος λαμβάνει την υπέρτατη αξία, γιατί, παρά την προοπτική του θανάτου, υπερβαίνει τα στενά όρια της ύλης και του υλικού κόσμου, δηλαδή της άθεης ανθρώπινης οικονομίας, και καθίσταται πολίτης της Βασιλείας του Θεού, αφ’ ετέρου δε καθίσταται φανερή η σχετικότητα των αξιών της ανθρώπινης οικονομίας, όπως φαίνεται από την παραβολή του Άφρονος Πλουσίου.

  1. Χριστιανικές κοινωνικές και ηθικές αρχές για την οικονομία.

Ο Μ. Βασίλειος στην ομιλία του για το Ψαλμό 14 προσφέρει συμβουλές, τόσο στους πλουσίους, όσο και στους πτωχούς, δανειστές και δανειζόμενους αντιστοίχως. Το πρόβλημα του δανεισμού φαίνεται να ήταν σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα για την εποχή του, όπως και για κάθε εποχή και για το λόγο αυτό δίδει πρακτικές συμβουλές και νουθεσίες, στηριζόμενος στη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, ή ακόμη και σε βασικές περί ανθρώπου αρχές της Ελληνικής Φιλοσοφίας. Οι Χριστιανικές ηθικές αρχές για την οικονομία και για οποιαδήποτε άλλη κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου έχουν ως βάση και αιτία την αγάπη προς τον Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον.

Κοινωνικοποίηση των ανθρώπων. Σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο, υπάρχουν βασικές αρχές που επιβάλλουν το ενδιαφέρον, τόσο της Εκκλησίας, όσο και του καθενός ξεχωριστά, για τους φτωχούς. «Πολιτικόν γαρ ζώον και συναγελαστικόν ο άνθρωπος». Η πρώτη αρχή είναι η κοινωνικοποίηση του ανθρώπου. Δεν ζει ο άνθρωπος μόνος, αλλά εντός του κοινωνικού συνόλου, εντός της δημιουργίας του Θεού. Η κοινωνία του ανθρώπου, αφ’ ενός μεν με τον Θεό, αφ’ ετέρου δε με τον συνάνθρωπό του, αλλά και με όλα τα άλλα όντα της δημιουργίας, επιβάλλει την μεταξύ των ανθρώπων αλληλεγγύη.

Αλληλεγγύη. Ο απόστολος Παύλος διατυπώνει την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης με την πρόταση: «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε, και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. 6:2). Η αλληλεγγύη δεν περιορίζεται σε μόνη την υλική πλευρά, αλλά είναι και κατ’ εξοχήν πνευματική. Όλα αυτά ρυθμίζονται με την αγάπη, που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κοινωνικής προσφοράς και της οικονομίας. Η αλληλεγγύη είναι από τις βασικές αρχές της κοινής πολιτείας των ανθρώπων, οι οποίοι δεν ζουν ατομικά, αλλά δημιουργούνται υποχρεώσεις ένεκα της κοινής πολιτείας. Άλλωστε, αυτό επιβάλλει και η χριστιανική αρχή της αγάπης προς τον πλησίον. «Πάντα ουν όσα αν θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς» (Μτ. 7:12). Σήμερα στην Ευρώπη η αλληλεγγύη έχει αναχθεί σε πολιτικό σύνθημα, αλλά το περιεχόμενό της είναι πολύ διαφορετικό, αν κρίνουμε από τη συμπεριφορά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, των χωρών της Ευρώπης και άλλων Τραπεζικών συστημάτων απέναντι στην Ελλάδα, την Κύπρο και άλλες χώρες με οικονομικά προβλήματα.

Βεβαίως, στο συγκεκριμένο σημείο, ο Μ. Βασίλειος αναφέρεται στην πράξη της πρωτοχριστιανικής Αποστολικής περιόδου, κατά την οποία είχε επιχειρηθεί το σύστημα της κοινοκτημοσύνης. Παρά ταύτα δεν το καθιστά ως αρχή προς εφαρμογή μεταξύ των Χριστιανών ούτε και το προτείνει ως οικονομική αρχή για τη λύση των κοινωνικών προβλημάτων της εποχής του. Αναφέρεται στο παράδειγμα αυτό για να τονίσει τη μεγάλη αλληλεγγύη μεταξύ των Χριστιανών μελών της Εκκλησίας, μέχρι του σημείου να αποποιούνται της ιδιοκτησίας τους για τη βοήθεια των αδελφών, όπως η περίπτωση του Αποστόλου Βαρνάβα και μεταγενέστερα του Μ. Αντωνίου.

Ευαγγελικές ηθικές αρχές για την οικονομία. Οι συναλλαγές των ανθρώπων μεταξύ τους, πλουσίων με τους πτωχούς και πτωχών με τους πλουσίους πρέπει να διέπονται από τις χριστιανικές αρχές του Ευαγγελίου. Βασικός στόχος των συναλλαγών δεν είναι για με τους πλουσίους ο πλουτισμός, ούτε για τους πτωχούς η εκμετάλλευση για απόκτηση χρημάτων. Στόχος είναι η αλληλοϋποστήριξη. Όταν οι πλούσιοι δανείζουν στους πτωχούς και τους καταπιέζουν για αποπληρωμή του δανείου, εάν οι πτωχοί δεν έχουν τη δυνατότητα άμεσης αποπληρωμής, τότε δημιουργούνται σοβαρά κοινωνικά προβλήματα όπως αυτοκτονίες και για την εποχή εκείνη πωλήσεις μελών της οικογένειας για αποπληρωμή του δανείου[9]. Σήμερα η απάνθρωπη αυτή πρακτική έχει αντικατασταθεί από τη φυλάκιση. Η ανθρώπινη συμπεριφορά ήταν τότε και παραμένει ακόμα και σήμερα η ίδια, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση των αυτοχειριών στην Ελλάδα εξ αιτίας της οικονομικής κρίσεως[10].

Η ανθρώπινη ελευθερία και αξιοπρέπεια, θείο αγαθό. Εν πρώτοις, οι πτωχοί, κατά τον Μ. Βασίλειο, αλλά βεβαίως και όλοι οι άνθρωποι, πρέπει να μάθουν να ιεραρχούν τις αξίες της ζωής. Το πρώτιστο είναι η ελευθερία του ανθρώπου. Η τοποθέτηση της οικονομικής ευμάρειας ως πρώτιστης επιδίωξης δυνατό να οδηγήσει σε καταβαράθρωση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Έτσι, προτείνεται η ικανοποίηση με τα λίγα υλικά αγαθά, παρά να μπει ο άνθρωπος στο ζυγό της δουλείας της ανθρώπινης βουλιμίας και της επιδίωξης της πλούσιας ζωής. «Πένης εἶ νῦν, ἀλλ’ ἐλεύθερος. Δανεισάμενος δὲ οὐδὲ πλουτήσεις, καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἀφαιρεθήσῃ. Δοῦλος τοῦ δεδανεικότος ὁ δανεισάμενος, καὶ δοῦλος μισθοφόρος ἀπαραίτητον φέρων τὴν λειτουργίαν». Ούτε είναι αναγκαία η μίμηση των πλουσίων, γιατί εκείνοι με έχουν τον πλούτο αλλά δεν έχουν ψυχική ανάπαυση ούτε και απολαμβάνουν τον πλούτο τους, δεδομένου ότι αγωνίζονται και αγωνιούν νυχθημερόν να τον διατηρήσουν και να τον αυξήσουν ακόμη περισσότερο.

Εργασία, τρόπος διατηρήσεως της ελευθερίας και αξιοπρέπειας του ανθρώπου και δικαίωμα όλων. Ο Μ. Βασίλειος δεν προτείνει βέβαια στους πτωχούς να παραμείνουν πτωχοί και να εξαρτώνται από τους άλλους με τη βοήθεια που λαμβάνουν. «Ἔχεις χεῖρας, ἔχεις τέχνην· μισθαρνοῦ (εργάζου με μισθό), διακόνει· πολλαὶ ἐπίνοιαι τοῦ βίου, πολλαὶ ἀφορμαί. Ἀλλ’ ἀδυνάτως ἔχεις; προσαίτει παρὰ τῶν κεκτημένων. Ἀλλ’ αἰσχρὸν τὸ αἰτεῖν; Αἰσχρότερον μὲν οὖν τὸ δανεισάμενον ἀποστερεῖν». Μερικά από τα σύγχρονα κοινωνικά μέτρα για τους ανέργους καλλιεργούν την τάση αποφυγής της εργασίας αφού οι άνεργοι ικανοποιούνται με το επίδομα ανεργίας.

Στην όλη φροντίδα του ανθρώπου για τη βελτίωση του επιπέδου ζωής του δεν πρέπει να παραθεωρείται η πρόνοια του Θεού που φανερώνεται σε πολλές περιπτώσεις όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά ακόμη και για τα άλλα δημιουργήματα του[11].

Ευθύνη των πλουσίων. Όσον αφορά τους πλουσίους ο πλούτος που έχουν δεν σημαίνει ατομική χρήση και διασκέδαση. Ο πλούτος δημιουργεί ευθύνες έναντι των κοινών και έναντι των συνανθρώπων τους.

Η ορθή χρήση του πλούτου. Το ζήτημα της ορθής χρήσης του πλούτου είναι σύνθετο στη χριστιανική διδασκαλία. Ο Χριστός έχει κάνει πολλές αναφορές στον πλούτο και στους πλούσιους. Θα λέγαμε ότι οι πλούσιοι καλούνται να ιεραρχήσουν και εκείνοι τις αξίες του υλικού και πνευματικού πλούτου, γιατί τα πάντα τίθενται στην προοπτική της Βασιλείας του Θεού. Είναι προφανές ότι στην προσέγγιση του θέματος από τον Μ. Βασίλειο οι ευαγγελικές αυτές αρχές κυριαρχούν. Επιπρόσθετα, όμως, παρέχει και συμβουλές προς τους πλουσίους που μπορούν να έχουν την εφαρμογή τους και στο σύγχρονο παραπαίον οικονομικό σύστημα. «Εἶτα κατεχόμενος καὶ ἐνλιμνάζων, οἷα ποιεῖ σοι; Ῥήγνυσι τὰ κωλύματα, ἀμέλει καὶ νῦν βιαίως ἐναποληφθεὶς καὶ πλημμυρῶν, καθαιρεῖ τοῦ πλουσίου τὰς ἀποθήκας, ἐδαφίζει αὐτοῦ τὰ ταμιεῖα, ὥσπερ πολέμιός τις ἐπεισελθών. Ἀλλὰ μείζονας οἰκοδομήσει; Ἄδηλον εἰ μὴ καθῃρημένας παραδώσει τῷ μετ’ αὐτόν. Ὀξύτερον γὰρ ἂν αὐτὸς ἀπέλθοι ἀνασπασθεὶς, ἢ ἐκεῖνα κατὰ τὴν πλεονεκτικὴν ἐπίνοιαν ἐγερθείη. Ἀλλ’ ὁ μὲν ἐχέτω τῶν κακῶν βουλευμάτων τὸ τέλος ἀκόλουθον· ὑμεῖς δὲ, ἂν ἐμοὶ πείθησθε, πάσας θύρας ταμιείων ἀναπετάσαντες, ἀφθόνους παρέξετε τὰς διεξόδους τῷ πλούτῳ· ὥσπερ ποταμῷ μεγάλῳ πολύκαρπον γῆν δι’ ὀχετῶν μυρίων ἐπερχομένῳ, οὕτως αὐτοὶ, τῷ πλούτῳ διδόντες διὰ ποικίλων ὁδῶν εἰς τὰς τῶν πενήτων οἰκίας κατασχίζεσθαι. Τὰ φρέατα ἐξαντλούμενα εὐροώτερα γίνεται· ἐναφιέμενα δὲ, κατασήπεται· καὶ πλούτου τὸ μὲν στάσιμον ἄχρηστον, τὸ δὲ κινούμενον καὶ μεταβαῖνον κοινωφελὲς καὶ ἔγκαρπον. Ὢ πόσος μὲν ὁ παρὰ τῶν εὐεργετουμένων ἔπαινος, οὗ σὺ μὴ καταφρονήσῃς! πηλίκος δὲ ὁ παρὰ τοῦ δικαίου κριτοῦ μισθὸς, ᾧ σὺ μὴ ἀπιστήσῃς!»[12].

Η ευθύνη και η αποστολή της Εκκλησίας. Η ευθύνη και η αποστολή της Εκκλησίας είναι το ίδιο το παράδειγμα του Μ. Βασιλείου. Κατά τη διάρκεια των αιώνων της αποστολής της, η Εκκλησία άσκησε το φιλανθρωπικό έργο κατά τις ευαγγελικές αρχές και επιταγές, γιατί η Ευχαριστιακή τράπεζα έχει ως συνεπακόλουθο την τράπεζα της αγάπης. Θα έλεγα ότι η τράπεζα της αγάπης ανήκει στην ουσία της αποστολής της Εκκλησίας, όπως στην ουσία της φύσεως και αποστολής της ανήκει και η προσφορά της τράπεζας της Ευχαριστίας. Ο λόγος του Κυρίου «τούτο ποιείται εις την εμήν ανάμνησιν» περιλαμβάνει, τόσο τη μία όσο και την άλλη όψη της προσφοράς.

Ιδιαίτερα, συγχαίρω τον Πανοσιολογιότατο Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής π. Ιερώνυμο για τις έντονες και συντονισμένες πρωτοβουλίες που ανέλαβε να βοηθήσει πολλούς συνανθρώπους μας που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση και δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην είτε στην Κύπρο είτε στην Ελλάδα. Σήμερα η Εκκλησία Κύπρου εξ αιτίας των πρωτοβουλιών αυτών, όπως και των πρωτοβουλιών των κατά τόπους Μητροπόλεων, αναδεικνύει με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο τη φιλανθρωπική αποστολή της που πάντοτε ασκούσε.
Εισήγηση του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κωνσταντίας κ. Βασιλείου στην ημερίδα με θέμα:”Εις διακονίαν του σώματος του Χριστού” που διεξήχθη στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου την Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου.

[1] D. Stephen Long. Divine Economy. Theology and the market. London and New York 2000 (on line).
[2] D. Stephen Long. Divine Economy. Theology and the market. London and New York 2000 (on line). «Capitalism is based on the practice of individuals allowing their property to be at the disposal of others, particularly corporations. The money by which I purchased my house, my automobile and my college education came from the capital of so many others that I could not even begin to discover its manifold sources. Likewise, my pension plan, mutual fund and savings account are assisting others in their (hopefully) productive enterprises» (σελ. 62).
[3] Η οικονομική διακήρυξη του Μαρξ ήταν: «από όλους ανάλογα με τις δυνατότητές τους και προς όλους ανάλογα προς τη συμβολή τους».
[4] D. Stephen Long. Divine Economy. Theology and the market. London and New York 2000 (on line).
[5] Ο Adam Smith γράφει: «It is not from the benevolence of the butcher, the brewer, or the baker, that we expect our dinner, but from their regard to their own interest. We address ourselves, not to their humanity but to their self-love and never talk to them of their own necessities but of their advantages». D. Stephen Long. Divine Economy. Theology and the market. London and New York 2000 (on line), σελ. 28.
[6] The three main factors underlying the economic crisis: greed, rising inequality and the “bad” creation of wealth, are all ethical as well as economic issues. The underlying ethics of neoclassical economics (utilitarianism and post modern ethical relativism) are also part of the problem as they support the philosophy that greed is good. What is needed is a solid ethical foundation upon which a just economy can be constructed. Here Christian ethics has much to teach economists. Clark, Charles M. A. «A Christian Perspective of the Current Economic Crisis» American Economist, Spring 2009.

[7] [T]he social ethos of Orthodoxy is rooted in theological” christological, soteriological, anthropological, ecclesiological, eucharistie, and eschatological foundations. It was upon this terra firma that the rich social involvement of the medieval Church, and of the Church under the Ottoman captivity, was built. Demetrios J. CONSTANTELOS, “Theological Considerations for the Social Ethos of the Orthodox Church”. JOURNAL OF ECUMENICAL STUDIES, 1972, σελ. 27.

[8] It becomes evident that the social ethos of the Orthodox community derives much of its strength from Eucharistic theology which sees in the act of Holy Communion not only participation in the Feast of the Last Supper but also a dynamic symbol of the unity and spiritual reciprocity of Christ’s disciples. This unity signalizes mutual opportunities and responsibilities in the Christian society as well as humankind in its entirety. Demetrios J. CONSTANTELOS, “Theological Considerations for the Social Ethos of the Orthodox Church”. Όπ. αν. σελ. 32.

[9] Σὺ δὲ τοὺς μὲν πλουτήσαντας βλέπεις, τοὺς δὲ ἀπαγξαμένους οὐκ ἀριθμεῖς, οἳ, τὴν ἐπὶ ταῖς ἀπαιτήσεσιν αἰσχύνην μὴ φέροντες, τὸν δι’ ἀγχόνης θάνατον τοῦ ἐπονειδίστως ζῇν προετίμησαν. Εἶδον ἐγὼ ἐλεεινὸν θέαμα, παῖδας ἐλευθέρους ὑπὲρ χρεῶν πατρικῶν ἑλκομένους εἰς τὸ πρατήριον. Οὐκ ἔχεις καταλιπεῖν χρήματα τοῖς παισί; μὴ προσαφέλῃ καὶ τὴν εὐγένειαν. Ἓν τοῦτο διατήρησον αὐτοῖς τὸ κτῆμα τῆς ἐλευθερίας, τὴν παρακαταθήκην ἣν παρὰ τῶν γονέων παρέλαβες. Οὐδεὶς πενίαν πατρὸς ἐνεκλήθη ποτέ· ὄφλημα δὲ πατρῷον εἰς δεσμωτήριον ἄγει. Μὴ καταλίπῃς γραμματεῖον ὥσπερ ἀρὰν πατρικὴν εἰς παῖδας καταβαίνουσαν καὶ ἐγγόνους.
[10] Στο θέμα αυτό αναφέρθηκαν ο Επίσκοπος Θερμοπυλών Ιωάννης και η Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Κατερίνα Σαρρή κατά τη διάρκεια των εργασιών της Κεντρικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στην Κρήτη, 29 Αυγούστου έως 5 Σεπτεμβρίου 2012. «In the meantime, unemployment, suicides, prostitution, drug abuse, depression, homelessness and hopelessness are skyrocketing. Greece’s jobless rate hit a new record in February. Data from Greece’s statistics service on Thursday (17 May, 2012) showed unemployment hit 21.7 per cent in February. In the 15-24 age group it rose to 54 per cent. The data showed nearly 1.1 million people were jobless, 42 per cent more than in the same month a year ago, reflecting the huge scale of the human damage. However, the true scale of unemployment and underemployment is higher. The New York Times reported in April that in Greece, the suicide rate among men increased more than 24 per cent from 2007 to 2009. The suicide rate increased by 40 per cent in the first half of 2011. Greece’s financial crisis has also made some families so desperate they are giving up the most precious thing of all – their children – as they can’t take care of them any longer. There are estimates that up to 20,000 people are homeless in Athens. Society is approaching a critical point. The imposed conditions of the second bailout is still to be enforced including tens of thousands of job losses and further pay cuts. Those fortunate to still have a job are of course extremely worried about their futures. On the day the agreement was reached in February this year Former French President Nicolas Sarkozy said: “Today the problem is solved”. No wonder, National governments across Europe have experienced a 51% decline in trust over the past 2 years, with the biggest losses felt in Portugal (-84%), Greece (-78%) and Spain (-77%). These implications of the crisis in the economy, the social fabric and the political system will take years to unravel» Katerina K. Sarri. Outlining the Impact of the Financial Crisis on Greece and the way out. (Ευχαριστώ την κα Σαρρή για την παραχώρηση της εισηγήσεώς της σε ηλεκτρονική μορφή).
[11] Ὁ μύρμηξ μὲν δύναται, μήτε προσαιτῶν, μήτε δανειζόμενος, διατρέφεσθαι· καὶ μέλισσα τὰ λείψανα τῆς οἰκείας τροφῆς βασιλεῦσι χαρίζεται· οἷς οὔτε χεῖρας, οὔτε τέχνας ἡ φύσις ἔδωκεν· σὺ δὲ τὸ εὐμήχανον ζῶον ὁ ἄνθρωπος μίαν τῶν πασῶν μηχανὴν οὐχ εὑρήσεις πρὸς τὴν τοῦ βίου διαγωγήν; Καίτοι ὁρῶμεν οὐχὶ τοὺς τῶν ἀναγκαίων ἐνδεεῖς ἐρχομένους ἐπὶ τὸ δάνειον (οὐδὲ γὰρ ἔχουσι τοὺς πιστεύοντας), ἀλλὰ δανείζονται ἄνθρωποι, δαπάναις ἀνειμέναις καὶ πολυτελείαις ἀκάρποις ἑαυτοὺς ἐπιδιδόντες, οἱ γυναικείαις ἡδυπαθείαις δουλεύοντες.
[12] Μ. Βασιλείου. Εις τον άφρονα πλούσιον.

Back To Top