skip to Main Content

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος ο Γ’

Μητροπολίτου Κωνσταντίας – Αμμοχώστου Βασιλείου

Ήδη συμπληρώθηκαν τριάντα χρόνια από την εις Κύριον εκδημία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κύπρου κυρού Μακαρίου του Γ΄. Σήμερα τελούμε το φιλολογικό αυτό μνημόσυνο, γιατί όσα χρόνια και αν παρέλθουν η μνήμη και το σημαντικότατον εκκλησιαστικόν και εθνικόν έργον του Αρχιεπισκόπου και εθνάρχου Μακαρίου του Γ΄ παραμένει ως διαχρονική παρακαταθήκη και για την Εκκλησία και για το έθνος. Άλλωστε, η πορεία που χάραξε για το εθνικό μας ζήτημα, καθώς και η ανύψωση της Εκκλησίας Κύπρου είναι ακόμα έγκυρα για την περαιτέρω ιστορική μας πορεία. Εξ άλλου, όμως, αρχίζει, έστω και δειλά να γράφεται η ιστορία για τον μεγάλο ηγέτη του Κυπριακού λαού.
Ένεκα των ιστορικών συνθηκών κατά την περίοδο της Πρωθιεραρχίας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, της εξάρσεως του ζητήματος της Κύπρου, του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ του 1955-59, της ανεξαρτησίας της Κύπρου, της ιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας και της αναλήψεως, υπό του Αρχιεπισκόπου και της Προεδρίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, παραμένει, ίσως, στη μνήμη και αντίληψη μας η προσωπικότητα του ως μεγάλου πολιτικού ανδρός και δεν τονίζεται επαρκώς το εκκλησιαστικό του έργο. Για το λόγο αυτό, ας μου επιτραπεί απόψε να κάνω σύντομη αναφορά στο έργο αυτό, το οποίο είναι και σημαντικό και σπουδαιότατο για ποικίλους λόγους.

Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση του εκκλησιαστικού έργου του Αρχιεπισκόπου και εθνάρχου Μακαρίου του Γ΄ κρίνω σκόπιμο να κάνουμε σύντομη αναφορά στο βιογραφικό του, για να θυμηθούμε την πορεία της ζωής εκείνου του ανδρός που επέπρωτο να χαράξει τη ζωή της Εκκλησίας του Αποστόλου Βαρνάβα και του Κυπριακού Ελληνισμού στη σύγχρονη ιστορία.

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1913 στο χωριό Πάνω Παναγιά της Πάφου. Σε ηλικία 13 ετών εισήλθε, ως δόκιμος στην Ιερά Μονή Παναγίας του Κύκκου. Με την ιδιότητα αυτή παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Ελληνική Σχολή Κύκκου και έπειτα φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, απ’ όπου απεφοίτησε το 1936. Το 1938 χειροτονήθηκε σε διάκονο από τον τότε Τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου Λεόντιο και μετονομάσθη από Μιχαήλ σε Μακάριο. Το ίδιο αυτό έτος, 1938, φοίτησε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και απεφοίτησε το έτος 1942. Μετά εγγράφηκε στη Νομική Σχολή, όπου φοίτησε μέχρι και την απελευθέρωση της Ελλάδος από τους Γερμανούς. Το 1946 χειροτονήθηκε σε πρεσβύτερο και προχειρίσθηκε σε Αρχιμανδρίτη στην Αθήνα από τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα. Διορίσθηκε τότε από τη Μητρόπολη Πειραιά ως προϊστάμενος του Ναού της Αγίας Παρασκευής της πόλεως.

Το ίδιο έτος (1946), ο Αρχιμανδρίτης Μακάριος Κυκκώτης, με υποτροφία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, μετέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου παρακολούθησε επί διετία μαθήματα κοινωνιολογίας της θρησκείας στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.

Στις 8 Απριλίου 1948 εξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου, ενώ ο ίδιος βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες, και στις 20 Οκτωβρίου του 1950 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου, διαδεχόμενος τον εκλιπόντα Αρχιεπίσκοπο Μακάριο τον Β΄. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1959 εξελέγη ως πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αξίωμα το οποίο είχε διατηρήσει με αλλεπάλληλες εκλογές του μέχρι το θάνατό του, δηλαδή την 3ην Αυγούστου 1977.

Για να αξιολογήσει κανείς το Εκκλησιαστικό έργο του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄ είναι αναγκαία η γνώση στοιχειωδών πληροφοριών για την κατάσταση της Εκκλησίας τότε. Δηλαδή το ερώτημα που τίθεται είναι: τί και σε ποία κατάσταση παρέλαβε την Εκκλησία και πώς την παρέδωσε; Υπενθυμίζουμε ότι η Εκκλησία της Κύπρου, ένεκα εσωτερικών διενέξεων, κατ’ εξοχήν δε, ένεκα της αποικιοκρατικής πολιτικής των Άγγλων, από την αρχή του 20ου αιώνα μέχρι την εκλογή του προκατόχου του Μακαρίου του Β΄ (1947), αντιμετώπισε ανυπέρβλητες δυσκολίες, τόσο ως προς την εκλογή Αρχιεπισκόπων και Μητροπολιτών, όσο και ως προς την οργάνωση και διοίκηση. Στις αρχές του 20ου αιώνα για ολόκληρη δεκαετία ήταν αδύνατη η εκλογή Αρχιεπισκόπου. Έχουμε τις εξορίες των Μητροπολιτών, Κιτίου Νικοδήμου και Κυρηνείας Μακαρίου από τους Άγγλους το έτος 1931. Από τους υπάρχοντες τότε θρόνους, εκτός του Αρχιεπισκοπικού, ο της Πάφου, της Κιτίου και Κυρηνείας, πολλοί χήρευαν και καθίστατο αδύνατη η εκλογή. Για το λόγο αυτό, για την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Λεοντίου, η Εκκλησία της Κύπρου ζήτησε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Μητροπολίτης Δέρκων Ιωακείμ ήλθε στην Κύπρο για να συμπληρωθεί ο τότε τετραμελής κανονικός αριθμός της Συνόδου για την εκλογή. Το ίδιο συνέβη και με την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Β΄, όταν οι Μητροπολίτες Σάρδεων Μάξιμος και Περγάμου Αδαμάντιος, συμπληρώσαν τον αριθμό της Συνόδου για την εκλογή και του Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών των άλλων θρόνων. Για την εκλογή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ΄, οι Αρχιερείς της Εκκλησίας Κύπρου που έλαβαν μέρος στη διαδικασία εκλογής ήσαν, ο Τοποτηρητής Μητροπολίτης Πάφου Κλεόπας, ο ίδιος ο Μακάριος ως Μητροπολίτης Κιτίου και ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ως εκπρόσωπος του Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανού, που βρισκόταν στην Αθήνα σε εθνική αποστολή.

Την κατάσταση της χειμαζομένης και κλειδωνιζομένης Εκκλησίας της Κύπρου γνώριζε ο Μακάριος όταν, χάριτι και προνοία Θεού κλήθηκε να γίνει ο ίδιος πηδαλιούχος και να οδηγήσει την Εκκλησία προς την εκπλήρωση της πνευματικής και εθνικής αποστολής της. Έργον ανασυγκρότησης βεβαίως, φαίνεται ότι είχε αρχίσει ο προκάτοχος του Μακάριος Β΄, αλλά η σύντομη Αρχιεπισκοπία του, δύο μόλις έτη, δεν του επέτρεψε να συνεχίσει. Ο Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης Μακάριος, όταν εξελέγη στο θρόνο του Αποστόλου Βαρνάβα, είχε ήδη διακριθεί και ως Μητροπολίτης Κιτίου, για το ζήλο του, το δυναμισμό του, ήταν άλλωστε ηλικίας 38 ετών, και την επιθυμία του να εξυψώσει το κύρος της Εκκλησίας.

Τι είναι, όμως, η Εκκλησία για τον Μακάριο και γιατί έπρεπε ένας ηγέτης, του ύψους του Αρχιεπισκόπου και Εθνάρχου Μακαρίου, να αναλώσει τον εαυτό του στη διακονία της Εκκλησίας. Θα αφήσω τον ίδιο να μας διερμηνεύσει το ερώτημα με λόγους από τον Ενθρονιστήριο του. «Κλίνει της καρδίας μου ευλαβές το γόνυ και συντετριμμένη υπό φόβου η ψυχή προσεύχεται προς τον αόρατον της Εκκλησίας Νυμφίον. Δέος κατέχει με μη τι πτωχή της ψυχής μου η στολή και ανάξιος της κλήσεως, απόβλητος του Νυμφώνος γένωμαι. Φοβούμαι μη εν τω υπάτω τούτω της Εκκλησίας αξιώματι προς χόρτον ομοιάσω εγγίζοντα άνθρακας φλογώδεις, ως άλλος δε Μωσής επί του όρους του Χωρήβ ακούω αντιλαλούσαν από τα βάθη των αιώνων την μυστικήν θείαν φωνήν, «’Μη εγγίσης ώδε’. Πελώριον όντως και με κινδύνους πολλούς το υπ’ εμού σήμερον αναλαμβανόμενον εγχείρημα» (Απ. Βαρνάβας 1950, σελ. 364).

Ο Μακάριος, επί του προκειμένου, κάνει υψηλή θεολογία περί της Εκκλησίας. Η Εκκλησία περιγράφεται με τις παραβολικές εικόνες του Νυμφώνος, των ανθράκων του προφήτη Ησαΐα και της φλεγομένης και μη καιομένης βάτου του Μωυσή. Η κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Νυμφίος Χριστός, μία εικόνα, όμως, που οδηγεί προς την προφητική διόραση του μαρτυρίου, γιατί ο Νυμφίος Χριστός αποδεικνύει ότι είναι Νυμφίος της Νύμφης Εκκλησίας με τα πάθη και την Ανάσταση Του και υπενθυμίζει, επιπρόσθετα τη θεολογία και εκκλησιολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, ότι ο Επίσκοπος είναι μέσα στην Εκκλησία εις τύπον και τόπον Χριστού. Έχει συνείδηση, λοιπόν, ότι αυτόν τον τύπο και αυτόν τον τόπο Χριστού καλείται διά της εκλογής του να λάβει. Η Εκκλησία είναι τόπος άγιος, γιατί σημαίνει την μεταξύ μας παρουσία του Θεού. Μπορεί να διέρχεται η Εκκλησία εν μέσω κλυδωνισμών, όπως το καράβι που μετέφερε τους Αποστόλους, δεν παύει ποτέ, όμως, να αποτελεί την κιβωτό της σωτηρίας. Για το λόγο αυτό, η Εκκλησία της Κύπρου πρέπει να γίνει Καθολική στην τοπικότητα της, δηλαδή να εκπληρώσει την αποστολή της μέσα στον κόσμο, προσφέροντας τη σωτηρία στους πιστούς και καλώντας τους άπιστους στην πίστη. Πρέπει να γίνει η κατ’ εξοχήν τοπική Εκκλησία και θεολογικά και πνευματικά και κοινωνικά, αλλά και κανονικά με τη δομή της και την ακτινοβολία της, ώστε να είναι λαμπρός αστέρας στο στερέωμα της κατά την Οικουμενική Εκκλησίας.

Μέσα από αυτή τη θεολογική, εκκλησιολογική και κοινωνική κατανόηση του νοήματος και της αποστολής της Εκκλησίας, ο Μακάριος εργάσθηκε και ανέδειξε σε αξιοζήλευτη θέση την Εκκλησία της Κύπρου. Η αποστολή της Εκκλησίας της Κύπρου δεν είναι δυνατό, εξ άλλου, να μη περιλάβει και τις αγωνίες, τους αγώνες, τις θλίψεις και δοκιμασίες του πιστού λαού της για ελευθερία και δικαίωση, γι’ αυτό και δεν ξεχώρισε την εκκλησιαστική από την εθνική αποστολή, έργο και καθήκον. Ο Μακάριος, πλέον πάντων των αοιδίμων προκατόχων του ήταν συγχρόνως Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης του Κυπριακού λαού.

Έχοντας βαθεία γνώση των προβλημάτων που προαναφέρθηκαν είπε: «Γνωρίζω οποίας προσδοκίας στηρίζει επ’ εμέ της Ελληνικής αυτής Μεγαλονήσου ο ευσεβής λαός. Ο κλήρος αναμένει πνευματικήν και ηθικήν ανύψωσιν, βελτίωσιν των βιοτικών συνθηκών του. Ο λαός ελπίζει περισυλλογήν και αναστήλωσιν των ηθικών ερειπίων, τα οποία αμαρτία πληθύνουσα επλήθυνε, νίκην κατά του μισοκάλου, όστις τα ζιζάνια της διχονοίας έσπειρε και την ειρήνην εφυγάδευσε, στοργήν και κατανόησιν εις τα προβλήματά του. Η δε δούλη πατρίς απαιτεί έντονον αγώνα δι’ εθνικήν αποκατάστασιν». (Απ. Βαρνάβα, 1950, σελ. 365 – 366). Με τον τρόπο αυτό περιγράφει τους άξονες του έργου που θα επιτελούσε, επί εκκλησιαστικού και επί εθνικού πεδίου. Θα μπορούσαμε, ως εκ τούτου και για λόγους συστηματικής παρουσίασης του έργου του μεγάλου Εκκλησιαστικού ηγέτη να αναφερθούμε σε βασικούς τομείς του έργου του.

α) Πράγματι, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, όπως προανήγγειλε στην ενθρονιστήριο λόγο του, επέδειξε ζωηρό ενδιαφέρον και κατέβαλε προσπάθειες για την πνευματική, την μορφωτική, την ηθική και την οικονομική εξύψωση του κλήρου. Ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την καλύτερη διοργάνωση της λειτουργούσης Ιερατικής Σχολής, προσθέτοντας τον διετή ανώτερο κύκλο σπουδών. Στόχος ήταν η στελέχωση της Εκκλησίας με κληρικούς που να διακρίνονται τόσο για την ευσέβεια και την πίστη του, όσο και για τα μορφωτικά προσόντα τους, που θα τους βοηθούσαν στην επιτέλεση του υψηλού έργου τους μέσα στην κοινωνία. Το όραμά του για ίδρυση και λειτουργία Θεολογικής Σχολής, για την αρτιότερη μορφωτική κατάρτιση των κληρικών, παρέμεινε ημιτελές. Είναι γνωστό ότι είχε αρχίσει η ανέγερση του κτηρίου της Θεολογικής Σχολής, ως πρώτης Σχολής για το υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο της Κύπρου. Η εισβολή και η κατοχή δεν επέτρεψαν την υλοποίηση αυτού του προγράμματος.

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επιθυμούσε, και προς αυτό το στόχο εργαζόταν, ώστε η Εκκλησία της Κύπρου να επανεύρει την πνευματική της δύναμη και να αναδεικνύει, όπως και στο παρελθόν, εκκλησιαστικές προσωπικότητες, με τη χάρη των Αγίων. Πρότυπό του οι Άγιοι της Κύπρου. Για το λόγο αυτό ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη συγγραφή σύντομου τευχηδίου, στο οποίο περιέχονται τα ονόματα με αλφαβητική σειρά και σύντομος βίος σχεδόν όλων των Κυπρίων Αγίων, με το χαρακτηριστικό τίτλο: «Κύπρος, η Νήσος των Αγίων».

Εξ άλλου, είναι γνωστόν ότι έλαβε δραστικά μέτρα για την οικονομική ενίσχυση του κλήρου με τη δημιουργία μισθολογικών κλιμάκων καθώς επίσης και με τη συμφωνία παραχώρησης προς το κράτος εκκλησιαστικής γης ως αντάλλαγμα το κράτος να καταβάλλει στους κληρικούς της υπαίθρου το ήμισυ του μισθού του πρωτοδιοριζόμενου δασκάλου, μέτρο που ισχύ ακόμα και σήμερα.

Για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και της Εκκλησίας στο σύνολό της έθεσε τις βάσεις για αξιοποίηση της Εκκλησιαστικής περιουσίας. Γνώριζε ότι υγιής οικονομική κατάσταση στην Εκκλησία σημαίνει και την ευχερέστερη επιτέλεση του πολυειδούς έργου της.

β) Το έργο της Εκκλησίας υλοποιείται κατά μεγάλο βαθμό στις ενορίες. Για το λόγο αυτό ίδρυσε στην Ιερά Αρχιεπισκοπή το Γραφείο Θρησκευτικής Διαφωτίσεως για τη συστηματική οργάνωση του πνευματικού έργου των ενοριών, των Κατηχητικών Σχολείων, του Ιερού κηρύγματος, των Κατασκηνώσεων κ.α. Στελέχωσε δε το Γραφείο Θρησκευτικής Διαφωτίσεως με ένα διακεκριμένο κληρικό από την Ελλάδα, τον Χωρεπίσκοπο Τριμυθούντος Γεώργιο. Είχε τη θέληση και γι’ αυτό έκανε και την επιλογή των καταλλήλων στελεχών και συνεργατών του.

Επί της Αρχιερατείας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ιδρύθηκαν ανά το Παγκύπριο διάφοροι Σύλλογοι με θρησκευτικό και εθνικό στόχο και σκοπό. Είναι γνωστό ότι οι Σύλλογοι αυτοί συνέδραμαν κατά ποικίλους τρόπους τον εθνικό – απελευθερωτικό αγώνα ’55-59. Αναφέρουμε, επίσης την ίδρυση, υπό τη δική του αιγίδα και εποπτεία της Παγκυπρίου Ενώσεως Ελλήνων Θεολόγων, η οποία ανέλαβε τη συστηματική οργάνωση του κηρυκτικού έργου, γραπτού και προφορικού, στις Ενορίες. Στις Ενορίες, επίσης, ιδρύθηκαν Φιλόπτωχοι Αδελφότητες, Φιλανθρωπικά Ιδρύματα κ.α. για την ενίσχυση του κοινωνικού έργου της Εκκλησίας.

γ) Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την αναστήλωση, τη συντήρηση και επαναλειτουργία πολλών Μονών, οι οποίες, ένεκα των προηγούμενων δυσχερών συνθηκών, είτε εγκαταλείφθηκαν είτε ερημώθηκαν. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε τις Μονές του Αγίου Ηρακλειδίου, του Αγίου Σπυρίδωνος στην Τρεμετουσιά, όπου ιδρύθηκε και εργαστήριο συντηρήσεως εικόνων, χειρογράφων, βιβλίων και άλλων εκκλησιαστικών αντικειμένων, της Παναγίας Τοχνίου στο χωριό Μάνδρες, του Αγίου Παντελεήμονος Αχεράς κ.α. Το έργο αυτό φανερώνει το ενδιαφέρον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για το Μοναχισμό που ενισχύει την πνευματικότητα της Εκκλησίας.

Το κτήριο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, το οποίο κοσμεί την Εκκλησία Κύπρου, είναι και αυτό έμπνευση και έργο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Θα λέγαμε ότι ο Μακάριος αγαπούσε την τέχνη και είχε την ευαισθησία της φιλοκαλίας.

δ) Όλα τα ανωτέρω σταχυολογήματα εκ του εκκλησιαστικού έργου του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου συνιστούν το έργο ανασυγκροτήσεως του εσωτερικού βίου, της καταστάσεως και μαρτυρίας της Εκκλησίας της Κύπρου. Όμως, όπως είπαμε και πριν, μία τοπική Εκκλησία, όπως η Κυπριακή Εκκλησία, τότε και μόνον θα εκδηλώσει προς τα έξω την Καθολικότητά της, όταν δείξει προς τα έξω το ιεραποστολικό της έργο. Βεβαίως, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο ίδιος ως προσωπικότητα και ένεκα των πολλών και συχνών επαφών και επισκέψεών του σε διάφορες χώρες του εξωτερικού, αποτελούσε ζωντανή μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά το Παγκόσμιο. Δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο το γεγονός, ότι ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ένας Ορθόδοξος Ιεράρχης, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, που βρισκόταν παντού με την περιβολή του ράσου και το ιερό εγκόλπιο στο στήθος. Αυτή η εικόνα από μόνη της επέβαλλε το ήθος και τη μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ένεκα του γεγονότος αυτού, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έγινε το ίνδαλμα και το παράδειγμα πολλών λαών, που αγωνίζονταν για την ελευθερία και τα δικαιώματά τους. Την ιεραποστολική και οικουμενική διάσταση και φύση της Εκκλησίας κατέστησε πλέον γνωστή και ορατή με την ομαδική βάπτιση, από τον ίδιο τον Αρχιεπίσκοπο, το 1971, πέντε περίπου χιλιάδων ιθαγενών στην Κένυα. Θα μπορούσε, ένεκα τούτου, να ονομασθεί και Μακάριος ο Βαπτιστής. Συγχρόνως με τις βαπτίσεις, έθεσε και το θεμέλιο λίθο της Ιερατικής Σχολής της Κένυας, Ιερού Ναού και άλλων ευαγών ιδρυμάτων. Η λειτουργία της Ιερατικής Σχολής συνεχίζεται από το 1974 μέχρι και σήμερα με την οικονομική συνδρομή της Εκκλησίας Κύπρου. Η ανάμνηση Μακαρίου στις χώρες της Αφρικανικής Ηπείρου λειτουργεί ακόμα και σήμερα θετικά για την επιτυχία της Ορθοδόξου Ιεραποστολής. Ο Μακάριος δεν ήταν αποικιοκράτης χωρών, όπως οι εκπρόσωποι ιεραποστολών των αποικιοκρατικών χωρών, αλλά κατέκτησε τις καρδιές και τις συνειδήσεις των λαών της Αφρικής.

Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, επιπρόσθετα, συνέσφιξε τους αδελφικούς δεσμούς με τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες και έκανε έντονη την παρουσία και συμμετοχή της Εκκλησίας Κύπρου στις διορθόδοξες Συναντήσεις και την Οικουμενική κίνηση με εκπροσώπους της που μετείχαν στους διαφόρους Διαλόγους.

ε) Ο Μακάριος, Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου, κατέδειξε πόσο άξιος οιακοστρόφος της Εκκλησίας της Κύπρου ήταν, όχι μόνο από την καθημερινή διαχείριση των εκκλησιαστικών πραγμάτων, την αναδιοργάνωση του πνευματικού βίου και αποστολής της Εκκλησίας στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, την ανασυγκρότηση των οικονομικών, την εξύψωση του κλήρου, αλλά και από τη διαχείριση της κρίσεως, που ξέσπασε στους κόλπους της Εκκλησίας Κύπρου, ένεκα της στάσεως των τριών Μητροπολιτών εναντίον του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Όπως είναι γνωστό, οι τρεις Μητροπολίτες, Πάφου Γεννάδιος, Κιτίου Άνθιμος και Κηρυνείας Κυπριανός, αξίωσαν από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να παραιτηθεί του αξιώματός του ως Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αξίωσή τους αυτή, χωρίς καμμία αμφιβολία, ήταν υποκινούμενη από εξω-εκκλησιαστικούς παράγοντες και είχε καθαρά πολιτικά κίνητρα και κριτήρια. Προσπάθησαν, εν τούτοις, να την περιβάλουν με «νομοκανονικά» και «εκκλησιολογικά» κριτήρια, ισχυριζόμενοι ότι, δεν επιτρέπεται από τους κανόνες της Εκκλησίας σε κληρικό να αναλαμβάνει πολιτικά αξιώματα. Ένεκα της αρνήσεως του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να δεχθεί την αξίωσή τους αυτή, γνώριζε τα ελατήρια και τα κίνητρά τους, εκείνοι προχώρησαν σε «καθαιρεσή» του, πράξη που δεν αναγνωρίσθηκε από καμμία Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η αξίωση των τριών Μητροπολιτών και η ενέργειά τους να προβούν σε «καθαίρεση» του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου χώλαινε σε πολλά σημεία και θα προκαλούσε αλυσιδωτές επιπτώσεις αν επιβαλλόταν.

α) Οι τρεις Μητροπολίτες δεν είχαν το κανονικό δικαίωμα να προβούν σε καθαίρεση του Αρχιεπισκόπου ή οποιουδήποτε άλλου Επισκόπου. Οι κανόνες απαιτούν τον ελάχιστο αριθμό των δώδεκα Επισκόπων και ενός προέδρου για κρίση και καθαίρεση Επισκόπου.

β) Δεν ήταν δυνατό να ενεργούν αυτοβούλως και άνευ της γνώμης του πρώτου, όπως βέβαια και ο πρώτος άνευ της γνώμης των άλλων Επισκόπων, όπως διαλαμβάνουν οι κανόνες των Αποστόλων και των Οικουμενικών Συνόδων. Αυτά, τουλάχιστον, τα κανονικά ζητήματα ετίθεντο επί τάπητος με την ενέργεια των τριών Μητροπολιτών. Υπήρχαν, εν τούτοις, και πολλές άλλες πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις.

γ) Η απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την πολιτική κονίστρα θα προκαλούσε πολιτική κρίση στον τόπο, με επικίνδυνες επιπτώσεις επί του εθνικού θέματος. Πρέπει να θυμηθούμε ότι στην Ελλάδα επικρατούσε η χουντική Κυβέρνηση, η οποία επιβουλευόταν τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

δ) Θα προκαλείτο κοινωνική αναστάτωση μεταξύ του λαού, γιατί η μεγάλη πλειοψηφία του Κυπριακού λαού καταδίκαζε την ενέργεια των τριών Μητροπολιτών και ήθελε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και ως Εκκλησιαστικό και ως Πολιτικό του ηγέτη. Ήδη, η δραστηριοποίηση της ΕΟΚΑ Β΄ προκαλούσε αναταραχές και προσέδιδε επικίνδυνες προεκτάσεις στο εθνικό θέμα. Η Τουρκία, εξ άλλου, καραδοκούσε την ευκαιρία να εισβάλει στην Κύπρο. Δυστυχώς, η στάση και οι ενέργειες των τριών Μητροπολιτών συνέβαλαν στο διχασμό του λαού και στη δημιουργία έκρυθμης κατάστασης στον τόπο.

Έχοντας κατά νουν όλες αυτές τις προεκτάσεις που λάμβανε η στάση και η σκευωρία των τριών Μητροπολιτών, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, τον Ιούλιο του 1973, σύμφωνα με το Καταστατικό και το επικρατήσαν κανονικό Έθος στην Εκκλησία της Κύπρου, λόγω του ολιγάριθμου της τοπικής Συνόδου, αλλά και σύμφωνα με τα κανονικά κρατούντα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, συγκάλεσε τη Μείζονα και Υπερτελή Σύνοδο. Επειδή οι τρεις Μητροπολίτες προσέδωσαν κανονικό πλαίσιο στις αξιώσεις και ενέργειές τους, έπρεπε το ζήτημα να λυθεί με εκκλησιαστικά κανονικά μέτρα. Η Μείζων Σύνοδος, λοιπόν, εργάσθηκε εντός των κανονικών πλαισίων. Κάλεσε τους τρεις Μητροπολίτες να επανέλθουν στην κανονική τάξη και κοινωνία με τον Πρώτο. Μετά την επίμονη άρνησή τους, η Μείζων Σύνοδος προέβη σε καθαίρεση των τριών.

Η κατάσταση, η οποία προέκυψε από την καθαίρεση των τριών Μητροπολιτών ήταν η χηρεία πλέον των αντίστοιχων τριών θρόνων: Πάφου, Κιτίου και Κηρυνείας. Η διαχείριση της καταστάσεως αυτής φανερώνει πως ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος είχε κατά νουν την επανασύσταση παλαιών Μητροπόλεων και Επισκοπών ούτως, ώστε η Εκκλησία Κύπρου να επανεύρει την κανονική της δομή, ως αυτοκεφάλου Εκκλησίας. Για το λόγο αυτό, η Μητρόπολη Κιτίου διαιρέθηκε στις Μητροπόλεις Κιτίου και Λεμεσού και η Μητρόπολη Κηρυνείας στις Μητροπόλεις Κηρυνείας και Μόρφου, οι οποίες και πληρώθηκαν με νέους Μητροπολίτες. Με τον τρόπο αυτό, οι Μητροπόλεις αυξήθηκαν από τρεις σε πέντε καθώς και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου. Σύμφωνα με στενούς συνεργάτες του αείμνηστου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, επόμενος στόχος του ήταν η δημιουργία και Μητροπόλεως Αμμοχώστου. Τα γεγονότα, όμως, του πραξικοπήματος και της εισβολής δεν του επέτρεψαν την υλοποίηση του στόχου αυτού.

Σύνοψη.

Τι, λοιπόν, και πως παρέλαβε την Εκκλησία Κύπρου ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και πως την παρέδωσε στον διάδοχό του, τον άρτι εκδημήσαντα Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Α΄; Αυτό ήταν το βασικό μας ερώτημα της αναφοράς μας στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Όταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ανελάμβανε το πηδάλιο της Εκκλησίας Κύπρου, αυτή εξερχόταν από μακρά ιστορική περίοδο κρίσεων και κλυδωνισμών. Μέσα και πάλιν από δύσκολες συνθήκες, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος αναδιοργάνωσε την Εκκλησία της Κύπρου εις τρόπον ώστε να την προετοιμάσει για την αποστολή της στο σύγχρονο κόσμο. Γνώριζε ότι με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και το νέο διαμορφούμενο παγκόσμιο κλήμα, διαμορφώνεται αναλόγως και η αποστολή της Εκκλησίας.

Για την Εκκλησία και για την Κυπριακή Πολιτεία, με την απελευθέρωση της Κύπρου από την Αγγλική αποικιοκρατία και την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αρχίζει μία νέα ιστορική περίοδος, η οποία προοιωνίζει το μέλλον του τόπου θρησκευτικά, πολιτικά, πολιτιστικά και εθνικά.

Η αναδιοργάνωση της Εκκλησίας συνέπεσε χρονικά με την ανεξαρτησία της Κύπρου και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αρχιτέκτονας και του ενός και του άλλου οικοδομήματος είναι ο Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης Μακάριος. Πιστεύω πως η ιστορία θα απονείμει τον δίκαιο αυτό έπαινο στο μεγάλο θρησκευτικό και πολιτικό ηγέτη του Κυπριακού λαού. Άλλωστε, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, είναι από τους ελάχιστους ηγέτες, παγκοσμίως, που αγαπήθηκε τόσο από τον λαό του και ο ίδιος αγάπησε το λαό του και είχε τη δυνατότητα να σαγηνεύει με το λόγο του τα πλήθη.

Ιερά Μητρόπολη Κωνσταντίας – Αμμοχώστου
25 Ιανουαρίου 2008

Back To Top