skip to Main Content

Η Αγία Νεομάρτυς και Οσιομάρτυς Φιλοθέη η Αθηναία (19 Φεβρουαρίου)

Μαρτύρησε στις 19 Φεβρουαρίου 1589 στην Αθήνα

Η Αγία καταγόταν από τη σπουδαία οικογένεια των Μπενιζέλων. Γεννήθηκε δε με θαυματουργικό τρόπο, ύστερα από προσευχές των γονέων της προς την Υπεραγία Θεοτόκο , διότι για χρόνια δεν αποκτούσαν παιδί.

Φρόντισαν οι ευσεβείς γονείς της να την αναθρέψουν με επιμέλεια και να την μορφώσουν με την ανθρώπινη και θεία σοφία. Σε πολύ μικρή ηλικία την πάντρεψαν με ένα πλούσιο άρχοντα της Αθήνας , κατά πολύ μεγαλύτερό της, ο οποίος της συμπεριφερόταν με απάνθρωπη σκληρότητα και αυταρχικότητα. Η Αγία υπέμενε τη σκληρή συμπεριφορά του συζύγου της επί τρία ολόκληρα χρόνια . Τελικά ο σύζυγός της απεβίωσε ξαφνικά. Η αγία έμεινε πλέον στο πατρικό της σπίτι με τους γονείς της. Πολλοί νέοι τη ζήτησαν σε γάμο, όλα τα αρχοντόπουλα της Αθήνας και της περιοχής ,εκείνη όμως απέρριπτε όλες τις προτάσεις. Η αγία , απ’ ό,τι φαίνεται άλλα σκεπτόταν και ποθούσε.

Μετά τον θάνατο των γονέων της , ύστερα από δέκα χρόνια, έγινε μοναχή μαζί με τις υπηρέτριες του σπιτιού της και άλλες κοπέλλες που επιθυμούσαν τον μοναχικό βίο. Κατόπιν οράματος δε, ανήγειρε ναό προς τιμήν του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου και Μονή εκεί όπου σήμερα είναι η Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών.

Εάν η Αγία Φιλοθέη ήθελε απλώς να γίνει μοναχή, υπήρχαν πολλές μονές όπου θα μπορούσε να εγκαταβιώσει και μακριά από την Αθήνα. Όμως ο σκοπός της δεν ήταν να ζήσει μόνο την μοναχική ζωή αλλά να βοηθήσει τον λαό, ο οποίος δεινοπαθούσε κυριολεκτικά στη σκλαβιά των Τούρκων. Έτσι έφτιαξε το μοναστήρι της κάτω από την Ακρόπολη, μέσα στην πόλη.

Ήταν ένα μοναστήρι διαφορετικό από τα άλλα. Μέσα σε αυτό λειτουργούσε σχολείο, νοσοκομείο , γηροκομείο, ορφανοτροφείο, εργαστήρια εκμάθησης υφαντικής, κεντήματος. Εκεί τα παιδιά της Αθήνας μάθαιναν γράμματα, την πίστη τους και την ιστορία τους. Εκεί οι γυναίκες της Αθήνας και των περιχώρων μάθαιναν διάφορες τέχνες που τους ήταν χρήσιμες στην οικογένειά τους. Όταν παντρεύονταν ήξεραν να υφάνουν , να ράψουν τα ενδύματα για όλη την οικογένεια , ακόμη μπορούσαν να πωλήσουν, ώστε να έχουν οικονομική ευχέρεια , να πληρώνουν τον φόρο τους, να μην αναγκάζονται να εργάζονται στα τουρκόσπιτα και να κινδυνεύουν ποικιλοτρόπως.

Έτσι δημιουργήθηκε μια εμπορική κίνηση στην Αθήνα , με κέντρο το μοναστήρι της αγίας Φιλοθέης. Κοντά εξάλλου ήταν και ο Πειραιάς, το λιμάνι.

Πολλές Ρωμιές σκλάβες των Τούρκων, που πιέζονταν να αλλαξοπιστήσουν, κατέφευγαν στη μονή της Αγίας Φιλοθέης , η οποία τις δεχόταν, τις περιέθαλπε και τις έκρυβε σε ειδικά διαμορφωμένες κρύπτες .Στη συνέχεια ,ντυμένες μοναχές ,μέσα από τα μετόχια της Αττικής και των Κυκλάδων, έφευγαν ελεύθερες για τους τόπους τους.

Η Μονή είχε μεγάλη περιουσία, από την πατρική οικογένεια της Αγίας αλλά και από τον σύζυγό της, η οποία αυξανόταν συνεχώς με τις διάφορες δωρεές. Δυστυχώς υπήρχαν Ρωμιοί οι οποίοι υπέβλεπαν την αύξηση της περιουσίας της μονής και προσπαθούσαν να την καταπατήσουν , χωρίς να αντιλαμβάνονται το τεράστιο έργο το οποίο επιτελούσε η μονή. Υπήρξε ακόμη σύγκρουση και με τον Άγιο Τιμόθεο , επίσκοπο Ευρίπου, ιδρυτή της Ι. Μονής Πεντέλης. Τόση αναστάτωση δημιουργήθηκε ,ώστε το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγκάστηκε να στείλει ανώτατο αξιωματούχο του, για να εξετάσει επί τόπου την υπόθεση. Το αποτέλεσμα ήταν ευνοϊκό για την μονή της Αγίας.

Οι Τούρκοι ωστόσο γρήγορα αντελήφθησαν ότι κάτω από τα μάτια τους γινόταν ένα έργο – βόμβα για την εξουσία τους, Έτσι συνέλαβαν την Αγία, αν και ήταν ασθενής και την οδήγησαν στον βοεβόδα της Αθήνας, ο οποίος διέταξε να φυλακιστεί. Η μονή λεηλατήθηκε. Στις προτροπές του για εξώμοση η Αγία απάντησε με γενναιότητα ομολογώντας τον Χριστό Θεό αληθινό. Ο ηγεμόνας τότε διέταξε να βασανιστεί και να θανατωθεί. Επενέβησαν όμως οι πρόκριτοι των Αθηνών και με χρήματα κατόρθωσαν να την ελευθερώσουν.

Η Αγία ,για να μην επιβαρυνθούν οι άνθρωποι οικονομικά ,υποθήκευσε την περιουσία της μονής, ακόμη και τα ιερά σκεύη, για την εξεύρεση χρημάτων. Έστειλε μάλιστα επιστολή στην Γερουσία της Βενετίας και κατόρθωσε να πετύχει γενναία ετήσια οικονομική επιχορήγηση. Έτσι η Μονή του Αγίου Ανδρέα ανέκαμψε και συνέχιζε το έργο της χωρίς μάλιστα να κάνει διακρίσεις σε Τούρκους και Ρωμιούς.

Τελικά οι Τούρκοι , επειδή δεν μπορούσαν φανερά να πλήξουν την Αγία και να σταματήσουν το έργο της, λόγω του κύρους που είχε ανάμεσα στον λαό και της φήμης της, που εξαπλωνόταν πέρα από την Αττική , ενήργησαν διαφορετικά.

Στις 3 Οκτωβρίου, εορτή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, πολιούχου των Αθηνών, η Αγία με κάποιες μοναχές έκαναν αγρυπνία στο μετόχι τους , τον Άγιο Ανδρέα στα Πατήσια . Πέντε Τούρκοι , καλυπτόμενοι από το σκοτάδι, όρμησαν στην εκκλησία , άρπαξαν την Αγία και την χτύπησαν τόσο πολύ που την άφησαν μισοπεθαμένη. Οι μοναχές την μετέφεραν στο άλλο τους μετόχι στην Καλογρέζα, όπου παρέμεινε κλινήρης, υποφέροντας από τους πόνους εξαιτίας του ξυλοδαρμού, χωρίς να μπορεί να σηκωθεί , μέχρι την 19η Φεβρουαρίου του 1589, που παρέδωσε την αγία της ψυχή.

Η μονή συνέχισε το έργο της , μέχρι που στα χρόνια της Επανάστασης του 21 λεηλατήθηκε , ερειπώθηκε και εγκαταλείφτηκε. Σήμερα υπάρχει ανακαινισμένος μόνο ο ναός στον περίβολο της Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών.

Το τίμιο λείψανο της Αγίας, μετά την ανακομιδή, βρέθηκε ακέραιο να ευωδιάζει και να μυροβλύζει. Μέχρι σήμερα ευρίσκεται στον Ι. Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Α’ Ιω. 3: 21-24, 4: 1-11)

Ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν, παρρησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ὃ ἐὰν αἰτῶμεν λαμβάνομεν παρ᾿ αὐτοῦ, ὅτι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηροῦμεν καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον αὐτοῦ ποιοῦμεν. Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀγαπῶμεν ἀλλήλους καθὼς ἔδωκεν ἐντολήν. Καὶ ὁ τηρῶν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν αὐτῷ. Καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι μένει ἐν ἡμῖν, ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἡμῖν ἔδωκεν. ᾿Αγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον. Ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι· καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη. ῾Υμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστε, τεκνία, καὶ νενικήκατε αὐτούς, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ. Αὐτοὶ ἐκ τοῦ κόσμου εἰσί· διὰ τοῦτο ἐκ τοῦ κόσμου λαλοῦσι καὶ ὁ κόσμος αὐτῶν ἀκούει. Ἡμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν· ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡμῶν· ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀκούει ἡμῶν. Ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης. ᾿Αγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν. Ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν. ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν. Ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾿ αὐτοῦ. Ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν. ᾿Αγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, όταν η καρδιά παύει να μας κατηγορεί, αποχτούμε θάρρος ενώπιον του Θεού, και μας δίνει ό,τι του ζητούμε, γιατί εκτελούμε τις εντολές του και κάνουμε ό,τι του είναι αρεστό. Αυτή είναι η εντολή του: Να πιστέψουμε στο όνομα του Υιού του Ιησού Χριστού, και να αγαπάμε ο ένας τον άλ­λο, σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε ο Χριστός. Όποιος τη­ρεί τις εντολές του μένει ενωμένος μαζί του κι εκείνος μ’ αυτόν. Το ξέ­ρουμε πως ο Θεός ζει μέσα μας κι ανάμεσά μας από το Πνεύμα που μας έδωσε. Αγαπητοί μου, μην εμπιστεύεστε όλους εκείνους που ισχυρίζον­ται πως έχουν το Πνεύμα, αλλά δοκιμάζετέ τους για να διαπιστώ­σετε αν το πνεύμα που έχουν προέρχεται από το Θεό. Γιατί πολλοί ψευδοπροφήτες έχουν ξεχυθεί μέσα στον κόσμο. Να με ποιο κριτή­ριο θ’ αναγνωρίζετε το Πνεύμα του Θεού: Όποιος διακηρύττει πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός που ήρθε και έγινε αληθινός άνθρωπος, αυτός έχει το Πνεύμα του Θεού. Όποιος όμως δεν παραδέχεται ότι ο Ιη­σούς Χριστός ήρθε και έγινε αληθινός άνθρωπος, δεν έχει το Πνεύμα του Θεού, αλλά του αντίχριστου που έχετε ακούσει πως έρχεται. Λοιπόν, αυτός ήδη βρίσκεται μέσα στον κόσμο. Εσείς όμως, παιδιά μου, αναγεννηθήκατε από το Θεό, και έχετε υπερνικήσει τις διδασκα­λίες αυτών των ψευδοπροφητών, γιατί αυτός που ενεργεί μέσα σας εί­ναι ισχυρότερος απ’ αυτόν που κυριαρχεί μέσα στον κόσμο. Αυτοί προέρχονται από τον κόσμο, γι’ αυτό μιλάνε τη γλώσσα του κόσμου, και ο κόσμος τούς καταλαβαίνει. Εμείς προερχόμαστε από το Θεό. Όποιος γνωρίζει το Θεό μάς καταλαβαίνει· όποιος δεν προέρχεται από το Θεό δε μας καταλαβαίνει. Έτσι μπορούμε να ξεχωρίσουμε το πνεύμα της αλήθειας από το πνεύμα της πλάνης. Αγαπητοί μου, ας αγαπάμε ο ένας τον άλλο, γιατί η αγάπη προέρ­χεται από το Θεό. Όποιος αγαπάει δείχνει ότι έχει αναγεννηθεί από το Θεό και ότι γνωρίζει το Θεό. Όποιος δεν αγαπάει δε γνώρισε το Θεό, γιατί ο Θεός είναι αγάπη. Έτσι αποδείχτηκε η αγάπη του Θεού για μας: Απέστειλε τον Υιό του το μονογενή στον κόσμο για να μας χαρίσει τη νέα ζωή, αν ενωθούμε μ’ αυτόν. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό της αγάπης του Θεού: Όχι ότι εμείς τον αγαπήσαμε, αλλά ότι αυτός μας αγάπησε και έστειλε τον Υιό του, που θυσιάστηκε για να μας ελευθερώσει από τις αμαρτίες μας. Αν ο Θεός, αγαπητοί μου, έτσι μας αγάπησε, οφείλουμε κι εμείς ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλο.

___________________________________________________________________________

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 14:43-72, 15: 1)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,  λαλοῦντος τοῦ ᾿Ιησοῦ πρός τούς Μαθητάς, παραγίνεται ᾿Ιούδας εἷς ὤν τῶν Δώδεκα, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν Ἀρχιερέων καὶ Γραμματέων καὶ τῶν Πρεσβυτέρων. Δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· Ὅν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν, καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς. Καὶ ἐλθὼν, εὐθέως προσελθὼν αὐτῷ λέγει· Ῥαββί, Ῥαββί· καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν, καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ Ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπεν αὐτοῖς· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με; καθ᾿ ἡμέραν ἤμην πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ Ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με· ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ Γραφαί. Καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες. Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι. Ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν. Καὶ ἀπήγαγον τὸν ᾿Ιησοῦν πρὸς τὸν Ἀρχιερέα· καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι καὶ οἱ Γραμματεῖς. Καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ, ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ἀρχιερέως· καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν, καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον. Πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν. Καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, λέγοντες· Ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος· Ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον, καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω. Καὶ οὐδὲ οὕτως, ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν. Καὶ ἀναστὰς ὁ Ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον, ἐπηρώτα τὸν ᾿Ιησοῦν, λέγων· Οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; Ὁ δὲ ἐσιώπα, καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. Πάλιν ὁ Ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν, καὶ λέγει αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Εὐλογητοῦ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· Ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως, καὶ ἐρχόμενον μετά τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς διαρρήξας τόν χιτῶνα αὐτοῦ, λέγει· Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἠκούσατε τῆς βλασφημίας· Τί ὑμῖν φαίνεται; Οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν, εἶναι ἔνοχον θανάτου. Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ, καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ κολαφίζειν αὐτὸν, καὶ λέγειν αὐτῷ· Προφήτευσον· καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον. Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου ἐν τῇ αὐλῇ κάτω, ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ Ἀρχιερέως· καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον, ἐμβλέψασα αὐτῷ, λέγει· Καὶ σὺ μετὰ τοῦ Ναζαρηνοῦ ᾿Ιησοῦ ἦσθα. Ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· Οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. Καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον· καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε. Καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν, ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστηκόσιν· Ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν. Ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. Καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· Ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ, καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει. Ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν· Ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, ὃν λέγετε. καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε· καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος,  οὗ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς. Καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε. Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ Ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν Πρεσβυτέρων καὶ Γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπήνεγκαν, καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, Κι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιησούς, φτάνει ο Ιούδας ο Ισκα­ριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του ένα πλήθος από ανθρώ­πους οπλισμένους με ξίφη και ρόπαλα, σταλμένους από τους αρχιε­ρείς, τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους του συνεδρίου. Αυτός που θα τον πρόδιδε τους είχε δώσει το εξής συνθηματικό ση­μάδι: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και μεταφέρετέ τον με μέτρα ασφαλείας». Πλησίασε τότε αμέσως ο Ιούδας λέγοντας: «χαίρε Δάσκαλε!» και τον φίλησε θερμά. Αυτοί τότε συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν. Κάποιος όμως από τους παρόντες έσυρε τη μάχαιρά του, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε τ’ αυτί. Ο Ιησούς απευθύνθηκε σ’ αυτούς και τους είπε: «Ληστής είμαι, και βγήκατε με ξίφη και ρόπαλα να με συλλάβετε; κάθε μέρα ήμουν ανάμεσά σας στο ναό και δίδασκα, και δε με συλλάβατε· αλ­λά έγινε έτσι για να επαληθευτούν οι Γραφές» Όλοι τότε τον εγ­κατέλειψαν κι έφυγαν. Ένας νέος τον ακολούθησε περιτυλιγμένος κατάσαρκα μ’ ένα σεντόνι, αλλά τον έπιασαν άλλοι νέοι. Αυτός όμως άφησε τα σεντόνι στα χέρια τους κι έφυγε γυμνός. Έσυραν τον Ιησού στον αρχιερέα· εκεί συγκεντρώθηκαν όλοι οι αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. Ο Πέτρος τον ακολούθησε από μακριά ως μέσα στην αυλή στο παλάτι του αρχιερέα· εκεί καθόταν με τους υπηρέτες και ζεσταινόταν κοντά στη φωτιά. Οι αρχιερείς κι ολόκληρο τα συνέδριο αναζητούσαν μια μαρτυ­ρία εναντίον του Ιησού, ώστε να τον καταδικάσουν σε θάνατο, αλλά δεν έβρισκαν. Πολλοί τον κατηγορούσαν με ψεύτικες μαρτυρίες, μα οι μαρτυρίες δε συμφωνούσαν μεταξύ τους. Παρουστάστηκαν τότε μερικοί ψευδομάρτυρες και είπαν εναντίον του: «Εμείς τον ακούσαμε να λεει: «θα γκρεμίσω το ναό αυτόν που έγινε από ανθρώπινα χέρια και σε τρεις μέρες θα οικοδομήσω άλλον, που δεν θα τον έχουν φτιάξει ανθρώπινα χέρια». Αλλά και σ’ αυτό δε συμφω­νούσαν οι μαρτυρίες τους. Σηκώθηκε τότε ο αρχιερέας στη μέση και ρώτησε τον Ιησού: «Δεν έχεις να πεις τίποτε; Τι είναι αυτά που σε κατη­γορούν;» Ο Ιησούς όμως σιωπούσε και δεν έδινε καμιά απάντηση. Πάλι ο αρχιερέας τον ρώτησε: “Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο «Υιός του ευ­λογημένου Θεού;» Τότε ο Ιησούς είπε: «Εγώ είμαι. Και θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα «δεξιά του παντοδύναμου Θεού, και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού”. Ο αρχιερέας τότε ξέσκισε τα ρούχα του από αγανάκτηση και είπε: «τι μας χρειάζονται τώρα πια οι μάρτυρες; Ακούσατε, βέβαια, τα βλάσφημα λόγια του. Τι απόφαση παίρνετε;» Και όλοι έκριναν πως είναι ένοχος και πρέπει να θανατωθεί. Άρχισαν, λοιπόν, μερικοί να τον φτύνουν. Του σκέπαζαν το πρόσωπο, τον χαστούκιζαν και τον ρωτούσαν: «Αφού είσαι προφήτης, πες μας ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε». Και οι υπηρέτες τού έδιναν ραπίσματα. Ενώ ο Πέτρος ήταν κάτω στην αυλή, έρχεται μια από τις δούλες του αρχιερέα, και βλέποντάς τον να ζεσταίνεται, τον κοίταξε και του είπε: «Κι εσύ ήσουν με τον Ιησού τα «Ναζαρηνό». Αυτός αρνήθηκε λέγοντας: “Ούτε ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι λες». Βγήκε έξω στο προαύλιο και τότε λάλησε ο πετεινός. Η δούλη που τον είδε άρχισε πάλι να λεει ο αυτούς που βρίσκον­ταν εκεί: «Κι αυτός είναι από κείνους». Αυτός όμως πάλι αρνιόταν. Ύστερα από λίγο πάλι οι παρευρισκόμενοι έλεγαν στον Πέτρο: «Α­σφαλώς κι εσύ είσαι απ’ αυτούς, γιατί είσαι Γαλιλαίος, όπως δείχνει κι η προφορά σου». Ο Πέτρος όμως άρχισε να ορκίζεται: «Ο Θεός να με τιμωρήσει αν ξέρω τον άνθρωπο αυτόν για τον οποίο μιλάτε». Κι αμέσως για δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός. Θυμήθηκε τότε ο Πέτρος τι του είχε πει ο Ιησούς, ότι δηλαδή πριν λαλήσει δυο φορές ο πε­τεινός, τρεις φορές θ’ αρνηθείς πως με ξέρεις. Και άρχισε να κλαίει. Νωρίς το πρωί οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς κι ολόκληρο το συνέδριο συγκεντρώθηκαν και πήραν την απόφαση: αφού έδεσαν τον Ιησού, τον πήγαν και τον πα­ρέδωσαν στον Πιλάτο.

Back To Top