skip to Main Content

Τετάρτη της Διακαινησίμου, 8η Μαΐου 2024

Ο άγιος προφήτης Ησαΐας (8 Μαΐου)

Ό άγιος προφήτης Ησαΐας γεννήθηκε περί τό 765 π.Χ., στο βασίλειο του Ιούδα τήν εποχή που ο εβραϊκός λαός, σκληρά διαιρεμένος μεταξύ των αντιπάλων βασιλείων του Ισραήλ (μέ πρωτεύουσα τήν Σαμάρεια) και του Ιούδα (με πρωτεύουσα τήν Ιερουσαλήμ), επρόκειτο να περάσει μία από τις τραγικότερες περιόδους τής ιστορίας του, η οποία θα ολοκληρωνόταν με τήν οριστική καταστροφή του βασιλείου τής Σαμάρειας. Ό Ησαΐας άσκησε το λειτούργημα του επί σαράντα έτη, κατά τά όποια η αυτοκρατορία των Άσσυρίων δέσποζε στήν Ανατολή, απειλώντας όλο και περισσότερο τά εβραϊκά βασίλεια και τους γείτονες τους. Σφηνωμένο μεταξύ Άσσυρίων και Αιγυπτίων, με τον διαρκή πειρασμό να προσφύγει σε συμμαχία μέ τον εναν άπό τους εχθρούς του εναντίον του άλλου, τό βασίλειο του Ιούδα είχε επιπλέον διαφθαρεί άπό τήν επίδραση πού ασκούσαν οί ξένες λατρείες, άπό διαστροφή τής ηθικής, συνέπεια τής υλικής ευμάρειας, και άπό τήν περιφρόνηση του Νόμου του Θεοΰ. Μεταξύ του λαού, η μαγεία, η νεκρομαντεία και κάθε είδους δεισιδαίμονες πρακτικές υποκαθιστούσαν τήν λατρεία πού όριζε ο Νόμος, και ακόμη και εκείνοι πού παρέμεναν πιστοί στήν λατρεία του Κυρίου στον Ναό αρκούνταν σε μιά θρησκευτικότητα τυπολατρική και υποκριτική, τιμώντας εν τοις χείλεσιν αντών τον Θεό, ένώ η καρδιά τους πόρρω απείχε άπό αντόν (Ήσ. 29, 13).

Τό έτος πού πέθανε ο βασιλιάς Όζίας (740), ενώ ο Ησαΐας βρισκόταν στον Ναό, ο Ησαΐας είδε να παρουσιάζεται ο Θεός σε ολη του τήν δόξα, καθήμενος πάνω σε υπερυψωμένο θρόνο και περιβαλλόμενος άπό έξαπτέρυγα Σεραφείμ πού άναβοοΰσαν: Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος σαβαώθ Στο άκουσμα τής φωνής αυτής σείστηκαν οί παραστάτες τής θύρας και ο Ναός γέμισε καπνό, όπως άλλοτε τό Ορος Σινά (βλ. Εξ. 19). Πέφτοντας στήν γη, ο Ησαΐας ομολόγησε τήν άναξιότητά του λέγοντας: «Ω τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων, εν μέσω λαοΰ ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ και τον βασιλέα Κύριον σαβαώθ ειδον τοις οφθαλμοίς μου». Τότε πέταξε ένα Σεραφείμ και ήλθε κοντά του κρατώντας στο χέρι ένα κάρβουνο αναμμένο που είχε πάρει με λαβίδα από τό θυσιαστήριο. Άγγιξε με αυτό τό στόμα του και είπε: «Ιδού ήψατο τούτο των χειλέων σου κάι αφελεί τάς ανομίας σου και τάς αμαρτίας σου περικαθαριεί». Εκείνος πού ονομάσθηκε ό «προφήτης με τα καμμένα χείλη» προσφέρθηκε ό ίδιος να αποσταλεί στον λαό πού είχε αρνηθεί τον Κύριο για να του αναγγείλει το θέλημα του Θεού, ελπίζοντας ότι θά τον οδηγήσει σε μετάνοια.

Λίγο μετά τό όραμα αυτό, ό Ησαΐας νυμφεύθηκε και έδωσε στους δύο γιους του ονόματα πού προέλεγαν τό Ινα τις επερχόμενες δοκιμασίες και τό άλλο τό «καταλειφθέν» πού έπρεπε να επιβιώσει γιά να γίνει ο σπόρος ενός νέου λαού. Κατά τά πρώτα έτη του λειτουργήματος του, ό Ησαΐας απηύθυνε τό κήρυγμα του στο βασίλειο της Σαμάρειας, καταγγέλλοντας τά σκάνδαλα και τήν ψευδή ελπίδα σε εναν Θεό συμβιβαστικό. Επιστρέφοντας κατόπιν στην Ιερουσαλήμ, όπου παρέμεινε όλη την υπόλοιπη ζωή του, ό άγιος προφήτης επικαλέστηκε τους ουρανούς και τήν γη ώς μάρτυρες της αχαριστίας του λαού πού άποστράφηκε τον Θεό γιά να παραδοθεί στήν διαφθορά και τήν ειδωλολατρία. Ανήγγειλε ότι ό Κύριος δεν θά ανεχθεί άλλο τήν υποκριτική λατρεία, τις θυσίες και τις προσευχές του: Λούσασθε καθαροί γένεσθε, αφέλετε τάς πονηρίας άπό των ψυχών υμών απέναντι των όφθαλμών μου, παύσασθε από των πονηριών υμών, μάθετε καλόν ποιείν… και δεύτε και διελεγχθώμεν, λέγει κύριος, και εάν ωσιν αί αμαρτίαι υμών ώς φοινικούν, ώς χιόνα λευκανώ, εάν δε ώσιν ώς κόκκινον, ώς έριον λενκανώ. Και εάν θέλητε και είσακούσητέ μον, τά άγαθά της γης φάγεσθε εάν δε μη θέλητε μηδέ είσακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται (1, 16-18). Διότι θά επέλθει ημέρα Κυρίου και τό ύψος του ανθρώπου θέλει υποκύψει, και η έπαρσις τών άνθρώπων θέλει ταπεινωθη- και υψωθήσεται κύριος μόνος εν τη ημέρα εκείνη (2, 17). Οί καταστροφές πού προφήτευε έγιναν πραγματικότητα λίγα χρόνια αργότερα, όταν ό βασιλιάς της Δαμασκού, Ραασούν, και ό βασιλιάς του Ισραήλ, Φακεέ, θέλησαν να παρασύρουν τον βασιλιά ‘Άχαζ του Ιούδα σέ συμμαχία εναντίον του βασιλιά τής Άσσυρίας Θαγλαθφελλασάρ Γ’. Εκείνος αρνήθηκε και τότε οί δύο ηγεμόνες επιτέθηκαν στο βασίλειο του Ιούδα. Αντί να εμπιστευθεί τον Θεό, ο ‘Αχαζ στράφηκε στους Ασσυρίους, παρά τίς προειδοποιήσεις του Ησαΐα γιά τους κινδύνους πού ελλόχευε τό διάβημα αυτό. Κι ενώ μέσα σέ μεγάλη αναταραχή ο λαός τής Ιερουσαλήμ προετοιμαζόταν γιά τήν πολιορκία, ο Ησαΐας παρουσιάστηκε ενώπιον του βασιλέως πού επέβλεπε τά οχυρωματικά έργα και του είπε: Φύλαξαι τον ήσυχάσαι και μή φοβον, μηδέ η ψυχή σου άσθενείτω από των δύο ξύλων των δαυλών των καπνιζομέ-νων τούτων… άλλ’ έτι έξήκοντα και πέντε ετών εκλείψει η βασιλεία Έφραίμ [τό βασίλειο του Βορρά] από λαον (7, 4-8). Ό ‘Αχαζ παρέμενε δύσπιστος και τότε ο Ησαΐας πρόφερε τήν σαφέστερη σέ όλη τήν Παλαιά Διαθήκη προφητεία γιά την έλευση του Μεσσία, «σημείο» με το οποίο όλοι οί άνθρωποι θά κληθούν στήν Σωτηρία: Διά τούτο δώσει Κύριος αυτός υμίν σημείον ιδού η παρθένος εν γαστρι έξει, και τέξεται υϊόν, και καλέσεις το όνομα αύτον Εμμανουήλ [δηλαδή «μεθ’ ημών ο Θεός»] (7, 14• βλ. Ματθ. 1, 23). Λίγο αργότερα θά διευκρινίσει ότι τό παιδί αυτό πού θά καθήσει στον θρόνο του Δαυίδ θά λάβει κάθε εξουσία και θά φέρει τά ονόματα: Θεός ισχυρός, μεγάλης βουλής άγγελος, Πατήρ του μέλλοντος αιώνος, άρχων ειρήνης (9, 5-7). Ό προφήτης ανήγγειλε επίσης τίς συμφορές πού επρόκειτο σύντομα να ενσκήψουν πάνω στήν Δαμασκό και τήν Σαμάρεια. Τό 733, ο Θαγλαθφελλασάρ επιτέθηκε στήν Δαμασκό, φόνευσε τον Ραασούν, ερήμωσε κατόπιν τήν Γαλιλαία και έστειλε τους κατοίκους της στήν εξορία.

Ό θάνατος του βασιλιά των Ασσυρίων λίγο αργότερα (727) αναπτέρωσε τίς ελπίδες του βασιλιά τής Σαμάρειας, ο όποιος επιχείρησε να επαναστατήσει. Κατά τήν περίοδο αυτή, ο Ησαΐας δεν έπαψε να μέμφεται τήν μωρή αυτή πολιτική, πού βασιζόταν σέ φρούδες ελπίδες γιά υποστήριξη άπό πλευράς τής Αιγύπτου και η όποια έμελλε να καταδικάσει σέ οριστική καταστροφή τό βασίλειο του Ισραήλ: και τοις ποσίν καταπατηϋήσεται ό στέφανος της ύβρεως, οι μισθωτοί τον Έφραίμ (28, 3). Θά έλθει ισχυρός αντίπαλος ο οποίος, σαν χαλάζι που αφανίζει αίφνης τα σπαρτά και σαν καλοκαιρινή καταιγίδα πού ρημάζει τα σπίτια, θά ανατρέψει τά πάντα. Και όντως, μετά άπό τριετή πολιορκία (τό 72Γ βλ. Δ’ Βασά. 17) η υπερήφανη Σαμάρεια καταστράφηκε άπό τους Άσσύριούς• ωστόσο, ο Ησαΐας διακήρυξε ότι άφοΰ χρησιμεύσουν γιά κάποιο διάστημα ώς Οργανο της θεϊκής οργής, οί Άσσύριοι θά συντριβούν τελικά άπό τον Εμμανουήλ (8, 9).

Μετά τήν πτώση του βασιλείου του Βορρά, ο προφήτης αποσύρθηκε άπό τά κοινά, μέχρι τά πρώτα ετη της βασιλείας του Έζεκία (περί τό 713). Διάφοροι γείτονες λαοί, ωθούμενοι άπό τήν Αίγυπτο, πρότειναν τότε στο βασίλειο του Ιούδα να προσχωρήσει σε μιά νέα συμμαχία εναντίον του Ασσύριου δυνάστη. Ό Ησαΐας διέτρεχε επί τρία χρόνια τους δρόμους τής Ιερουσαλήμ, γυμνός και ανυπόδητος, ώς σημείο και οιωνός πού ανήγγελλε ότι οί φρούδες ελπίδες γιά τήν συνδρομή τής Αιγύπτου θά έφερναν τήν καταστροφή, τήν εξορία και τήν απογύμνωση (20, 2-6). Η πρόρρηση αυτή σύντομα επιβεβαιώθηκε με τήν κατάληψη τής Αζώτου, στήν χώρα τών Φιλισταίων, η όποια είχε εξεγερθεί και εκείνη εναντίον τών Ασσυρίων, υπολογίζοντας στήν βοήθεια τής Αιγύπτου, και τήν καταστροφή της ακολούθησε εκείνη τής Μωάβ, τής Έδώμ και τής Βαβυλώνας.

Μετά τον θάνατο του Σαργών Β’ (Αρνά), βασιλιά τής Ασσυρίας, τον οποίο διαδέχθηκε ο γιός του Σενναχηρίμ, πολλά έθνη επαναστάτησαν με τήν υποκίνηση Φιλισταίων και Φοινίκων. Παρά τήν θαυματουργική θεραπεία του και τό σημείο πού του έδωσε ο Θεός, ο οποίος, διά τής φωνής του Ησαΐα, έκανε να οπισθοχωρήσει η σκιά δέκα σκαλοπάτια, (38), ο Έζεκίας αρνήθηκε να εμπιστευθεί τον Θεό και προσχώρησε στήν συμμαχία. Διέταξε να γίνουν προετοιμασίες γιά να αντιμετωπισθεί πολιορκία στήν Ιερουσαλήμ, επιδιόρθωσε τά προτειχίσματα, διπλασίασε τίς οχυρώσεις και έδωσε εντολή να σκάψουν δεξαμενή γιά να εξασφαλισθούν αποθέματα νερού. Ακαταπόνητος υπερασπιστής τών θείων δικαιωμάτων, ο Ησαΐας βγήκε από τήν σκιά και έμεμψε τους Εβραίους πού έκαναν όλες αυτές τίς προετοιμασίες άντί να κλαίνε, να πενθούν και να μετανοήσουν. Κατήγγειλε με σφοδρότητα τις μάταιες ελπίδες πού συνέχιζαν να εναποθέτουν στά άρματα και στά άλογα τής Αιγύπτου —σε αυτόν τον λαό πού δεν φέρνει καμμία βοήθεια, ουτε όφελος, αλλά μόνο όλεθρο και σύγχυση— αντί να προσβλέπουν στον Θεό του Ισραήλ, σέ Εκείνον που δεν ανακαλεί ποτέ τον λόγο Του και ανατρέπει ώς πύρινος χείμαρρος Ολες τίς επηρμένες δυνάμεις του κόσμου τούτου (31, ΐ). Και πρόφερε τον φοβερό λόγο: Ότι ουκ άφεθήσεται υμίν αύτη η αμαρτία έως αν αποθάνητε (22, 14). Παρά τίς προσπάθειες και τίς επικρίσεις του προφήτη, τά έθνη εξεγέρθηκαν, προκαλώντας σαρωτικά αντίποινα εκ μέρους του Σενναχηρίμ, ο όποιος ερημώνοντας τά πάντα στο πέρασμα του συνέτριψε τίς εστίες αντίστασης στήν Παλαιστίνη και πολιόρκησε τήν Ιερουσαλήμ μέ ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις (701). Ό Έζεκίας του προσέφερε όλον τον χρυσό, τό ασήμι και τά πολύτιμα σκεύη πού διέθετε, αδειάζοντας γιά τον σκοπό αυτό τό θησαυροφυλάκιο και τον Ναό (βλ. Δ’ Βασιλ. 18), άλλά ο βασιλιάς τής Άσσυρίας δέν ικανοποιήθηκε μέ αυτά και επιθυμούσε να εξασφαλίσει τήν παράδοση τής πόλεως. Τήν φορά αυτή ο Ησαΐας παρουσιάσθηκε ενώπιον του βασιλέως και του τρομοκρατημένου λαού όχι γιά να απειλήσει, αλλά γιά να αναγγείλει ότι ο Θεός επρόκειτο να τιμωρήσει τήν αλαζονική αυτοπεποίθηση του βασιλιά τής Άσσυρίας και να ελευθερώσει τον λαό του, όπως τον είχε απελευθερώσει άλλοτε άπό τους Αιγυπτίους στήν Ερυθρά θάλασσα. Ό Άσσύριος βασιλιάς θά υπέκυπτε στο ξίφος τής θείας δικαιοσύνης και η θυγατέρα τής Σιών θά τον χλεύαζε και θά τον καταφρονούσε. Έτσι τήν νύχτα εκείνη άγγελος Κυρίου θανάτωσε 185.000 ανθρώπους στο στρατόπεδο τών Άσσυρίων. Ό Σενναχηρίμ έλυσε σύντομα τήν πολιορκία και επέστρεψε στήν Νινευί, όπου δολοφονήθηκε στον ναό του θεού Νασαράχ (Ήσ. 37, 38).

Έχοντας εκπληρώσει τήν αποστολή του, ο Ησαΐας επέστρεψε στήν ησυχία. Λέγεται πώς κατά τους χρόνους τής βασιλείας του Μανασσή (687-642), ο όποιος ξεπέρασε όλους τούς προκατόχους του σέ ασέβεια και σκληρότητα, χωρίς να χαριστεί ούτε καν στους προφήτες που του υπενθύμιζαν τον Νόμο του Θεού, ο Ησαΐας κόπηκε στά δύο με ξύλινο πριόνι. Στήν Διαθήκη του, ο προφήτης υπενθυμίζει στον λαό ότι η σωτηρία του βρίσκεται στήν επιστροφή του στον Θεό και στήν ησυχία, επειδή όμως ο λαός δέν επιθυμεί κάτι τέτοιο, άλλά εμπιστεύεται τήν οδό τής πλάνης και τής απιστίας, ετοιμάζει γιά τον εαυτό του τήν οριστική καταστροφή. Γιά όσους όμως έχουν τήν ελπίδα τους στον Θεό: Και πάλιν μενεί ό Θεός του οίκτειρήσαι υμάς και δια τούτο υψωθήσεται του ελεήσαι υμάς (30, 18).

Τό βιβλίο του προφήτη Ησαΐα υπερέχει άπό όλα τά προφητικά βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, Οχι μόνο χάρη στήν μεγαλόπνευστη ομορφιά τής ποιητικής έκφρασης, άλλά πρωτίστως λόγω τής ακρίβειας των προρρήσεών του όσον άφορα τήν έλευση του Μεσσία. Ανήγγειλε μέ σαφήνεια τήν έκ Παρθένου γέννηση Εκείνου που όντας άναμάρτητος θά αποτελέσει τήν ελπίδα του λαοΰ του (7). Ο «βλαστός» αυτός από την ρίζα του Ίεσσαί (δηλαδή από τον οίκο του Δαυίδ) θά έχει ως χρίσμα τό πλήρωμα του Αγίου Πνεύματος (βλ. 1ΐ). Θά αποκαταστήσει τήν δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων και θά εγκαταστήσει τήν ειρήνη και τήν αρμονία του παραδείσου στήν Εκκλησία (11, 6). Αυτός ό Ίδιος όμως πού θά εγκαινιάσει τήν μεσσιανική εποχή θα είναι συνάμα και ο ταπεινός «Παις Κυρίου». Ού κεκράξεται ουδέ άνήσει, ουδέ ακουσθήσεται έξω η φωνή αυτού. Κάλαμον τεθλασμένον ού συντρίψει και λίνον καπνίζαμενον ού σβέσει (42, 2′ βλ. Ματθ. 12, 18-21). Θά προσφερθεί οικειοθελώς στήν αισχύνη γιά τήν σωτηρία του κόσμου. Καταπεφρονημένος και άπερριμένος υπό των ανθρώπων άνθρωπος εν πληγή ών (53, 3). Έδωσε τά νώτα τον εις τους μαστιγούντας και δέν έκρυψε τό πρόσωπο του άπό ύβρισμών και έμπτυσμάτων (50, θ). Ούτος έτραυματίσϋη δια τάς ανομίας ημών και μεμαλάκισται δια τάς αμαρτίας ημών παιδεία ειρήνης ημών έπ’ αυτόν, τω μώλωπι αυτού ήμεϊς ίάϋημεν (53, 4-5). Ώς πρόβατον έπί σφαγήν ήγβη και ώς αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος ούτως ούκ ανοίγει τό στόμα…, άπό τών ανομιών του λαού μου ήχθη εις θάνατον (53, 7-8• βλ. Ματϋ. 27, 58). Αλλά ο Θάνατος του θά είναι λύτρωση: και δώσω τούς πονηρούς αντί τής ταφής αύτον και τους πλουσίους άντί του θανάτου αυτού (53, 9). Οι καρποί των πόνων της ψυχής του θά είναι να χορτάσει φώς (53, 10-11) και να αποκαταστήσει τήν Ιερουσαλήμ εν δόξη.

Αν ο προφήτης Ησαΐας προφήτευσε πολλές φορές τήν επικείμενη καταστροφή όσων εναποθέτουν τήν εμπιστοσύνη τους στις αρχές του κόσμου τούτου, ρίχνοντας έτσι φώς στις απώτερες δοκιμασίες πού πρέπει να υποστεί η ανθρωπότητα κατά τίς έσχατες ημέρες, τό δεύτερο μέρος του Βιβλίου του, πού ονομάζεται Βιβλίο τής Παρηγοριάς, είναι αφιερωμένο καθ’ ολοκληρίαν σχεδόν στήν αναγγελία τής καταλλαγής του Θεού μέ τον λαό του, του ανακαινισμού τής Ιερουσαλήμ και του εγκαινιασμού τής ατελεύτητης βασιλείας. Φωτίζου φωτίζου, Ιερουσαλήμ, ήκει γάρ σου τό φώς, και η δόξα κυρίου επί σε ανατέταλκεν (60, ΐ). Όλα τά έθνη θά προσέλθουν στήν Εκκλησία, την νέα Ιερουσαλήμ, και θα εισέλθουν στην πόλη αυτή πού οι θύρες της δέν πρόκειται να κλείσουν ποτέ πιά και η όποια δέν θά φωτίζεται ούτε άπό τον ήλιο ούτε από τήν σελήνη, διότι ο ίδιος ο Κύριος θά είναι τό αιώνιο φώς της και πάς δίκαιος θά γίνει μέλος του λαοΰ αύτοΰ πού ό Θεός έχει συνάξει. Θά χαίρεται εντός του και αυτός εν Αύτω, και στήν πόλη τούτη όπου ό θάνατος θά καταργηθεί δέν θά ακούγονται πιά κραυγές, ούτε στεναγμοί, ούτε θρήνοι, άλλά μονάχα η δοξολογία του Θεού (60-62). Έχοντας έτσι αναγγείλει, μέ τρόπο σχεδόν διαφανή, τήν ουσία του Ευαγγελίου, δικαίως ως ό άγιος προφήτης ονομάσθηκε ο «πέμπτος Ευαγγελιστής» και τό βιβλίο του παραμένει μία άπό τίς βασικές πηγές τής πίστεως και τής ελπίδος μας.

Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας

Ρένος Κωνσταντίνου, Θεολόγος

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και αδελφός του αποστόλου Ιακώβου. Στην αρχή ήταν μαθητής του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και  Βαπτιστή του Κυρίου μας. Στη συνέχεια κλήθηκε από τον ίδιο τον Χριστό και έγινε μαθητής Του. Ήταν ένας από τους Δώδεκα μαθητές Του, και μάλιστα ο μαθητής «όν ήγάπα ο Ιησούς». Ήταν δηλαδή ο αγαπημένος του μαθητής και μαζί με τον Ιάκωβο και τον Πέτρο ήταν ο στενός κύκλος των μαθητών του Κυρίου. Ήταν θα λέγαμε οι στενοί Του συνεργάτες.

Ο απόστολος Ιωάννης είναι ο συγγραφέας του 4ου κατά σειρά Ευαγγελίου στην Καινή Διαθήκη, καθώς επίσης τριών Καθολικών Επιστολών και της Αποκάλυψης. Τη ζωή του κοντά στον Κύριο τη γνωρίζουμε μέσα από τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Αξιοσημείωτο είναι  ότι κατά την ώρα του Πάθους και ενώ οι άλλοι μαθητές εγκατέλειψαν τον Κύριο, Ο Ιωάννης έμεινε δίπλα στον Χριστό μαζί με τις μυροφόρες. Σε αυτόν εμπιστεύθηκε την Μητέρα του, την Υπεραγία Θεοτόκο, ο Χριστός, προτού πεθάνει πάνω στο Σταυρό.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης συνεχίζει έντονα τη δράση του ως ιεραπόστολος μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Αυτός και ο Πέτρος είναι οι πρώτοι πού κήρυξαν, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, σε όλο το λαό για τον Ιησού Χριστό. Ή παράδοση, επίσης, μας λέει ότι ο Ιωάννης κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μ. Ασία, και ιδιαίτερα στην Έφεσο. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού βασανίστηκε και εξορίστηκε στην Πάτμο, όπου έγραψε και την Αποκάλυψη.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης έζησε γύρω στα 100 χρόνια (πέθανε γύρω στο 105 με 106 μ.Χ.). Του δόθηκε το προσωνύμιο «Θεολόγος», διότι το Ευαγγέλιο του ξεχωρίζει για την υψιπετή θεολογία και τα μεγάλα  και σπουδαία θεολογικά μηνύματά του. Γι΄ αυτό και το Ευαγγέλιο του ονομάστηκε «πνευματικό», ενώ τα άλλα τρία Ευαγγέλια ονομάζονται «συνοπτικά». Να σημειωθεί ότι το προσωνύμιο «Θεολόγος» δόθηκε από την Εκκλησία μας σε τρία πρόσωπα που διακρίθηκαν για την υψηλή τους θεολογία: Στον Ιωάννη το Θεολόγο και ευαγγελιστή, στον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο και στον άγιο Συμεών το  Νέο Θεολόγο.

Ο Όσιος Αρσένιος ο Μέγας (8 Μαΐου)

Ο Όσιος Αρσένιος ο Μέγας γεννήθηκε στη Ρώμη, στην εκκλησία της οποίας ήταν διάκονος, από γονείς πλούσιους και ευσεβείς και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395 μ.Χ.). Διακρινόταν για τη σοφία, το άμεμπτο ήθος και τις ποικίλες αρετές του. Διήλθε τη ζωή του με την προσευχή, την λατρευτική ζωή, την μελέτη και την τήρηση των θείων εντολών και έμαθε και την «άγνωστον γνώσην». Τη γνώση, δηλαδή, πού δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με το ανθρώπινο μυαλό, αλλά αποκαλύπτεται από τον Θεό στην κεκαθαρμένη καρδιά. Με άλλα λόγια, εντρύφησε με την μελέτη και τον τρόπο της ζωής του στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού και αναδείχθηκε σοφός διδάσκαλος και άριστος παιδαγωγός. Εξαιτίας αυτού, με την υπόδειξη του βασιλέως Γρατιανού και του Πάπα Ιννοκεντίου, προσλήφθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο ως διδάσκαλος των υιών του Αρκαδίου και Ονωρίου.

Στην Κωνσταντινούπολη έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές, του δόθηκε ο τίτλος του πατρικίου και ετιμάτο ως βασιλοπάτωρ, όπου όλοι τον θαύμαζαν για τις πολλές γνώσεις και τη σεμνότητα του ήθους του. Αποφεύγοντας τους θορύβους της πόλεως και τον πολυτελή βίο στα ανάκτορα, παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει να απαλλαγεί από τα υψηλά του καθήκοντα και να τον οδηγήσει σε οδό σωτηρίας. Οι παρακλήσεις του Οσίου εισακούσθηκαν και μία ημέρα άκουσε υπερκόσμια φωνή, η οποία τον προέτρεπε να εγκαταλείψει τον κόσμο. Ευθύς αμέσως απέβαλε τα λαμπρά του ενδύματα και αφού μεταμφιέσθηκε, έφυγε στην Αίγυπτο, εισήλθε σε Σκήτη και εκάρη μοναχός. Εκεί έλαβε την πληροφορία από τον Θεό να ασκηθεί περισσότερο στη σιωπή και την ησυχία. Η υπεροχή του κατά τη μόρφωση και τα ιερά γράμματα και το ασκητικό του ήθος, η ταπεινοφροσύνη και οι κατά Θεόν αρετές του, τον ανέδειξαν σε πνευματικό προεστώτα μεταξύ των συνασκητών του στην έρημο. Η φήμη της αγιότητάς του διαδόθηκε σε όλη την περιοχή, πολλοί δε από τις πόλεις προσέρχονταν, για να ακούσουν την διδασκαλία του, να ωφεληθούν πνευματικά και να λάβουν την ευλογία του. Ακόμη και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος επισκέφθηκε πολλές φορές τον Όσιο Αρσένιο, για να τον συμβουλευθεί επί θεολογικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων.

Σε μία από τις επισκέψεις του ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος μαζί με μερικούς άλλους παρακάλεσε τον Όσιο να τους πεί κάποιο λόγο, για να ωφεληθούν πνευματικά. Τότε ο Μέγας Αρσένιος τους ρώτησε: «Εάν σάς πώ κάποιο λόγο, θα τον εφαρμόσετε;». Και όταν εκείνοι απάντησαν ναί, τους αποκρίθηκε: «Όπου ακούετε ότι ευρίσκεται ο Αρσένιος, μή πλησιάσετε σε αυτόν». Το περιστατικό αυτό δείχνει τη μεγάλη του ταπείνωση. Βίωνε στην καθημερινή του ζωή το λόγο «όσο μέγας εί, τοσούτον ταπείνου σεαυτόν».

Ο Όσιος, για να αποφύγει την κοινωνικότητα και τις συχνές βαρβαρικές εισβολές και για να επιδοθεί απερίσπαστος στην προσευχή και τον καθαρό ασκητικό βίο, εγκατέλειψε τη Σκήτη και με την συνοδεία των μαθητών του Αλεξάνδρου και Ζωίλου κατέφυγε στην Πέτρα, κοντά στην Μέμφιδα, και μετά στην Κανώπη, εκεί όπου το 445 μ.Χ. κοιμήθηκε με ειρήνη. Όταν πλησίαζε η ώρα της εξόδου του από την πρόσκαιρη αυτή ζωή, τον ρώτησαν οι μαθητές του, σε ποιόν τόπο και πώς θα ήθελε να τον ενταφιάσουν, και εκείνος, ο μακάριος τους αποκρίθηκε: «Ώ, τέκνα μου, να δέσετε σχοινίον εις τους πόδας μου και να με σύρετε εις το βουνόν». Είναι και αυτή η απάντηση ενδεικτική της μεγάλης ταπεινώσεώς του.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης περιγράφει και την εξωτερική όψη του Οσίου και λέγει ότι ο Όσιος Αρσένιος ήταν «ξηρός το σώμα και μακρύς εις το μέγεθος, είχε τα γένεια μακριά έως την κοιλίαν, το είδος του προσώπου του ήτο αγγελικόν και σεβάσμιον, ως το του Πατριάρχου Ιακώβ».

Αξιοσημείωτα είναι τα τρία αποφθέγματα τα οποία μάς άφησε ο Όσιος Αρσένιος. Πρώτον, η υπενθύμιση, πού συνήθιζε να κάνει στον εαυτό του να μην ξεχάσει ποτέ τον λόγο για τον οποίο ζούσε και για τον οποίο πήγε στην έρημο. Και ο λόγος αυτός δεν είναι άλλος από την θέωση, πού είναι και ο σκοπός ζωής όλων των Χριστιανών. Δεύτερον, το «ο Θεός μου, μή εγκαταλείπης με, ότι ουδέν εποίησα αγαθόν ενώπιόν Σου, αλλά δός μοι διά την αγαθότητά Σου βαλείν αρχήν». Δηλαδή, ο Όσιος Αρσένιος θεωρούσε τον εαυτό του πολύ αμαρτωλό, αισθανόταν ότι δεν έχει κάνει κανένα καλό στη ζωή του και παρακαλούσε τον Θεό να μην τον εγκαταλείψει, αλλά να τον αξιώσει να βάλει αρχή μετανοίας. Τρίτον, η συμβουλή «πάσαν σου την σπουδήν ποίησον, ίνα η ένδον σου εργασία κατά Θεόν ή, και νικήσης τα έξω πάθη». Δηλαδή, μάς προτρέπει ο Όσιος, όπως ερμηνεύει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ότι όλη τη σπουδή μας πρέπει να έχουμε στο να γίνεται η εσωτερική εργασία της ιεράς προσευχής και νήψεως, καθαρά και μόνο για τον Θεό, διότι εάν αυτή ενεργείται καθαρά, θα νικήσουμε τα εξωτερικά πάθη του σώματος. Την παραπάνω συμβουλή του Οσίου Αρσενίου την αναφέρει πολλές φορές στους λόγους του ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας, ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. Α’ 1:1-7)

Ὅ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· ― καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· ― ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη. Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν ἀκηκόαμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία. Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθείαν· ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ ἀλλήλων, καὶ τὸ αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Ο ζωοποιός Λόγος υπήρχε εξαρχής. Τον ακούσαμε και τον είδαμε με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφισαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε, την είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε, λοιπόν, τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σ’ εμάς. Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε το αναγ­γέλλουμε και σ’ εσάς, για να συμμετάσχετε κι εσείς μ’ εμάς, στην ίδια κοινωνία, που είναι η κοινωνία με τον Πατέρα και με τον Υιό του τον Ιησού Χριστό. Κι αυτά σας τα γράφουμε για να είναι ολοκληρωμένη η χαρά σας. Αυτό είναι το μήνυμα που ακούσαμε από τον Ιησού Χριστό και σας το μεταφέρουμε: Ο Θεός είναι φως, και δεν υπάρχει σ’ αυτόν κα­θόλου σκοτάδι. Αν, λοιπόν, ισχυριστούμε πως έχουμε κοινωνία με το Θεό, ενώ ζούμε στο σκοτάδι, λέμε ψέματα, και οι πράξεις μας δε συμφωνούν με την αλήθεια. Αν όμως ζούμε μέσα στο φως, όπως ο Θεός είναι στο φως, τότε έχουμε κοινωνία και μεταξύ μας, και το αίμα που πρόσφερε με το θάνατό του ο Υιός του ο Ιησούς μάς καθαρίζει από κάθε αμαρτία.

___________________________________________________________________________

 

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 19:25-27, 21:24-25)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἱστήκεισαν παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ Μήτηρ αὐτοῦ, καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς Μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. ᾿Ιησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν Μητέρα, καὶ τὸν Μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ Μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἰδοὺ ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ Μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ Μήτηρ σου. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ Μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. Οὗτός ἐστιν ὁ Μαθητὴς ὁ μαρτυρῶν περὶ τούτων καὶ γράψας ταῦτα· καὶ οἴδαμεν ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ. Ἔστι δὲ καὶ ἄλλα πολλὰ ὅσα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς, ἅ τινα ἐὰν γράφηται καθ᾿ ἕν, οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία. Ἀμήν.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, κοντά στο σταυρό του Ιησού στέκονταν η μητέρα του και η αδελφή της μητέρας του, η Μαρία η γυναίκα του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή. Ο Ιησούς, όταν είδε τη μητέρα του και το μαθητή που αγαπούσε, να στέκεται πλάι της, λεει στη μητέρα του: «Αυτός τώρα εί­ναι ο γιος σου». Ύστερα λεει στο μαθητή: «Αυτή τώρα είναι η μητέρα σου». Από κείνη την ώρα ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του. Αυτός είναι ο μαθητής που επιβεβαιώνει αυτά τα γεγονότα και που τα έγραφε. Κι εμείς ξέρουμε πως λεει την αλήθεια. Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που, αν γραφτούν ένα προς ένα, ούτε ο κόσμος όλος δε θα χωρούσε, νομίζω, τα βιβλία που θα ’πρεπε να γραφτούν. Αμήν.

Back To Top