Ο Άγιος μαρτυς Αιμιλιανός (18 Ιουλίου)
Όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης ανέλαβε την αυτοκρατορική εξουσία (361), περιφρονώντας ό,τι καλό είχε παραλάβει από τον άγιο Κωνσταντίνο τον Μέγα καθώς και από τη χριστιανική του παιδεία, ανέτρεψε τη δημόσια τάξη με την τυραννία του και καθύβρισε τον Θεό καταγινόμενος με όλα τα μέσα να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων. Απέστειλε αξιωματούχους πιστούς στην υπόθεση του σε διάφορες επαρχίες για να εξαναγκάσουν το λαό να συμμορφωθεί. Ο Καπιτωλίνος, βικάριος της Θράκης, μετέβη για το σκοπό αυτό στο Δορόστολο (σημερινή Σιλίστρια της Βουλγαρίας), πρωτεύουσα της Σκυθίας. Μόλις εγκαταστάθηκε στο δικαστήριο απηύθυνε απειλές θανάτωσης όχι μόνο στους χριστιανούς, άλλα και σε εκείνους που θα απέφευγαν να τους καταγγείλουν. Οι παρευρισκόμενοι τρομοκρατημένοι φώναξαν ότι δεν υπήρχαν χριστιανοί στην πόλη τους και ότι όλοι οι κάτοικοι θυσίαζαν στους θεούς του αυτοκράτορα. Ικανοποιημένος και περιχαρής ο Καπιτωλίνος πήρε τότε μέρος σε μεγάλο συμπόσιο οργανωμένο προς τιμήν του.
Ενώ όλοι διασκέδαζαν θορυβωδώς, ένας νέος και ευγενής χριστιανός, ο Αιμιλιανός, μη υποφέροντας άλλο την προσβολή απέναντι στον αληθινό Θεό και ποθώντας να λάβει το τρόπαιο του μαρτυρίου, μπήκε στο ναό εφοδιασμένος με ένα σφυρί. Συνέτριψε όλα τα είδωλα, ανέτρεψε τους λυχνοστάτες και τους βωμούς πάνω στους οποίους είχαν αποτεθεί οι προσφορές, έχυσε στη γη το κρασί για τις σπονδές και έφυγε απαρατήρητος. Όταν οι υπηρέτες ειδοποίησαν τον Καπιτωλίνο, αυτός έγινε έξαλλος και διέταξε να γίνουν ανακρίσεις για να βρεθεί πάση θυσία ο ένοχος. Οι στρατιώτες, μη βρίσκοντας κανέναν και φοβούμενοι να παρουσιασθούν στον τύραννο με άδεια χέρια, έπιασαν ένα χωρικό που γύριζε από το χωράφι και τον έσυραν στο πραιτώριο κτυπώντας τον με βέργες. Μπροστά στο θέαμα αυτό και μη υποφέροντας να τιμωρείται στη θέση του ένας αθώος, ο Αιμιλιανός πήγε να παραδοθεί, δηλώνοντας μεγαλοφώνως ότι εκείνος ήταν ο δράστης. Έκπληκτοι και διστακτικοί στην αρχή, οι στρατιώτες τον οδήγησαν στον Καπιτωλίνο. Μο όψη σκυθρωπή και αίμα στα μάτια, ο δικαστής του ζήτησε να πει ποιος είναι και να αποκαλύψει ποιος τον παρακίνησε να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Ο Αιμιλιανός αφού δήλωσε ότι ήταν ταυτοχρόνως ελεύθερος και δούλος -δούλος του Θεού και ελεύθερος απέναντι στα είδωλα-, προσέθεσε: «Είναι η αγάπη του Θεού και ο ζήλος μου να υποφέρω για τον Χριστό, όπως και η απέχθεια που μου προκαλεί η θέα αυτών των άψυχων ξοάνων που με έπεισαν και μου έδωσαν τη δύναμη να καταστρέψω αυτό που αποτελεί όνειδος για το ανθρώπινο γένος. Γιατί τίποτε δεν υποβιβάζει τόσο πολύ εμάς που έχουμε το δώρο του λογικού, όσο το να λατρεύουμε τα άλογα οντά και να προσκυνούμε τα έργα των χεριών μας, απορρίπτοντας την τιμή που οφείλουμε στο μόνο Θεό και Δημιουργό μας». «Άσε τις ρητορείες! Έσυ είσαι που διέπραξες αυτή την ιεροσυλία;» ρώτησε ο δικαστής. Ο Αιμιλιανός απάντησε ότι ήταν υπερήφανος για την πράξη αυτή, την όποια θεωρούσε την πλέον ευγενή και ευσεβή της ζωής του. Ο Καπιτωλίνος πρόσταξε να τον γυμνώσουν και να τον μαστιγώσουν άγρια, αφού τον ξάπλωσαν στην γη· και καθώς ο άγιος συνέχισε να εμπαίζει την ειδωλολατρία, τον γύρισαν από την άλλη και τον κτύπησαν στο στήθος. Μαθαίνοντας μετά την ανάκριση ότι ο Αιμιλιανός ήταν γιος του επάρχου της πόλεως, Σαββατιανού, ο Καπιτωλίνος δήλωσε ότι η ευγενική καταγωγή του δεν αποτελούσε καμμία δικαιολογία και δεν θα τον γλύτωνε από την τιμωρία. Ο άγιος αρνήθηκε εξάλλου να αθωωθεί ή να χρησιμοποιηθεί προς υπεράσπιση του οποιοδήποτε ελαφρυντικό· ζήτησε απεναντίας να τιμωρηθεί όσο το δυνατόν πιο αυστηρά για να μη στερηθεί τον καλλίνικο στέφανο. Ο Καπιτωλίνος εξοργισμένος τον καταδίκασε τότε να θανατωθεί στην πυρά και επέβαλε στον πατέρα του, λόγω αμέλειας, βαρύ πρόστιμο σε χρυσό.
Οι στρατιώτες πήραν αμέσως τον άγιο και τον οδήγησαν έξω από την πόλη, στις όχθες του Δούναβη, όπου είχε ήδη ετοιμαστεί η πυρά. Όταν τον έριξαν μέσα, οι φλόγες απομακρύνθηκαν από το σώμα του και στράφηκαν κατά των δημίων που απανθρακώθηκαν, ενώ ο άγιος Αιμιλιανός έψαλλε αίνους στον Θεό, όπως οι άγιοι Παίδες στην κάμινο της Βαβυλώνας. Έκανε το σημείο του σταυρού και, αφού εναπόθεσε τη ψυχή του στον Θεό, εκοιμήθη ειρηνικά για να γίνει δεκτός στη χορεία των ανδρείων αθλητών της ευσέβειας (18 Ιουλίου 362).
Η σύζυγος του Καπιτωλίνου, που ήταν κρυφά χριστιανή, ζήτησε από τον άνδρα της να πάρει το σκήνωμα του αγίου μάρτυρος και το παρέδωσε σε ευσεβείς χριστιανούς για να το κηδεύσουν στην Γιζίδινα, τρία στάδια απόσταση από το Δορόστολο.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας Μην Ιούλιος, Εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ σ. 189-191).
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Ρωμ. 8:28-39)
Ἀδελφοί, οἴδαμεν ὅτι τοῖς ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν, τοῖς κατὰ πρόθεσιν κλητοῖς οὖσιν· ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς· οὓς δὲ προώρισε, τούτους καὶ ἐκάλεσε, καὶ οὓς ἐκάλεσε, τούτους καὶ ἐδικαίωσεν, οὓς δὲ ἐδικαίωσε, τούτους καὶ ἐδόξασε. Τί οὖν ἐροῦμεν πρὸς ταῦτα; Εἰ ὁ Θεὸς ὑπὲρ ἡμῶν, τίς καθ᾿ ἡμῶν; Ὅς γε τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο, ἀλλ᾿ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτόν, πῶς οὐχὶ καὶ σὺν αὐτῷ τὰ πάντα ἡμῖν χαρίσεται; Τίς ἐγκαλέσει κατὰ ἐκλεκτῶν Θεοῦ; Θεὸς ὁ δικαιῶν· τίς ὁ κατακρίνων; Χριστὸς ὁ ἀποθανών, μᾶλλον δὲ καὶ ἐγερθείς, ὃς καὶ ἔστιν ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ, ὃς καὶ ἐντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν. Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; Καθὼς γέγραπται ὅτι «ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τὴν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς». Ἀλλ᾿ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διὰ τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς. Πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, είμαστε βέβαιοι ότι, αν αγαπά κανείς το Θεό, ο Θεός κάνει τα πάντα να συντελούν στο καλό του. Αυτό ισχύει για όσους κάλεσε ο Θεός σύμφωνα με το λυτρωτικό του σχέδιο. Τους ήξερε από πριν, και τους προόρισε να γίνουν όμοιοι με τον Υιό του, έτσι που ο Χριστός να είναι ο πρώτος ανάμεσα σ’ ένα πλήθος από αδέλφια. Κι αυτούς που προόρισε, αυτούς και κάλεσε. Κι αυτούς που κάλεσε, τους έσωσε. Κι αυτούς που έσωσε, αυτούς τους δόξασε. Τι να προσθέσουμε σ’ αυτά: Όταν είναι ο Θεός με το μέρος μας, ποιος μπορεί να μας βλάψει; Ο Θεός δεν λυπήθηκε ούτε το μονογενή του Υιό, αλλά τον παρέδωσε στο θάνατο για χάρη όλων μας. Δε θα μας δωρίσει, λοιπόν, τα πάντα μαζί μ’ αυτόν; Ποιος μπορεί να κατηγορήσει αυτούς που διάλεξε ο Θεός; Κανείς, γιατί ο Θεός τούς δικαιώνει. Και ποίος θα τους καταδικάσει; Κανείς, γιατί ο Χριστός πέθανε για μας. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κι αναστήθηκε και βρίσκεται τώρα στα δεξιά του Θεού, όπου μεσολαβεί για μας. Τι, λοιπόν, μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού για μας; Μήπως τα παθήματα, οι στενοχώριες, οι διωγμοί, η πείνα, η γύμνια, οι κίνδυνοι ή ο μαρτυρικός θάνατος; Σύμφωνα με τη Γραφή: Για σένα πεθαίνουμε όλη την ημέρα. Μας μεταχειρίζονται σαν πρόβατα που τα πάνε για σφαγή. Εμείς όμως υπερνικούμε μέσα απ’ όλες τις δυσκολίες με τη βοήθεια του Χριστού που μας αγάπησε. Κι είμαι πραγματικά βέβαιος πως ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε άλλες ουράνιες δυνάμεις ούτε παρόντα ούτε μέλλοντα ούτε κάτι άλλο είτε στον ουρανό είτε στον άδη ούτε κανένα άλλο δημιούργημα θα μπορέσουν ποτέ να μας χωρίσουν από την αγάπη του Θεού για μας, όπως φανερώθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Ματθ: 14: 1-13)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἤκουσεν ῾Ηρῴδης ὁ Τετράρχης τὴν ἀκοὴν ᾿Ιησοῦ, καὶ εἶπε τοῖς παισὶν αὐτοῦ· Οὗτός ἐστιν ᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ. Ὁ γὰρ ῾Ηρῴδης κρατήσας τὸν ᾿Ιωάννην, ἔδησεν αὐτὸν, καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ, διὰ ῾Ηρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. Ἔλεγε γὰρ αὐτῷ ὁ ᾿Ιωάννης· Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. Καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι, ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. Γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ ῾Ηρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς ῾Ηρῳδιάδος ἐν τῷ μέσῳ, καὶ ἤρεσε τῷ ῾Ηρῴδῃ· ὅθεν μεθ᾿ ὅρκου ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. Ἡ δέ, προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, Δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν ᾿Ιωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ. Καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς· διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους, ἐκέλευσε δοθῆναι. Καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν ᾿Ιωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. Καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι, καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ· καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς. Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό· καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἀκούσας ὁ ᾿Ιησοῦς, ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ, εἰς ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν. Καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι, ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, άκουσε ο τετράρχης Ηρώδης για τον Ιησού και είπε στους δούλους του: «Αυτός είναι ο Ιωάννης ο βαπτιστής, που αναστήθηκε από τους νεκρούς και γι’ αυτό κάνει θαύματα».Ο Ηρώδης είχε πιάσει τον Ιωάννη, τον είχε δέσει και τον είχε ρίξει στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας της γυναίκας του αδερφού του Φιλίππου. Γιατί ο Ιωάννης του έλεγε: «Δε σου επιτρέπεται να την έχεις αυτή για γυναίκα». Κι ο Ηρώδης ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά φοβήθηκε τον κόσμο, επειδή τον πίστευαν για προφήτη. Τη μέρα που ο Ηρώδης γιόρταζε τα γενέθλιά του, η θυγατέρα της Ηρωδιάδας χόρεψε μπροστά στους καλεσμένους. Κι άρεσε στον Hρώδη. Γι’ αυτό της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει ό,τι του ζητήσει. Αυτή, με την καθοδήγηση της μάνας της, του είπε: «Δώσε μου εδώ στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του βαπτιστή». Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε, επειδή όμως είχε ορκιστεί μπροστά στους καλεσμένους, πρόσταξε να της το δώσουν. Έστειλε ανθρώπους και αποκεφάλισαν τον Ιωάννη μέσα στη φυλακή κι έφεραν το κεφάλι του σ’ ένα πιάτο και το έδωσαν στο κορίτσι, κι αυτή το πήγε στη μάνα της. Πήγαν τότε οι μαθητές του Ιωάννη και σήκωσαν το σώμα και το έθαψαν. Κι ύστερα πήγαν και το ανάγγειλαν στον Ιησού. Όταν το άκουσε ο Ιησούς έφυγε από κει με καΐκι και πήγε σ’ έναν έρημο τόπο μόνος του. Όταν το πληροφορήθηκε το πλήθος, τον ακολούθησαν πεζοπορώντας από τις διάφορες πόλεις.