skip to Main Content

Τετάρτη, 17η Μαΐου 2023

Αποστόλων (Ο΄) Ανδρόνικου και Ιουνίας (†α΄αι.). Σολόχωνος μάρτυρος. Νεομάρτυρος Νικολάου Μετσοβίτου (1), του εν Τρικκάλοις (†1617). Οσίων Νεκταρίου και Θεοφάνους των αυταδέλφων και κτιτόρων της αγίας Μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων. Αθανασίου επισκόπου Χριστιανουπόλεως (†1735).

(1) Ο άγιος Νικόλαος γεννήθηκε στο Μέτσοβο από ευσεβείς γονείς και νέος αναχώρησε για τα Τρίκαλα όπου εργαζόταν ως υπάλληλος σε αρτοπωλείο. Εκεί με δόλο, τον εξαπάτησαν οι Τούρκοι και αρνήθηκε την πίστη του. Γρήγορα όμως συναισθάνθηκε το αμάρτημα της αποστασίας, επέστρεψε στο Μέτσοβο, όπου ζούσε αυστηρή χριστιανική ζωή. Κάποτε όμως πήγε στα Τρίκαλα για να πουλήσει κάποια προϊόντα του και κάποιος Τούρκος τον αναγνώρισε και τον απειλούσε ότι θα τον προδώσει. Ο Νικόλαος για να εξασφαλίσει τη σιωπή του, του παρέδωσε όλο το φορτίο και του υποσχέθηκε ότι κάθε χρόνο θα του φέρνει το ίδιο φορτίο. Μετανόησε όμως γι` αυτή του τη συμπεριφορά, εξομολογήθηκε σε κάποιο πνευματικό και άρχισε να επιζητά το μαρτύριο. Γι` αυτό την επόμενη χρονιά που ήλθε στο Τρίκαλα δεν έφερε στον Τούρκο το υποσχεθέν φορτίο. Οργισμένος εκείνος τον κατήγγειλε και ο Νικόλαος οδηγήθηκε στον κριτή, όπου με θάρρος και σθένος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Όταν ο κριτής κατάλαβε ότι ούτε με κολακείες, ούτε με απειλές μπορούσε να τον μεταπείσει διέταξε να βασανισθεί σκληρά και να τον ρίξουν στη φυλακή όπου καρτερικά υπέμεινε το μαρτύριο της πείνας και της δίψας. Όταν για δεύτερη φορά οδηγήθηκε στην ανάκριση, αποδείχθηκε αμετακίνητος στην πίστη του. Τότε οι Τούρκοι οργισμένοι τον έκαψαν ζωντανό στις 17 Μαΐου 1617. Την τίμια κάρα του μάρτυρα αγόρασε αντί αδράς αμοιβής κάποιος χριστιανός κεραμέας και την δώρισε μετά από χρόνια στη Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 13:13-24)

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἀναχθέντες ἀπὸ τῆς Πάφου οἱ περὶ τὸν Παῦλον ἦλθον εἰς Πέργην τῆς Παμφυλίας· ᾿Ιωάννης δὲ ἀποχωρήσας ἀπ᾿ αὐτῶν ὑπέστρεψεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα. Αὐτοὶ δὲ διελθόντες ἀπὸ τῆς Πέργης παρεγένοντο εἰς ᾿Αντιόχειαν τῆς Πισιδίας, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὴν συναγωγὴν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἐκάθισαν. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν ἀπέστειλαν οἱ ἀρχισυνάγωγοι πρὸς αυτοὺς λέγοντες· Ἄνδρες ἀδελφοί, εἰ ἔστι λόγος ἐν ὑμῖν παρακλήσεως πρὸς τὸν λαόν, λέγετε. Ἀναστὰς δὲ Παῦλος καὶ κατασείσας τῇ χειρὶ εἶπεν· Ἄνδρες ᾿Ισραηλῖται καὶ οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ἀκούσατε. Ὁ Θεὸς τοῦ λαοῦ τούτου ᾿Ισραὴλ ἐξελέξατο τοὺς πατέρας ἡμῶν, καὶ τὸν λαὸν ὕψωσεν ἐν τῇ παροικίᾳ ἐν γῇ Αὶγύπτῳ, καὶ μετὰ βραχίονος ὑψηλοῦ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐξ αὐτῆς, καὶ ὡς τεσσαρακονταετῆ χρόνον ἐτροποφόρησεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ καθελὼν ἔθνη ἑπτὰ ἐν γῇ Χαναὰν κατεκληρονόμησεν αὐτοῖς τὴν γῆν αὐτῶν. Καὶ μετὰ ταῦτα ὡς ἔτεσι τετρακοσίοις καὶ πεντήκοντα ἔδωκε κριτὰς ἕως Σαμουὴλ τοῦ προφήτου. Κἀκεῖθεν ᾐτήσαντο βασιλέα, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς τὸν Σαοὺλ υἱὸν Κίς, ἄνδρα ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, ἔτη τεσσαράκοντα· καὶ μεταστήσας αὐτὸν ἤγειρεν αὐτοῖς τὸν Δαυῒδ εἰς βασιλέα, ᾧ καὶ εἶπε μαρτυρήσας· «Εὗρον Δαυῒδ τὸν τοῦ ᾿Ιεσσαί, ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τὰ θελήματά μου». Τούτου ὁ Θεὸς ἀπὸ τοῦ σπέρματος κατ᾿ ἐπαγγελίαν ἤγαγε τῷ ᾿Ισραὴλ σωτηρίαν, προκηρύξαντος ᾿Ιωάννου πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ βάπτισμα μετανοίας παντὶ τῷ λαῷ ᾿Ισραήλ.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνες τις μέρες, ο Παύλος και οι συνοδοί του έφυγαν με πλοίο από την Πάφο και ήρθαν στην Πέργη της Παμφυλίας. Ο Ιωάννης όμως τους άφησε και γύρισε στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί διέσχισαν την περιοχή, κι από την Πέργη έφτασαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας. Το Σάββατο πήγαν στη συναγωγή και κάθισαν. Μετά την ανάγνωση των περικοπών από το νόμο και τους προφήτες, οι αρχισυνάγωγοι έστειλαν και τους εί­παν: «Αδελφοί, αν έχετε να πείτε στο λαό κανένα λόγο ενισχυτικό, μιλήστε». Τότε ο Παύλος σηκώθηκε, έκανε νόημα με το χέρι να γίνει ησυχία, και είπε: «Ισραηλίτες, κι εσείς οι άλλοι που λατρεύετε τον ένα Θεό, ακούστε με· ο Θεός του λαού τούτου, του Ισραήλ, διάλεξε τους προγόνους μας και τους έκανε ένα μεγάλο λαό, ενώ ακόμα ήταν ξένοι στην Αίγυ­πτο. Με την μεγάλη δύναμή του τους έβγαλε απ’ εκεί, και υπέμεινε τη διαγωγή τους σαράντα χρόνια στην έρημο. Εξολόθρεψε επτά έθνη στη Χαναάν και τους έδωσε κληρονομιά τη γη τους. Ύστερα από τετρακόσια πενήντα χρόνια τους έδωσε κριτές, μέχρι τον προφή­τη Σαμουήλ. Από κει κι έπειτα ζήτησαν βασιλιά, κι ο Θεός τους έδω­σε τα Σαούλ, γιο του Κις, από τη φυλή Βενιαμίν, για σαράντα χρόνια. Ύστερα τον καθαίρεσε, ανέδειξε βασιλιά τους το Δαβίδ κι έδωσε τη μαρτυρία του γι’ αυτόν λέγοντας: «Βρήκα το Δαβίδ, το γιο του Ιεσσαί, όπως τον θέλει η καρδιά μου· αυτός θα πραγματοποιήσει σ’ όλα το θέλημά μου». Κι όπως το είχε υποσχεθεί, έφερε ο Θεός τη σωτηρία στον Ισραήλ με έναν απόγονο του Δαβίδ, τον Ιησού. Προηγουμένως, πριν αρχίσει ο Ιησούς τη δημόσια δράση του, είχε κηρύξει ο Ιωάννης σ’ όλον το λαό του Ισραήλ να μετανοήσουν και να βαφτι­στούν. 

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 6: 5-14)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· Πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι; Τοῦτο δὲ ἔλεγε, πειράζων αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλε ποιεῖν. Ἀπεκρίθη αὐτῷ Φίλιππος· Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς, ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ. Λέγει αὐτῷ εἰς ἐκ τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου· Ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; Εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς· ποιήσατε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν· ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. Ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες, τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι. Ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εὐχαριστήσας διέδωκε τοῖς Μαθηταῖς, οἱ δὲ Μαθηταὶ τοῖς ἀνακειμένοις· ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον. Ὡς δὲ ἐνεπλήσθησαν, λέγει τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ· συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται. Συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων, ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων, ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν. Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγον· Ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Προφήτης, ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, σήκωσε τα μάτια ο Ιησούς και είδε ότι πολύς κόσμος ερχόταν προς το μέρος του, λέει στο Φίλιππο: «Από πού μπορούμε ν’ αγοράσουμε ψωμί, για να φάνε αυτοί οι άνθρωποι;» Αυτό το είπε για να δει τι θ’ απαντούσε ο Φίλιππος, επειδή ο ίδιος ήξερε τι έμελλε να κάνει. Ο Φίλιππος του απάντησε: «Ακόμα και διακόσια δηνάρια να δώσουμε για ψωμιά, δε θα φτάσουν ώστε να πάρει ο καθένας ένα μικρό κομμάτι». Ο Ανδρέας, ένας από τους μαθητές του, αδελφός του Σίμωνα Πέτρου, του λεει: «Είναι εδώ ένα παιδί που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά και δύο ψάρια· αλλά τι είναι αυτά για τόσους ανθρώπους;» Τότε είπε ο Ιησούς: «Φροντίστε να καθίσουν οι άνθρωποι κάτω για φαγητό». Το χορτάρι στην περιοχή ήταν πολύ. Κάθισαν λοιπόν κάτω· οι άντρες ήταν περίπου πέντε χιλιάδες. Πήρε τότε ο Ιησούς τα ψωμιά και, αφού είπε ευχαριστήρια προσευχή, τα μοίρασε στους μαθητές και οι μαθητές στον κόσμο που είχε καθίσει κάτω· παρομοίως κι από τα ψάρια έδινε όσο ήθελαν. Κι όταν χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: «Μαζέψτε τα κομμάτια που περίσσεψαν, για να μην πάει τίποτε χαμένο». Τα μάζεψαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με περισσεύματα από τα πέντε κρίθινα ψωμιά, κομμάτια που περίσσεψαν απ’ αυτούς που είχαν φάει. Όταν οι άνθρωποι είδαν πως έκανε ένα τέτοιο θαύμα, έλεγαν: «Σίγουρα αυτός είναι ο προφήτης που περιμένουμε να έρθει στον κόσμο».

Back To Top