Δευτέρα της Διακαινησίμου, 17η Απριλίου 2023
Σάββα του στρατηλάτου. Νεομαρτύρων Ιωάννου του ράπτου, του εξ Ιωαννίνων (†1526). Οσίων Ακακίου Β` επισκόπου Μελιτηνής, Κοσμά επισκόπου Χαλκηδόνος, του ομολογητού, Ευθυμίου του θαυματουργού, Ιωάννου του ησυχαστού και Ναυκρατίου του Στουδίτου. Οσίας Αθανασίας της εξ Αιγίνης (†1526).
Συμεώνος ιερομάρτυρος επισκόπου εν Περσία (†344), Αγαπητού πάπα Ρώμης (†536) Αδριανού μάρτυρος (†251), Μακαρίου επισκόπου Κορίνθου (1), του Νοταρά (†1805).
(1)Ο άγιος Μακάριος γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1731 και οι ευσεβείς γονείς του Γεώργιος και Αναστασία ανήκαν στην περίφημη οικογένεια των Νοταράδων. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ και τα εγκύκλια γράμματα τα έμαθε στην πατρίδα του. Από μικρή ηλικία εθέλγετο από τη μοναχική ζωή και άσκηση. Για το λόγο αυτό έφυγε κρυφά από τους γονείς του και πήγε στο Μέγα Σπήλαιο. Γρήγορα όμως ο πατέρας του τον ανακάλυψε και τον οδήγησε πίσω στο σπίτι τους, όπου ο Μιχαήλ αφοσιώθηκε στη μελέτη και σπουδή των Θείων Γραφών. Όταν αργότερα η Κόρινθος είχε έλλειψη διδασκάλου ανέλαβε εκείνος δωρεάν την εκπαίδευση και εν Κυρίω νουθεσία των νέων. Ως διδάσκαλος διέπρεψε όχι μόνο για τις πλούσιες και ανεξάντλητες γνώσεις του και τη μεταδοτικότητά του αλλά και τη σεμνότητα και το χαρακτήρα του. Η αγάπη και η εκτίμηση των συμπατριωτών του στο πρόσωπό του εκδηλώθηκε αμέσως μετά το θάνατο του επισκόπου τους Παρθενίου (1764) όταν πρότειναν στον Πατριάρχη Σαμουήλ ως διάδοχό του τον λαϊκό Μιχαήλ, ο οποίος εκάρη μοναχός μετονομασθείς σε Μακάριο και εν συνεχεία χειροτονήθηκε αθρόων επίσκοπος Κορίνθου. Στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου αναγκάσθηκε να καταφύγει με την οικογένειά του στη Ζάκυνθο και εν συνεχεία στην Ύδρα, όπου μόνασε σε κάποιο μοναστήρι. Όταν αργότερα τα πράγματα ηρέμησαν η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου εξέλεξε νέο επίσκοπο Κορίνθου ίσως διότι ο Μακάριος εγκατέλειψε την επαρχία του και έφυγε. Τότε ο Μακάριος άρχισε να περιφέρεται σε όλα τα περίφημα μοναστικά κέντρα της εποχής. Τελικά εγκαταστάθηκε στη Χίο, όπου μαζί με τον Αθανάσιο Πάριο και τον ιερομόναχο Νικηφόρο Χίου βρήκε τη ψυχική του γαλήνη. Εκοιμήθη ειρηνικά στις 17 Απριλίου 1805.
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 1: 12-17, 21-26)
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ὑπέστρεψαν οἱ ἀπόστολοι εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν. Καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου. Οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ. Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἀναστὰς Πέτρος ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν εἶπεν· ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσιν· Ἄνδρες ἀδελφοί, ἔδει πληρωθῆναι τὴν γραφὴν ταύτην, ἣν προεῖπε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον διὰ στόματος Δαυῒδ περὶ ᾿Ιούδα τοῦ γενομένου ὁδηγοῦ τοῖς συλλαβοῦσι τὸν ᾿Ιησοῦν, ὅτι κατηριθμημένος ἦν σὺν ἡμῖν καὶ ἔλαχε τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης. Δεῖ οὖν τῶν συνελθόντων ἡμῖν ἀνδρῶν ἐν παντὶ χρόνῳ, ἐν ᾧ εἰσῆλθε καὶ ἐξῆλθεν ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ Κύριος ᾿Ιησοῦς, ἀρξάμενος ἀπὸ τοῦ βαπτίσματος ᾿Ιωάννου ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἀνελήφθη ἀφ᾿ ἡμῶν, μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ γενέσθαι σὺν ἡμῖν ἕνα τούτων. Καὶ ἔστησαν δύο, ᾿Ιωσὴφ τὸν καλούμενον Βαρσαββᾶν, ὃς ἐπεκλήθη ᾿Ιοῦστος, καὶ Ματθίαν, καὶ προσευξάμενοι εἶπον· Σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα, λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη ᾿Ιούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον. Καὶ ἔδωκαν κλήρους αὐτῶν, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος ἐπὶ Ματθίαν, καὶ συγκατεψηφίσθη μετὰ τῶν ἕνδεκα ἀποστόλων.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνες τις μέρες, οι Απόστολοι γύρισαν στην Ιερουσαλήμ από το όρος των Ελαιών, που όταν κοντά στην Ιερουσαλήμ και απείχε περίπου ένα χιλιόμετρο. Κι όταν μπήκαν στην πόλη, ανέβηκαν στο ανώγι όπου έμεναν: ο Πέτρος, ο Ιωάννης, ο Ιάκωβος και ο Ανδρέας, ο Φίλιππος και ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος και ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος του Αλφαίου, ο Σίμων ο ζηλωτής και ο Ιούδας του Ιακώβου. Όλοι αυτοί, με μια ψυχή ήταν αφοσιωμένοι στην προσευχή και τη δέηση προς το Θεό. Mαζι τους ήταν και γυναίκες, καθώς και η Μαρία, μητέρα του Ιησού, και τα αδέρφια του. Μια από κείνες τις μέρες, σηκώθηκε ο Πέτρος, στάθηκε ανάμεσα στους μαθητές — είχαν συγκεντρωθεί περίπου εκατόν είκοσι πρόσωπα — και είπε: «Αδελφοί μου, δεν μπορούσε παρά να πραγματοποιηθούν αυτά τα λόγια της Γραφής. Τα είπε από παλιά το Άγιο Πνεύμα με το στόμα του Δαβίδ σχετικά με τον Ιούδα, που έγινε οδηγός εκείνων που συνέλαβαν τον Ιησού. Ήταν ένας από μας κι είχε αξιωθεί κι αυτός να λάβει το ίδιο λειτούργημα με το δικό μας. »Πρέπει, λοιπόν, ένας από τους άντρες που ήταν μαζί μας όλον τον καιρό που ο Κύριος, ο Ιησούς, συναναστράφηκε μ’ εμάς, αρχίζοντας από τότε που βαφτίστηκε από τον Ιωάννη, ως την ημέρα που αναλήφθηκε από ανάμεσά μας, να γίνει μάρτυρας μαζί μ’ εμάς ότι ο Ιησούς αναστήθηκε». Πρότειναν δύο: Τον Ιωσήφ, που τον έλεγαν Βαρσαββά και που πήρε και το όνομα Ιούστος, και το Ματθία. Ύστερα προσευχήθηκαν και είπαν: “Εσύ, Κύριε, που ξέρεις τις καρδιές όλων, δείξε μας ποιον από τους δύο αυτούς διάλεξες να αναλάβει τη θέση στο λειτούργημα αυτό και στην αποστολή που εγκατέλειψε ο Ιούδας και πήγε στη θέση που του άξιζε». Ύστερα έβαλαν κλήρους με τα ονόματά τους, κι ο κλήρος έπεσε στο Ματθία, που προστέθηκε στους έντεκα αποστόλους.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 1: 18-28)
Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε· ὁ μονογενὴς Υἱὸς ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός, ἐκεῖνος ἐξηγήσατο. Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ ᾿Ιωάννου, ὅτε ἀπέστειλαν οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἐξ ῾Ιεροσολύμων Ἱερεῖς καὶ Λευΐτας ἵνα ἐρωτήσωσιν αὐτόν· Σὺ τίς εἶ; Καὶ ὡμολόγησε, καὶ οὐκ ἠρνήσατο· καὶ ὡμολόγησεν ὅτι οὐκ εἰμὶ ἐγὼ ὁ Χριστός. Καὶ ἠρώτησαν αὐτόν· Τί οὖν; ᾿Ηλίας εἶ σύ; Καὶ λέγει· Οὐκ εἰμί. Ὁ προφήτης εἶ σύ; Καὶ ἀπεκρίθη· Οὔ. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Τίς εἶ; ἵνα ἀπόκρισιν δῶμεν τοῖς πέμψασιν ἡμᾶς· τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ; Ἔφη· Ἐγὼ, φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ· Εὐθύνατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, καθὼς εἶπεν ῾Ησαΐας ὁ Προφήτης. Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ τῶν Φαρισαίων· καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν καὶ εἶπον αὐτῷ· Τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς, οὔτε ᾿Ηλίας, οὔτε ὁ Προφήτης; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιωάννης λέγων· Ἐγὼ βαπτίζω ἐν ὕδατι· μέσος δὲ ὑμῶν ἕστηκεν ὃν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε· αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν μου γέγονεν· οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἀξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος. Ταῦτα ἐν Βηθανίᾳ ἐγένετο πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, ὅπου ἦν ᾿Ιωάννης βαπτίζων.
Νεοελληνική Απόδοση
Κανείς ποτέ δεν είδε το Θεό· μόνο ο μονογενής Υιός, που είναι μέσα στην αγκαλά του Πατέρα, εκείνος μας τον έκανε γνωστό. Αυτή είναι η μαρτυρία που έδωσε ο Ιωάννης, όταν οι Ιουδαίοι άρχοντες έστειλαν από τα Ιεροσόλυμα ιερείς και λευίτες να τον ρωτήσουν: «Εσύ ποιος είσαι;» Τότε αυτός διακήρυξε και δεν αρνήθηκε· διακήρυξε απερίφραστα: «Εγώ δεν είμαι ο Μεσσίας». «Τότε λοιπόν;” Τον ρώτησαν. «Μήπως είσαι ο Ηλίας;» Εκείνος είπε: «Όχι, δεν είμαι». «Μήπως είσαι ο προφήτης που περιμένουμε;» Κι απάντησε: «Όχι». Τότε του είπαν: «Ποιος είσαι; ώστε να δώσουμε απόκριση σ’ αυτούς που μας έστειλαν· τι έχεις να πεις για τον εαυτό σου;» Είπε: Εγώ είμαι, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη Ησαΐα, η φωνή εκείνου που κράζει στην έρημο: “ισιώστε το δρόμο, να περάσει ο Κύριος”. Μεταξύ των απεσταλμένων ήταν και Φαρισαίοι, που τον ρώτησαν: “Γιατί, λοιπόν, βαφτίζεις, αφού δεν είσαι ούτε ο Μεσσίας ούτε ο Ηλίας ούτε ο προφήτης που περιμένουμε;» Αυτός τους αποκρίθηκε: “Εγώ βαπτίζω με νερό ανάμεσά σας όμως βρίσκεται κιόλας εκείνος που εσείς δεν τον γνωρίζετε. Αυτός είναι που έρχεται ύστερα από μένα, που όμως υπάρχει πριν από μένα, κι εγώ δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί απ’ τα υποδήματά του». Αυτά συνέβαιναν στη Βηθανία, πέρα από τον Ιορδάνη, εκεί που βάπτιζε ο Ιωάννης.