skip to Main Content

Τετάρτη, 15η Φεβρουαρίου 2023

Ονησίμου (1) αποστόλου (†109). Οσίου Ευσεβίου († ε΄αι.). Μάρτυρος Μαΐωρος, Οσίου Ανθίμου (Βαγιάνου) εν Χίω († 1960).

(1)O άγιος Ονήσιμος, ήταν δούλος στο σπίτι του Ρωμαίου άρχοντα Φιλήμονα, ο οποίος έγινε χριστιανός από τον Απόστολο Παύλο και φερόταν σαν πατέρας στους δούλους του. Ωστόσο ο Ονήσιμος, αφού καταχράστηκε χρήματα από το σπίτι του κυρίου του, δραπέτευσε και πήγε στη Ρώμη όπου μη έχοντας εργασία, βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Τότε θυμήθηκε τις συζητήσεις στο σπίτι του κυρίου του για τους χριστιανούς τους οποίους πλησίασε και από τούς οποίους πληροφορήθηκε ότι ο Απόστολος Παύλος από τον οποίο τόσο πολύ είχε εντυπωσιαστεί, ήταν στη Ρώμη. Αποφασίζει να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και συνάντησε τον Απόστολο από τον οποίο διδάχθηκε την ορθόδοξη πίστη. O Ονήσιμος αφιερώθηκε στη διακονία του αποστόλου και των αδελφών του χριστιανών. Μετά το μαρτύριο του αποστόλου Παύλου, ο άγιος συνελήφθη και εξορίστηκε. Στην εξορία όμως ο Ονήσιμος, συνέχισε με ζήλο να κηρύττει το λόγο του Θεού και όταν ο έπαρχος Τερτύλλος επισκέφθηκε τον τόπο της εξορίας του και πληροφορήθηκε τη χριστιανική του δράση, διέταξε να συλληφθεί ο άγιος και να βασανιστεί. Μετά από φρικτά βασανιστήρια, ο άγιος παρέδωσε την άγια ψυχή του ως Μάρτυρας της εκκλησίας.

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Φιλημ. 1:1-25)

Παῦλος, δέσμιος Χριστοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ Τιμόθεος ὁ ἀδελφός, Φιλήμονι τῷ ἀγαπητῷ καὶ συνεργῷ ἡμῶν καὶ ᾿Απφίᾳ τῇ ἀγαπητῇ καὶ ᾿Αρχίππῳ τῷ συστρατιώτῃ ἡμῶν καὶ τῇ κατ᾿ οἶκόν σου ἐκκλησίᾳ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντοτε μνείαν σου ποιούμενος ἐπὶ τῶν προσευχῶν μου, ἀκούων σου τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πίστιν ἣν ἔχεις πρὸς τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ εἰς πάντας τοὺς ἁγίους, ὅπως ἡ κοινωνία τῆς πίστεώς σου ἐνεργὴς γένηται ἐν ἐπιγνώσει παντὸς ἀγαθοῦ τοῦ ἐν ἡμῖν εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν. Χάριν γὰρ ἔχομεν πολλὴν καὶ παράκλησιν ἐπὶ τῇ ἀγάπῃ σου, ὅτι τὰ σπλάγχνα τῶν ἁγίων ἀναπέπαυται διὰ σοῦ, ἀδελφέ. Διό, πολλὴν ἐν Χριστῷ παρρησίαν ἔχων ἐπιτάσσειν σοι τὸ ἀνῆκον, διὰ τὴν ἀγάπην μᾶλλον παρακαλῶ· τοιοῦτος ὅν, ὡς Παῦλος πρεσβύτης, νυνὶ δὲ καὶ δέσμιος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, παρακαλῶ σε περὶ τοῦ ἐμοῦ τέκνου, ὃν ἐγέννησα ἐν τοῖς δεσμοῖς μου, ᾿Ονήσιμον, τὸν ποτέ σοι ἄχρηστον, νυνὶ δὲ σοὶ καὶ ἐμοὶ εὔχρηστον, ὃν ἀνέπεμψα· σὺ δὲ αὐτόν, τοῦτ᾿ ἔστι τὰ ἐμὰ σπλάγχνα, προσλαβοῦ· ὃν ἐγὼ ἐβουλόμην πρὸς ἐμαυτὸν κατέχειν, ἵνα ὑπὲρ σοῦ διακονῇ μοι ἐν τοῖς δεσμοῖς τοῦ εὐαγγελίου· χωρὶς δὲ τῆς σῆς γνώμης οὐδὲν ἠθέλησα ποιῆσαι, ἵνα μὴ ὡς κατὰ ἀνάγκην τὸ ἀγαθόν σου ᾖ, ἀλλὰ κατὰ ἐκούσιον. Τάχα γὰρ διὰ τοῦτο ἐχωρίσθη πρὸς ὥραν, ἵνα αἰώνιον αὐτὸν ἀπέχῃς, οὐκέτι ὡς δοῦλον, ἀλλ᾿ ὑπὲρ δοῦλον, ἀδελφὸν ἀγαπητόν, μάλιστα ἐμοί, πόσῳ δὲ μᾶλλον σοὶ καὶ ἐν σαρκὶ καὶ ἐν Κυρίῳ! Εἰ οὖν με ἔχεις κοινωνόν, προσλαβοῦ αὐτὸν ὡς ἐμέ. Εἰ δέ τι ἠδίκησέ σε ἢ ὀφείλει, τοῦτο ἐμοὶ ἐλλόγει· ἐγὼ Παῦλος ἔγραψα τῇ ἐμῇ χειρί, ἐγὼ ἀποτίσω· ἵνα μὴ λέγω σοι ὅτι καὶ σεαυτόν μοι προσοφείλεις. Ναί, ἀδελφέ, ἐγώ σου ὀναίμην ἐν Κυρίῳ· ἀνάπαυσόν μου τὰ σπλάγχνα ἐν Κυρίῳ. Πεποιθὼς τῇ ὑπακοῇ σου ἔγραψά σοι, εἰδὼς ὅτι καὶ ὑπὲρ ὃ λέγω ποιήσεις. Ἅμα δὲ καὶ ἑτοίμαζέ μοι ξενίαν· ἐλπίζω γὰρ ὅτι διὰ τῶν προσευχῶν ὑμῶν χαρισθήσομαι ὑμῖν. Ἀσπάζεταί σε ᾿Επαφρᾶς ὁ συναιχμάλωτός μου ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, Μᾶρκος, ᾿Αρίσταρχος, Δημᾶς, Λουκᾶς, οἱ συνεργοί μου. ῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μετὰ τοῦ πνεύματος ὑμῶν· ἀμήν.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Ο Παύλος που είμαι φυλακισμένος για χάρη του Ιησού Χριστού, και ο Τιμόθεος ο αδελφός. Προς τον αγαπητό συνεργάτη μας Φιλήμονα. Γράφουμε σ’ εσένα, καθώς και στην αγαπητή Απφία, στον Άρχιππο, που αγωνίζεται τον ίδιο μ’ εμάς αγώνα, και στην εκκλησία που συναθροίζεται στο σπίτι σου. Ευχόμαστε ο Θεός Πατέρας μας κι ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν τη χάρη και την ειρήνη. Σε θυμάμαι πάντοτε στις προσευχές μου κι ευχαριστώ το Θεό μου, γιατί ακούω για την αγάπη που δείχνεις σ’ όλους τους χριστια­νούς, και για την πίστη που έχεις στον Κύριο Ιησού. Ζητώ από το Θεό, η πίστη που μας ενώνει να εκδηλώνεται έμπρακτα στη ζωή σου με όλο και μεγαλύτερη επίγνωση κάθε αγαθού πράγματος που υπάρ­χει ανάμεσά μας και μας οδηγεί στον Ιησού Χριστό. Η αγάπη σου μου έδωσε μεγάλη χαρά κι ενθάρρυνση, αδελφέ, γιατί ανακουφίστηκαν οι καρδιές των πιστών χάρη σ’ εσένα. Γι’ αυτό, παρ’ όλη την εξουσία που έχω από το Χριστό να σε προ­στάζω τι πρέπει να κάνεις, προτιμώ στο όνομα της αγάπης να σε παρακαλέσω. Εγώ, λοιπόν, ο Παύλος, έτσι που είμαι προχωρημένος στα χρόνια και τώρα μάλιστα φυλακισμένος για τον Ιησού Χριστό, σε παρακαλώ για τον Ονήσιμο, το παιδί μου, που εδώ στη φυλακή μου το γέννησα στη νέα πίστη. Αυτόν που σου ήταν κάποτε άχρηστος, και τώρα είναι χρήσιμος σ’ εσένα και σ’ εμένα, σου τον στέλνω πί­σω. Εσύ δέξου τον, αυτόν που είναι τα ίδια μου τα σπλάχνα.  Ήθελα να τον κρατήσω κοντά μου, ώστε να με διακονεί αντί για σένα, τώρα που είμαι στη φυλακή επειδή κηρύττω το ευαγγέλιο. Χωρίς τη συγ­κατάθεσή σου όμως δεν θέλησα να κάνω τίποτε, γιατί δε θέλω να σε αναγκάσω να μου κάνεις αυτό το καλό· προτιμώ να το κάνεις με τη θέλησή σου. Κι ίσως γι’ αυτό απομακρύνθηκε από σένα ο Ονήσιμος προσωρι­νά, για να τον πάρεις πίσω για πάντα. Όχι πια ως δούλο, αλλά πα­ραπάνω από δούλο, ως αγαπητό αδελφό. Σ’ εμένα είναι πράγματι πο­λύ αγαπητός, πολύ περισσότερο θα είναι σ’ εσένα και ως άνθρωπος και ως χριστιανός. Αν λοιπόν, με θεωρείς φίλο σου, δέξου τον σαν να ήμουν εγώ. Κι αν σε ζημίωσε ή σου χρωστάει κάτι, χρέωσέ το σ’ εμένα. Εγώ ο Παύλος το γράφω με το ίδιο μου το χέρι, εγώ θα σου το ξεπληρώσω για να μη σου πω ότι εσύ μου χρωστάς περισσότερα — τον ίδιο τον εαυτό σου. Ναι, αδελφέ μου, ας πάρω κι εγώ κάτι από σένα για χάρη του Κυρίου· ανακούφισε την καρδιά μου στ’ όνομα του Χριστού. Αυτά σου τα γράφω επειδή έχω εμπιστοσύνη ότι θα με υπακούσεις και μάλιστα είμαι βέβαιος ότι θα κάνεις ακόμη περισσότερα απ’ όσα γράφω. Συνάμα, ετοίμασέ μου και φιλοξενία, γιατί ελπίζω ότι οι προσευχές σας θα έχουν ως αποτέλεσμα να έρθω πάλι κοντά σας. Σε ασπάζονται ο Επαφράς, που είναι φυλακισμένος μαζί μου για τον Ιησού Χριστό, ο Μάρκος, ο Αρίσταρχος, ο Δημάς και ο Λουκάς, οι συνεργάτες μου. Εύχομαι η χάρη του Κυρίου Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας. Αμήν.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 14:43-72, 15: 1)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ,  λαλοῦντος τοῦ ᾿Ιησοῦ πρός τούς Μαθητάς, παραγίνεται ᾿Ιούδας εἷς ὤν τῶν Δώδεκα, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν Ἀρχιερέων καὶ Γραμματέων καὶ τῶν Πρεσβυτέρων. Δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· Ὅν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν, καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς. Καὶ ἐλθὼν, εὐθέως προσελθὼν αὐτῷ λέγει· Ῥαββί, Ῥαββί· καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. Οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν, καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ Ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς, εἶπεν αὐτοῖς· Ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με; καθ᾿ ἡμέραν ἤμην πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ Ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με· ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ Γραφαί. Καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες. Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθει αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι. Ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν. Καὶ ἀπήγαγον τὸν ᾿Ιησοῦν πρὸς τὸν Ἀρχιερέα· καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι καὶ οἱ Γραμματεῖς. Καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ, ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ἀρχιερέως· καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν, καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς. Οἱ δὲ Ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον. Πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν. Καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, λέγοντες· Ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος· Ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον, καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω. Καὶ οὐδὲ οὕτως, ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν. Καὶ ἀναστὰς ὁ Ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον, ἐπηρώτα τὸν ᾿Ιησοῦν, λέγων· Οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; Ὁ δὲ ἐσιώπα, καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. Πάλιν ὁ Ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν, καὶ λέγει αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Εὐλογητοῦ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· Ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως, καὶ ἐρχόμενον μετά τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς διαρρήξας τόν χιτῶνα αὐτοῦ, λέγει· Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἠκούσατε τῆς βλασφημίας· Τί ὑμῖν φαίνεται; Οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν, εἶναι ἔνοχον θανάτου. Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ, καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ κολαφίζειν αὐτὸν, καὶ λέγειν αὐτῷ· Προφήτευσον· καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον. Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου ἐν τῇ αὐλῇ κάτω, ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ Ἀρχιερέως· καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον, ἐμβλέψασα αὐτῷ, λέγει· Καὶ σὺ μετὰ τοῦ Ναζαρηνοῦ ᾿Ιησοῦ ἦσθα. Ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· Οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. Καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον· καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε. Καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν, ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστηκόσιν· Ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν. Ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. Καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· Ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ, καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει. Ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν· Ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, ὃν λέγετε. καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε· καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος,  οὗ εἶπεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· Ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς. Καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε. Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωῒ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ Ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν Πρεσβυτέρων καὶ Γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπήνεγκαν, καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ.

Νεοελληνική Απόδοση 

Εκείνο τον καιρό, Κι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε ο Ιησούς, φτάνει ο Ιούδας ο Ισκα­ριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του ένα πλήθος από ανθρώ­πους οπλισμένους με ξίφη και ρόπαλα, σταλμένους από τους αρχιε­ρείς, τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους του συνεδρίου. Αυτός που θα τον πρόδιδε τους είχε δώσει το εξής συνθηματικό ση­μάδι: «Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και μεταφέρετέ τον με μέτρα ασφαλείας». Πλησίασε τότε αμέσως ο Ιούδας λέγοντας: «χαίρε Δάσκαλε!» και τον φίλησε θερμά. Αυτοί τότε συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν. Κάποιος όμως από τους παρόντες έσυρε τη μάχαιρά του, χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του έκοψε τ’ αυτί. Ο Ιησούς απευθύνθηκε σ’ αυτούς και τους είπε: «Ληστής είμαι, και βγήκατε με ξίφη και ρόπαλα να με συλλάβετε; κάθε μέρα ήμουν ανάμεσά σας στο ναό και δίδασκα, και δε με συλλάβατε· αλ­λά έγινε έτσι για να επαληθευτούν οι Γραφές» Όλοι τότε τον εγ­κατέλειψαν κι έφυγαν. Ένας νέος τον ακολούθησε περιτυλιγμένος κατάσαρκα μ’ ένα σεντόνι, αλλά τον έπιασαν άλλοι νέοι. Αυτός όμως άφησε τα σεντόνι στα χέρια τους κι έφυγε γυμνός. Έσυραν τον Ιησού στον αρχιερέα· εκεί συγκεντρώθηκαν όλοι οι αρχιερείς, οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. Ο Πέτρος τον ακολούθησε από μακριά ως μέσα στην αυλή στο παλάτι του αρχιερέα· εκεί καθόταν με τους υπηρέτες και ζεσταινόταν κοντά στη φωτιά. Οι αρχιερείς κι ολόκληρο τα συνέδριο αναζητούσαν μια μαρτυ­ρία εναντίον του Ιησού, ώστε να τον καταδικάσουν σε θάνατο, αλλά δεν έβρισκαν. Πολλοί τον κατηγορούσαν με ψεύτικες μαρτυρίες, μα οι μαρτυρίες δε συμφωνούσαν μεταξύ τους. Παρουστάστηκαν τότε μερικοί ψευδομάρτυρες και είπαν εναντίον του: «Εμείς τον ακούσαμε να λεει: «θα γκρεμίσω το ναό αυτόν που έγινε από ανθρώπινα χέρια και σε τρεις μέρες θα οικοδομήσω άλλον, που δεν θα τον έχουν φτιάξει ανθρώπινα χέρια». Αλλά και σ’ αυτό δε συμφω­νούσαν οι μαρτυρίες τους. Σηκώθηκε τότε ο αρχιερέας στη μέση και ρώτησε τον Ιησού: «Δεν έχεις να πεις τίποτε; Τι είναι αυτά που σε κατη­γορούν;» Ο Ιησούς όμως σιωπούσε και δεν έδινε καμιά απάντηση. Πάλι ο αρχιερέας τον ρώτησε: “Εσύ είσαι ο Μεσσίας, ο «Υιός του ευ­λογημένου Θεού;» Τότε ο Ιησούς είπε: «Εγώ είμαι. Και θα δείτε τον Υιό του Ανθρώπου να κάθεται στα «δεξιά του παντοδύναμου Θεού, και να έρχεται πάνω στα σύννεφα του ουρανού”. Ο αρχιερέας τότε ξέσκισε τα ρούχα του από αγανάκτηση και είπε: «τι μας χρειάζονται τώρα πια οι μάρτυρες; Ακούσατε, βέβαια, τα βλάσφημα λόγια του. Τι απόφαση παίρνετε;» Και όλοι έκριναν πως είναι ένοχος και πρέπει να θανατωθεί. Άρχισαν, λοιπόν, μερικοί να τον φτύνουν. Του σκέπαζαν το πρόσωπο, τον χαστούκιζαν και τον ρωτούσαν: «Αφού είσαι προφήτης, πες μας ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε». Και οι υπηρέτες τού έδιναν ραπίσματα. Ενώ ο Πέτρος ήταν κάτω στην αυλή, έρχεται μια από τις δούλες του αρχιερέα, και βλέποντάς τον να ζεσταίνεται, τον κοίταξε και του είπε: «Κι εσύ ήσουν με τον Ιησού τα «Ναζαρηνό». Αυτός αρνήθηκε λέγοντας: “Ούτε ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι λες». Βγήκε έξω στο προαύλιο και τότε λάλησε ο πετεινός. Η δούλη που τον είδε άρχισε πάλι να λεει ο αυτούς που βρίσκον­ταν εκεί: «Κι αυτός είναι από κείνους». Αυτός όμως πάλι αρνιόταν. Ύστερα από λίγο πάλι οι παρευρισκόμενοι έλεγαν στον Πέτρο: «Α­σφαλώς κι εσύ είσαι απ’ αυτούς, γιατί είσαι Γαλιλαίος, όπως δείχνει κι η προφορά σου». Ο Πέτρος όμως άρχισε να ορκίζεται: «Ο Θεός να με τιμωρήσει αν ξέρω τον άνθρωπο αυτόν για τον οποίο μιλάτε». Κι αμέσως για δεύτερη φορά λάλησε ο πετεινός. Θυμήθηκε τότε ο Πέτρος τι του είχε πει ο Ιησούς, ότι δηλαδή πριν λαλήσει δυο φορές ο πε­τεινός, τρεις φορές θ’ αρνηθείς πως με ξέρεις. Και άρχισε να κλαίει. Νωρίς το πρωί οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς κι ολόκληρο το συνέδριο συγκεντρώθηκαν και πήραν την απόφαση: αφού έδεσαν τον Ιησού, τον πήγαν και τον πα­ρέδωσαν στον Πιλάτο.

Back To Top