skip to Main Content

Μνήμη Αυστρίας Μιχαήλ και Αδριανουπόλεως Δαμασκηνού των υπέρπυρων Αρχιερέων

του Διακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου

«Μακάριοι οἱ νεκροί οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι… ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν· τά γάρ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν» (Ἀποκ. ιδ’ 13)

Το τελευταίο τρίμηνο του έτους 2011, εκοιμήθησαν εν Κυρίω, δύο εκ των κορυφαίων Ιεραρχών του Οικουμενικού Πατριαρχείου, των θεολογικών γραμμάτων και των διαχριστιανικών και διαθρησκειακών διαλόγων.

Οι αείμνηστοι Μητροπολίτες Αυστρίας Μιχαήλ και Αδριανουπόλεως Δαμασκηνός (ο από Ελβετίας), οι επί δεκαετίες βαστάσαντες στους ώμους τους τον βαρύ αλλά χρηστόν ζυγό της ιερωσύνης και αρχιερωσύνης, υπερβαίνοντες και το  «εν δυναστείαις» Δαυϊτικό όριο ηλικίας κατά την μακρά και ευδόκιμο εκκλησιαστική τους διακονία, αυξηθέντες, ωριμάσαντες και δοκιμασθέντες «ως οι παίδες εν καμίνω»  από την ασθένεια, θερίσθησαν όντως «κατά καιρόν θεριζόμενοι» υπό του ουρανίου γεωργού των ψυχών την 18η Οκτωβρίου και 5η Νοεμβρίου 2011, αντίστοιχα.

Οι μακαριστοί δεν «επλήρωσαν χρόνους μακρούς» (Σοφ. Σολ. 4:10). Δεν εξεδήμησε «εν πολιά γήρως» (ο.π). Κατά τα χριστομίμητα έτη όμως, στην διάρκεια των οποίων ποίμαναν την εκλογάδα τους, έδωσαν το στίγμα του αγίου επισκόπου, με φρόνημα χριστοκεντρικό, φρόνημα αγάπης, καταλλαγής και ενότητος· «τα δε έργα του ακολουθεί μετ’ αυτού».


Η αρχιερατεία και των δύο υπήρξε πολυκύμαντος. Σφυρηλατήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Ποιμαντορίας τους «ως σίδηρος επί του άκμονος». Μέσα, όμως, στην τρικυμιώδη θάλασσα των περιστάσεων, αναδείχθηκαν άξιοι κυβερνήτες, εργαζόμενοι το έργο του Χριστού αθόρυβα, δημιουργικά, ανεπίφθονα, με ορθόδοξο ήθος, με σεμνότητα και ιεροπρέπεια. 

Οι μακαριστοί Ιεράρχες συνδέονταν με μακρά πνευματική φιλία με τον Μητροπολίτη Κωνσταντίας και Αμμοχώστου Βασίλειο αλλά και με την πόλη του Παραλιμνίου.

Μάλιστα ο Πανιερώτατος ο οποίος είχε διετελέσει διάκονος του Μητροπολίτου Αδριανουπόλεως Δαμασκηνού και στη συνέχεια πρώτος Πρωτοσύγκελλος στην Ιερά Μητρόπολη Ελβετίας κατά τα έτη 1982 – 1991, κατέγραψε την πλούσια εκκλησιαστική δράση και προσφορά του  σε κείμενο υπό τον τίτλο «Ο Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δαμασκηνός και οι πνευματικές μου καταβολές» . 

Ο δε αρχοντικός Μητροπολίτης Αυστρίας κυρός Μιχαήλ, ο άνθρωπος με το πηγαίο χιούμορ, άφησε ιδιαίτερα έντονη τη μνήμη του στο λαό του Παραλιμνίου και όλοι με νοσταλγία θυμούνται την παρουσία του. 

Πάντοτε, σε κάθε Θεία Λειτουργία, μνημονεύονται τα ονόματά τους, ενώ καθ’ έτος τελείται στην Ιερά μας Μητρόπολη και το Αρχιερατικό μνημόσυνο. Το φετινό μνημόσυνο θα τελεστεί την ερχόμενη Κυριακή, 30 Οκτωβρίου 2022, στον Ιερό Ναό Αποστόλου Βαρνάβα Συνοικισμού Δερύνειας.  

Να έχουμε την ευχή τους.

Ο Μητροπολίτης Αυστρίας Μιχαήλ, κατά κόσμο Στάικος, υιός του εξ Αλεξανδρείας Θεοδώρου Στάικου και της εκ Σμύρνης Αργυρούς Δημάκη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου το 1946. Εκεί έμαθε τα πρώτα του γράμματα και συγκεκριμένα στο Λεόντιο Σχολή απ’ όπου αποφοίτησε το 1964. Αμέσως μετά τις εγκύκλιες σπουδές του μετέβη στη Βιέννη όπου εγκαταστάθηκε πλέον μόνιμα πλησίον των οικείων του.

Τον Αύγουστο του 1965 προσελήφθη στην υπηρεσία της Ιεράς Μητροπόλεως Αυστρίας ως Γραμματέας του τότε Μητροπολίτου Χρυσοστόμου και της Ελληνικής Κοινότητας της Αγίας Τριάδος Βιέννης, ενώ από το 1970 και εξής ανέλαβε ως αρχισυντάκτης, εκτός των γραμματειακών του υποχρεώσεων, και την ευθύνη του περιοδικού Στάχυς.

Τον Οκτώβριο του 1979 εισήχθη στο τμήμα Ποιμαντικής, της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, από το οποίο αποφοίτησε το 1983. Παρακολούθησε μαθήματα Γερμανικής Φιλολογίας, Φιλοσοφίας και Εκκλησιαστικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.

Στις 21 Νοεμβρίου 1977 χειροτονήθηκε από τον Γέροντά του, Μητροπολίτη Αυστρίας Χρυσόστομο Τσίτερ, διάκονος και την επομένη, 22 Νοεμβρίου, πρεσβύτερος, ενώ παράλλληλα προχειρίσθηκε και Αρχιμανδρίτης. Αμέσως ανέλαβε τα καθήκοντα του Πρωτοσυγκέλλου της Ιεράς Μητροπόλεως Αυστρίας και Εξαρχίας Ιταλίας, Ελβετίας και Ουγγαρίας, Προιστάμενος των δύο ιστορικών Ναών της Ελληνικής Κοινότητας της Βιέννης, του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Τριάδος και Διευθυντής της Ελληνικής Εθνικής Σχολής.

Στις 5 Νοεμβρίου του 1985, μετά από πρόταση του Γέροντός του, εξελέγη παμψηφεί από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Επίσκοπος Χριστουπόλεως ως Βοηθός της Μητροπόλεως Αυστρίας και μετά από έξι χρόνια  ακριβώς εξελέγη Μητροπολίτης Αυστρίας και έξαρχος Ουγγαρίας και Μεσευρώπης.

Μετά την εκλογή του ως Μητροπολίτου Αυστρίας αναλαμβάνει με πολύ ζήλο την αναδιοργάνωση των ενοριών της Αυστρίας και ακόμη την δημιουργία νέων. Καταφέρνει την αναβίωση της παρουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ουγγαρία και με πολύ κόπο επιτυγχάνει την νομική αναγνώριση της Εξαρχίας της Ουγγαρίας από το Ουγγρικό Κράτος. Παράλληλα διοργανώνει τα Γραφεία της Εξαρχίας με το Παρεκκλήσιό της στη Βουδαπέστη, ενώ με τη φροντίδα του και την επιστασία του οικοδομήθηκε εκ βάθρων περικαλλής Ιερός Ναός με Πνευματικό Κέντρο στον οποίο βαπτίστηκαν ομαδικώς οι ομογενείς πολιτικοί πρόσφυγες που διέμεναν εκεί.

Στην έντονη εκκλησιαστική δραστηριότητα του Μητροπολίτου Μιχαήλ συγκαταλέγεται επίσης η κατ’ επανάληψη επίσημη εκπροσώπηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε Διορθόδοξες και Διαχριστιανικές αποστολές, η συμμετοχή του σε Πατριαρχικές Εξαρχίες, η αντιπροσώπευση του Οικουμενικού Θρόνου στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Τσεχίας και Σλοβακίας, η ευθύνη προγραμματισμού των Ορθόδοξων και Οικουμενικών εκπομπών στην Αυστριακή Ραδιοφωνία και Τηλεόραση, η προπαρασκευή οικουμενικών εκδηλώσεων σε παναυστριακό και πανευρωπαϊκό επίπεδο και η συμμετοχή του σε επίσημες αποστολές του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών και του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.

Ήταν Λέκτορας του Πανεπιστημίου της Βιέννης στο οποίο δίδαξε τα μαθήματα της Νεοελληνικής γλώσσας, ενώ στη Φιλοσοφική και τη Ρωμαιοκαθολική Θεολογική Σχολή δίδαξε Ορθόδοξη Θεολογία. Διετέλεσε Πρόεδρος του Οικουμενικού Συμβουλίου Εκκλησιών της Αυστρίας από το 1996 έως και το 1999 ενώ ως μέλος του Διομολογιακού Αυστριακού Συμβουλίου της Ευρώπης συμμετείχε σε Επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες.

Είχε τιμηθεί με αρκετές τιμητικές διακρίσεις από Κυβερνήσεις Κρατών, προσφάτως μάλιστα από το Ελληνικό Κράτος και από το Αυστριακό Κράτος, από Ορθόδοξες Εκκλησίας και Πατριαρχεία ενώ έχει δημοσιεύσει αρκετά άρθα, μελέτες, λόγους και βιβλία.

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Αυστρίας Μιχαήλ, διακρίθηκε για το ορθόδοξο ήθος του και για την αγάπη και αφοσίωσή του στον Οικουμενικό Θρόνο και στο πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ήταν ρέκτης της εκκλησιαστικής μουσικής και λειτουργικής παράδοσης, φιλακόλουθος και φιλάγιος, επισκεπτόταν συχνά πυκνά το Άγιο Όρος και στήριζε με το δικό του διακριτικό και ευγενικό τρόπο τον αγιορείτικο μοναχισμό.

Πάντοτε ειλικρινής και άδολος αγαπούσε την τάξη της Εκκλησίας και δεν δίσταζε με ελευθερία και ευθύτητα να στηρίζει τις θέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο χώρο της Ευρώπης αλλά και σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίας. Η αγάπη του, η ευγένειά του, η φιλοξενία του, η καλοσύνη του, είναι μερικές από τις σπάνιες αρετές που σκιαγραφούν τη μορφή του εκλιπόντος Ιεράρχου.

Ο Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Δαμασκηνός γεννήθηκε στο Κάτω Χρυσοβίτση Αιτωλίας το έτος 1936. Τα εγκύκλια μαθήματα παρακολούθησε στο Γυμνάσιο του Θερμου. Σπούδασε Θεολογία στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης από την οποία αποφοίτησε το έτος 1959. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε Διάκονος και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές στις Θεολογικές και Φιλοσοφικές Σχολές των Πανεπιστημίων Βόννης και Μαρμπουργκ (1959-1965), στη Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία και στη Φιλοσοφία της Θρησκείας. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών του, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος (1961) και προεχειρίσθηκε σε Αρχιμανδρίτη. Η διδακτορική διατριβή του υπό τον τίτλο «Ίδρυσις και οργάνωσις της Αρμενικῆς Εκκλησίας μέχρι της Α´ Οικουμενικής Συνόδου» στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1966) έχει μεταφρασθεί και στην αρμενική γλώσσα.

Με απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου ορίσθηκε Ηγούμενος του νεοσύστατου ορθοδόξου μοναστικού κέντρου στο Τaize της Γαλλίας (1965). Το έτος 1969 διορίσθηκε Προϊστάμενος του εν Chambesy Γενεύης Ορθοδόξου Κεντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αναλαμβάνοντας συγχρόνως και την ευθύνη της Γραμματείας επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία εδρεύει στο Ορθόδοξο Κέντρο.

Το οφφίκιο του Μ. Αρχιμανδρίτου της Αγίας του Χριστού Μ. Εκκλησίας έλαβε το έτος 1969 υπό του αοιδίμου Πατριάρχου Αθηναγόρου. Το έτος 1970 εξελέγη από την Αγία και Ιερά Σύνοδο Μητροπολίτης Τρανουπόλεως, το δε έτος 1975 η Μητρόπολις Τρανουπόλεως ανυψώθη στο πρόσωπό του στην τάξη των εν ενεργεία Μητροπόλεων του Θρόνου. Το έτος 1982 κατεστάθη πρώτος Μητροπολίτης της αρτισυστάτου Ιεράς Μητροπόλεως Ελβετίας. Εκπροσώπησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε αποστολές και συνέδρια. Κατά τον Ιανουάριο του έτους 2003 μετετέθη στην Ιερά Μητρόπολη Αδριανουπόλεως.

Υπήρξε Αντεπιστέλλον Μελος της Ακαδημίας Αθηνών, Πρόεδρος του Ιδρύματος Διαθρησκειακών και Διαπολιτισμικών ερευνών και διαλόγων, Μέλος της Διεθνούς Συμβουλευτικής Διαθρησκειακής Επιτροπής της UNESCO, Μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Αντιπρόεδρος του διεθνούς Ιδρύματος Fondation Latsis Internationale, Επίτιμο Μέλος του Ιδρύματος Ρro Oriente της Βιέννης και Μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Θρησκευτικών Επιστημών.

Διετέλεσε Καθηγητής της ρωμαιοκαθολικής πανεπιστημιακής Θεολογικής Σχολής της Λουκέρνης, ένας εκ των Προέδρων της Διασκέψεως Ευρωπαϊκών Εκκλησιών (1986-1992), Πρόεδρος της Διεθνούς Ακαδημίας Θρησκευτικών Επιστημών, Πρόεδρος των Διορθοδόξων Επιτροπών του Διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας μετά της Παλαιοκαθολικής Εκκλησίας, και μετά των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, Πρόεδρος, από χριστιανικής πλευράς, των διμερών Ακαδημαϊκών Συναντήσεων μετά του Ιουδαϊσμού και του Ισλάμ και Πρύτανις του παρά τω Ορθοδόξῳ Κεντρω του Οικουμενικού Πατριαρχείου Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Σπουδών Ορθοδόξου Θεολογίας.

Τιμήθηκε δια του τίτλου του Επιτίμου Διδάκτορος υπό των Ορθοδόξων Θεολογικών Σχολών του Βουκουρεστίου (1981), του Βελιγραδίου (1982), του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1985), του Πρέσωβ (1987), του Εθνικού καί Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (1990), της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας (1992), του Πανεπιστημίου «Άγιος Κλήμης Αχρίδος» της Σόφιας (1999), και του Πανεπιστημίου «Αλέξανδρος Ιω. Κούζα» του Ιασίου (1999)• υπό των Ρωμαιοκαθολικών Θεολογικών Σχολών του Πανεπιστημίου της Βοννης (1986) και του Ποντηφικού Πανεπιστημίου «Αγιος Θωμάς» της Μανίλας των Φιλιππίνων Νησων (1998)• υπό της Παλαιοκαθολικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βερνης (1987) και υπό της Αυτονόμου Προτεσταντικής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Γενεύης (1999), υπό του Κρατικού Πανεπιστημίου του Μινσκ της Λευκορρωσίας (1998) και υπό του Τμήματος Ιστορίας- Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1998).

Για την ποικίλη προσφορά του στην προώθηση των διορθοδόξων και των διεκκλησιαστικών σχέσεων της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχει τιμηθεί δια των ανωτάτων τιμητικών διακρίσεων πολλών Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Είναι ο πρώτος στον οποίο απενεμήθη την 5ην Δεκεμβρίου 1992, το βραβείο Abt Emmanuel Heufelder της ρωμαιοκαθολικής Μονής των Βενεδικτίνων του Niederaltaich, σε επιβράβευση της διακονίας του για την ενότητα των Εκκλησιών. Η βιογραφία του περιλαμβάνεται στο τόμο «Θεολογικά Πορτραίτα. Ελβετοί και Ελβετίδες Θεολόγοι στον 19ον και τον 20ον αιώνα», ο οποίος κυκλοφόρησε με την ευκαιρία της 150ης επετείου της Ελβετικής Συνομοσπονδίας (1998).

©®pndiaconia.imc. Απαγορεύεται ρητά η χρήση, αναπαραγωγή ή αναδημοσίευσή της παρούσης, ολική ή μερική, χωρίς να έχει χορηγηθεί άδεια από τον συντάκτη.

Back To Top