skip to Main Content

Παρασκευή, 13η Μαΐου 2022

Αποστολικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Πραξ. 8: 40, 9: 1-18)

Ἐν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις,  Φίλιππος εὑρέθη εἰς ῎Αζωτον, καὶ διερχόμενος εὐηγγελίζετο τὰς πόλεις πάσας ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς Καισάρειαν.  ῾Ο δὲ Σαῦλος ἔτι ἐμπνέων ἀπειλῆς καὶ φόνου εἰς τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, προσελθὼν τῷ ἀρχιερεῖ ᾐτήσατο παρ᾿ αὐτοῦ ἐπιστολὰς εἰς Δαμασκὸν πρὸς τὰς συναγωγάς, ὅπως ἐάν τινας εὕρῃ τῆς ὁδοῦ ὄντας, ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας, δεδεμένους ἀγάγῃ εἰς ῾Ιερουσαλήμ. Ἐν δὲ τῷ πορεύεσθαι ἐγένετο αὐτὸν ἐγγίζειν τῇ Δαμασκῷ, καὶ ἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ πεσὼν ἐπὶ τὴν γῆν ἤκουσε φωνὴν λέγουσαν αὐτῷ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; Εἶπε δέ· Τίς εἶ, Κύριε; Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· Ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς ὃν σὺ διώκεις· [σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. Τρέμων τε καὶ θαμβῶν εἶπε· Κύριε, τί με θέλεις ποιῆσαι; Καὶ ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν·] ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι τί σε δεῖ ποιεῖν. Οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεισαν ἐνεοί, ἀκούοντες μὲν τῆς φωνῆς, μηδένα δὲ θεωροῦντες. Ἠγέρθη δὲ ὁ Σαῦλος ἀπὸ τῆς γης, ἀνεῳγμένων τε τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ οὐδένα ἔβλεπε· χειραγωγοῦντες δὲ αὐτὸν εἰσήγαγον εἰς Δαμασκόν. Καὶ ἦν ἡμέρας τρεῖς μὴ βλέπων, καὶ οὐκ ἔφαγεν οὐδὲ ἔπιεν. ῏Ην δέ τις μαθητὴς ἐν Δαμασκῷ ὀνόματι ᾿Ανανίας, καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος ἐν ὁράματι· ᾿Ανανία. Ὁ δὲ εἶπεν· Ἰδοὺ ἐγώ, Κύριε. Ὁ δὲ Κύριος πρὸς αὐτόν· Ἀναστὰς πορεύθητι ἐπὶ τὴν ῥύμην τὴν καλουμένην εὐθεῖαν καὶ ζήτησον ἐν οἰκίᾳ ᾿Ιούδα Σαῦλον ὀνόματι Ταρσέα· ἰδοὺ γὰρ προσεύχεται, καὶ εἶδεν ἐν ὁράματι ἄνδρα ὀνόματι ᾿Ανανίαν εἰσελθόντα καὶ ἐπιθέντα αὐτῷ χεῖρα, ὅπως ἀναβλέψῃ. Ἀπεκρίθη δὲ ᾿Ανανίας· Κύριε, ἀκήκοα ἀπὸ πολλῶν περὶ τοῦ ἀνδρὸς τούτου, ὅσα κακὰ ἐποίησε τοῖς ἁγίοις σου ἐν ῾Ιερουσαλήμ· καὶ ὧδε ἔχει ἐξουσίαν παρὰ τῶν ἀρχιερέων δῆσαι πάντας τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ ὄνομά σου. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ Κύριος· Πορεύου, ὅτι σκεῦος ἐκλογῆς μοί ἐστιν οὗτος τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομά μου ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων υἱῶν τε ᾿Ισραήλ· ἐγὼ γὰρ ὑποδείξω αὐτῷ ὅσα δεῖ αὐτὸν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός μου παθεῖν. ᾿Απῆλθε δὲ ᾿Ανανίας καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ ἐπιθεὶς ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας εἶπε· Σαοὺλ ἀδελφέ, ὁ Κύριος ἀπέσταλκέ με, ᾿Ιησοῦς ὁ ὀφθείς σοι ἐν τῇ ὁδῷ ᾗ ἤρχου, ὅπως ἀναβλέψῃς καὶ πλησθῇς Πνεύματος ῾Αγίου. Καὶ εὐθέως ἀπέπεσον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡσεὶ λεπίδες, ἀνέβλεψε τε, καὶ ἀναστὰς ἐβαπτίσθη, καὶ λαβὼν τροφὴν ἐνίσχυσεν.

 

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνες τις μέρες, ο Φίλιππος βρέθηκε στην Άζωτο. Από κει, κι ώσπου να φτάσει στην Καισάρεια, κήρυττε το ευαγγέλιο σ’ όλες τις πόλεις απ’ όπου περνούσε. Στο μεταξύ ο Σαύλος συνέχιζε να έχει απειλητικές και φονικές διαθέσεις για τους μαθητές του Κυρίου· πήγε στον αρχιερέα και του ζήτησε συστατικές επιστολές για τις συναγωγές στη Δαμα­σκό. Όποιους θα ’βρισκε εκεί να ακολουθούν την οδό του Κυρίου, άντρες και γυναίκες, ήθελε να τους φέρει δεμένους στην Ιερουσαλήμ. Καθώς πήγαινε, όταν πλησίαζε στην Δαμασκό, ξαφνικά τον φώτισε μια αστραπή από τον ουρανό. Έπεσε στη γη κι άκουσε μια φωνή να του λεει: «Σαούλ. Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;» Αυτός ρώτησε: “Ποιος είσαι, Κύριε;” κι ο Κύριος απάντησε: «Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ τον καταδιώκεις. Σήκω όμως και μπες στην πόλη· εκεί θα σου πούνε τι πρέπει να κάνεις». Οι άντρες που τον συνόδευαν έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα· γιατί άκουγαν τη φωνή, δεν έβλεπαν όμως κανένα. Ο Σαύλος σηκώθηκε πάνω και ενώ τα μάτια του όταν ανοιχτά, δεν έβλεπε τίποτε. Οι συνοδοί του τον έπιασαν από το χέρι και τον ο­δήγησαν στη Δαμασκό. Τρεις μέρες όταν τυφλός. Στο διάστημα αυτό ούτε έφαγε ούτε ήπιε. Στη Δαμασκό ζούσε ένας μαθητής που τον έλεγαν Ανανία. Σ’ αυ­τόν φανερώθηκε σε όραμα ο Κύριος και του είπε: «Ανανία» κι αυτός απάντησε: Ορίστε, Κύριε!» Κι ο Κύριος του λεει: “Σήκω και πήγαινε στην οδό που λέγεται Ευθεία. Εκεί, στο σπίτι του Ιούδα, ζήτησε κά­ποιον από την Ταρσό που λέγεται Σαύλος. Αυτή τη στιγμή προσεύχε­ται, και είδε σε όραμα κάποιον που λέγεται Ανανίας να μπαίνει και ν’ ακουμπάει πάνω του το χέρι του για να ξαναβρεί το φως του». Ο Ανανίας απάντησε: «Κύριε, από πολλούς έχω ακούσει πόσα δεινά ο άνθρωπος αυτός προκάλεσε στους πιστούς σου στην Ιερουσαλήμ. Κι εδώ που ήρθε έχει εξουσιοδότηση από τους αρχιερείς να συλλάβει όλους εκείνους που ομολογούν το όνομά σου». Κι ο Κύριος του είπε: «Πήγαινε, γιατί αυτόν τον διάλεξα εγώ για να τον χρησι­μοποιήσω ως όργανο που θα με κάνει γνωστό στα έθνη και στους άρ­χοντές τους και στον ισραηλιτικό λαό. Κι εγώ θα του δείξω πόσα θα πρέπει να πάθει για χάρη του ονόματός μου». Τότε ο Ανανίας έφυγε, πήγε σ’ εκείνο το σπίτι κι ακουμπώντας τα χέρια του πάνω στο Σαούλ του είπε: «Σαούλ, αδελφέ, με έστειλε ο Κύριος, ο Ιησούς, που σου φανερώθηκε στο δρόμο καθώς ερχόσουνα, για να ξαναβρείς το φως σου και να γεμίσεις με Άγιο Πνεύμα». Αμέσως τότε έπεσαν από τα μάτια του κάτι σαν λέπια και ξαναβρήκε το φως του. Σηκώθηκε, βαφτίστηκε, και κατόπιν έφαγε και συνήλθε.

___________________________________________________________________________

Ευαγγελικό Ανάγνωσμα

Πρωτότυπο Κείμενο (Ιω. 6: 48-54)

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς πεπιστευκότας  αὐτῷ Ἰουδαίους· Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Οἱ πατέρες ὑμῶν, ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ ἀπέθανον. Οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν, ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. Καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. ᾿Εμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ ᾿Ιουδαῖοι λέγοντες· Πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν; Εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. Ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα, καὶ πίνων μου τὸ αἷμα, ἔχει ζωὴν αἰώνιον· καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.

Νεοελληνική Απόδοση 

Είπε ο Κύριος προς τους Ιουδαίους που πίστεψαν σ’ Αυτόν· εγώ είμαι ο άρτος που δίνει τη ζωή. Οι πρόγονοί σας έφαγαν στην έρημο το μάννα, αλλά πέθαναν. Όποιος όμως τρώει απ’ αυτό τον άρτο που κατέβηκε από τον ουρανό, αυτός δε θα πεθάνει. Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό και χα­ρίζει τη ζωή· όποιος φάει απ’ αυτόν τον άρτο θα ζήσει αιώνια. Και ο άρτος τον οποίο θα δώσω εγώ είναι το σώμα μου, που θα το προσφέ­ρω για να ζήσει ο κόσμος». Τότε οι Ιουδαίοι άρχισαν να φιλονικούν μεταξύ τους κι έλεγαν: «Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;» Κι ο Ιησούς τους είπε: «Σας βεβαιώνω: αν δε φάτε τη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μετοχή στη ζωή. Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή παντοτινή, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα.

Back To Top