skip to Main Content

Εορτή Εισοδίων, Ευαγγ. Ανάγνωσμα: Λκ. ι΄ 38-42, ια΄ 27-28 (21-11-2021)

Διακόνου Επιφανίου Παπαντωνίου

Πρωτότυπο Κείμενο

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις, ὀνόματι Μάρθα, ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς. Καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. Ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. Ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά, ἑνὸς δέ ἐστι χρεία. Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς. ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα, ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου, εἶπεν αὐτῷ· Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε, καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. Αὐτὸς δὲ εἶπε· Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.

Νεοελληνική Απόδοση

Εκείνον τον καιρό, ο Ιησούς μπήκε σε κά­ποιο χωριό, και τον υποδέχτηκε σπίτι της κάποια γυναίκα που την έλε­γαν Μάρθα. Αυτή είχε μια αδελφή με το όνομα Μαρία, που κάθισε στα πόδια του Ιησού κι άκουγε τη διδασκαλία του. Αντίθετα, η Μάρ­θα δούλευε ασταμάτητα, για να τους περιποιηθεί. Πήγε λοιπόν στον Ιησού και είπε: «Κύριε, δε νοιάζεσαι που η αδελφή μου με άφησε μό­νη και σε περιποιούμαι; Πες της λοιπόν να με βοηθήσει». Κι ο Ιη­σούς της αποκρίθηκε: «Μάρθα, Μάρθα, ασχολείσαι κι αγωνιάς για τόσα πολλά πράγματα, ενώ ένα μόνο χρειάζεται. Αυτό διάλεξε κι η Μαρία, και κανείς δεν πρόκειται να της το αφαιρέσει». Ενώ έλεγε αυτά ο Ιησούς, κάποια γυναίκα από το πλήθος έβγαλε δυνατή φωνή και του είπε: «Χαρά στη μάνα που σε γέννησε και σε θήλασε!» Κι εκείνος είπε: «Πιο πολύ, χαρά σ’ εκείνους που ακούν το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν!».

Σχολιασμός

Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα είναι αυτό το οποίο διαβάζεται πάντοτε στις εορτές της Παναγίας.

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς από τον οποίο προέρχεται η περικοπή, μας εξιστορεί ένα περιστατικό που έλαβε χώρα κατά την επίσκεψη του Ιησού Χριστού σε κάποιο χωριό το οποίο δεν ονοματίζει, όμως πρόκειται για τη Βηθανία, κοντά στα Ιεροσόλυμα, την πατρίδα του φίλου του Αγίου Λαζάρου και των αδελφών του Μαρίας και Μάρθας. Εκεί λοιπόν γίνεται δεκτός από τις δύο αδελφές στο σπίτι τους, όπου αφού κάθισε να ξεκουραστεί από το ταξίδι της οδοιπορίας, άρχισε να διδάσκει στους ανθρώπους που παρευρίσκονταν επίσης εκεί.

Η Μαρία, αφοσιώθηκε τόσο πολύ στη διδασκαλία του Κυρίου, ώστε συνεπαρμένη κάθισε κοντά του, ακούγοντάς τον, απορροφημένη από τους θεόπνευστους λόγους του. Την ίδια όμως ώρα η Μάρθα με περισσή επιμέλεια, προσπαθούσε να προετοιμάσει για το τραπέζι ό,τι καλύτερο μπορούσε, για να περιποιηθεί τον Διδάσκαλο.  Σε κάποια στιγμή, μη αντέχοντας την ανθρώπινή κούραση, πλησιάζει τον Χριστό και με τολμηρό τρόπο εκφράζει το παράπονό της για την αδελφή της που δεν της δίνει ένα χέρι βοηθείας.

Αναμένοντας πως, ο Κύριος θα παρότρυνε την Μαρία να βοηθήσει, αντ’ αυτού εισπράττει η ίδια επίπληξη για το γεγονός ότι, απασχολείται με πολλά και ποικίλα πράγματα, αχρείαστα. Θεωρεί ο Χριστός ότι, κάποια λιτότητα θα ήταν περισσότερο επιβεβλημένη και για αυτό απευθύνει προς αυτήν αυτό το μάθημα ολιγάρκειας. Ένα όμως είναι το χρήσιμο, της απαντά, η ακρόαση της διδασκαλίας μου. Αυτό διάλεξε η Μαρία, την πνευματική τροφή, η οποία δεν θα της αφαιρεθεί ποτέ.

Είναι καλή η προσφορά και η διακονία, θα πρέπει όμως και να συνοδεύεται από ενδιαφέρον για τα ανώτερα, για την πνευματική τροφή. Δεν απορρίπτει λοιπόν ο Κύριος τη διακονία της Μάρθας, άλλα επαινεί περισσότερο την επιλογή της Μαρίας.

Οι άνθρωποι σήμερα, πολλές φορές, σπάνια μένουμε ευχαριστημένοι μ’ αυτά που έχουμε. Δεν αναπαυόμαστε, αλλά θέλουμε περισσότερα και καλύτερα. Και έτσι αρχίζει μία μέριμνα για την απόκτηση εκείνων που δεν έχουμε και επιζητούμε, με αποτέλεσμα να μην χαιρόμαστε ποτέ για αυτά που κατέχουμε, αλλά συνεχώς να αγχωνόμαστε και να στενοχωριόμαστε για αυτά που δεν έχουμε.

Το να προσδιορίσει και να ιεραρχήσει ο άνθρωπος τα «αναγκαία» είναι μια ολόκληρη διαδικασία που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες εξωγενείς, αλλά και ενδογενείς. Μεγαλύτερη προσφορά μας προς τον Θεό είναι πρώτον να εντρυφούμε στο θείο λόγο του και έπειτα το να διακονούμε στα έργα της αγάπης. Βέβαια όλοι μας, είμαστε υποχρεωμένοι καθημερινά να επιτελούμε και τα βιοτικά μας έργα για τη δική μας προσωπική ζωή, αλλά και αυτή της οικογένειάς μας, διαφορετικά δεν μπορούμε να ζήσουμε. Όλα αυτά θα τα κάνουμε και μάλιστα σωστά, με επιμέλεια και προθυμία, όλα προς δόξαν Θεού. Όχι όμως με υπερβολή. Να μη δίνουμε όλο το είναι μας σ’ αυτά παραμελώντας όμως έτσι την ψυχή μας.

Στη συνέχεια της ευαγγελικής περικοπής, καθώς μιλούσε ο Κύριος στα πλήθη, κάποια γυναίκα ενθουσιασμένη από τη διδασκαλία του φώναξε με χαρά — Μακαρία είναι η κοιλία που σε βάστασε, η μητέρα που σε γέννησε και σε έθρεψε. Και ο Κύριος της απαντά:— Πράγματι μακαρία είναι η μητέρα μου! Μακάριοι είναι εκείνοι που ακούν τον λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν στη ζωή τους.

Με τους λόγους του αυτούς ο Κύριος μακαρίζει διπλά τη μητέρα του. Διότι, επιβεβαιώνοντας τον μακαρισμό της γυναίκας εκείνης, μακαρίζει την Θεοτόκο όχι μόνο διότι αξιώθηκε να γίνει μητέρα του, άλλα και διότι περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο φύλαξε μέσα της τον λόγο του Θεού και τον τήρησε στη ζωή της. Γι’ αυτό γενεές γενεών μακαρίζουμε την Θεοτόκο, όπως η ίδια η Παναγία μας προφήτευσε: «ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί.» (Λουκ. 1: 48). Την μακαρίζουμε, όχι μόνο διότι αξιώθηκε να γίνει Θεοτόκος, άλλα και διότι, φυλάσσοντας σ’ όλη τη ζωή της τον λόγο του Θεού, ακτινοβόλησε με την υπέρλαμπρη αρετή της και έγινε τιμιωτέρα και ενδοξοτέρα των αγγέλων. Έγινε το παράδειγμα για όλους μας. Παράδειγμα ταπεινώσεως και υπακοής και αγνότητας. Και μας καλεί με την αγία ζωή της να τη μιμηθούμε μελετώντας και εφαρμόζοντας τον λόγο του Θεού και να την ακολουθήσουμε στον βίο της αρετής και της χάριτος. Αμήν.

Back To Top