«Οι ενήλικοι… Τα όνειρα τους είναι σβησμένα, δεν πραγματοποιούνται πια. Ο λόγος τους με φοβίζει γιατί πολύ συχνά μιλά το μυαλό τους αντί για την καρδιά, και η καρδιά τους όταν ξεσπάει δεν ξέρει από μέτρο. Βλέπω πολλούς ενήλικες που μοιάζουν με κουρασμένους έφηβους, στερημένους από τη ζωτική τους ενέργεια. Δεν πρέπει να γενικεύουμε, γνωρίζω άλλους που δεν είναι έτσι, θα ήθελα όμως στην πλειοψηφία τους να ήταν πιό ευτυχισμένοι, να μην ήταν τόσο λυπημένοι και απογοητευμένοι. Να πάψουν να λένε «το μέλλον ανήκει στους νέους» θεωρώντας τους εαυτούς τους έξω από το παιγνίδι… Και από τις σχέσεις μας πρέπει να ξεκινήσουμε. Χρειάζεται χρόνος για να επικοινωνήσουμε… Είμαι επιφυλακτική απέναντι στο βλέμμα τους, γιατί φοβάμαι την κρίση τους. Ονειρεύομαι απλούς διάλογους, χωρίς μνησικακία, με χιούμορ και τρυφερότητα, όπου ο καθένας θ’ ακούει τον άλλο χωρίς φραγμό. Ονειρεύομαι πολύ ζωηρά, είμαι έφηβος τόσο όσο νιώθω… Μένω παιδί και σας αγαπώ, σας πιστεύω. Πιστέψτε και σεις σε μας».(Κλαίρ, 18 χρόνων) 

Ένα θεμελιώδες σφάλμα των γονέων και λοιπών ενηλίκων (εκπαιδευτικών κ.ά.) προς τους εφήβους είναι ότι εκλαμβάνουν το διάλογο τεχνοκρατικά. Νομίζουν ότι ο διάλογος έγκειται σε τεχνικής φύσεως παρεμβάσεις, οπότε το πρόβλημα της έλλειψής του λύνεται με εξωτερική ρύθμιση, με κάποιες πρακτικές συμβουλές. Ότι κάποιος πρέπει να τους διδάξει πώς να κάνουν διάλογο.

Στην πραγματικότητα ο διάλογος με τους νέους είναι ό,τι και κάθε διάλογος με οποιονδήποτε άλλον: στάση ζωής, συμμετοχή καρδιάς, κινητοποίηση του συνόλου του ψυχικού κόσμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διδάσκεται, όπως άλλωστε διδάσκεται και ο διάλογος της προσευχής. Σημαίνει όμως πως η διδασκαλία αυτή συνίσταται στο βαθμιαίο μετασχηματισμό της προσωπικότητάς μας προκειμένου να γίνει ικανή να συναντήσει τον άλλον. Ο διάλογος με τους εφήβους, μας μαθαίνει να υπάρχουμε εμείς σωστότερα.

Οι έφηβοι χρειάζονται αφθονία αγάπης, χώρο φυσικό και συναισθηματικό, φίλους, παράδοση, όρια (ώστε να γίνουν υπεύθυνοι και να μάθουν να ζουν μέσα στην κοινωνία και στον πολιτισμό), διαθεσιμότητα των ενηλίκων. Δηλαδή βιωματική (και όχι μόνο διανοητική) αναγνώριση μέσα στη δική μας ψυχή της προσωπικότητάς τους και του ζωτικού χώρου που σιγά-σιγά καταλαμβάνει.

Αυτή η συναισθηματική εξέλιξη των ενηλίκων αρκετά συχνά εμφανίζεται δύσκολη επειδή βρίσκονται σε μια πολύ διαφορετική ηλικιακή φάση από τους εφήβους. Επί πλέον οι τελευταίοι διαθέτουν μια εντελώς αντίθετη αίσθηση του χρόνου. Οι ασυμμετρίες αυτές περιπλέκουν τα πράγματα:

«Η πιό στρεσσογόνος περίοδος στον κύκλο ζωής μιας οικογένειας λαμβάνει χώρα όταν μια αναπτυξιακή κρίση παιδιού συμπίπτει με αναπτυξιακή κρίση γονέα… Για τον δεύτερο, η αναπτυξιακή κρίση της μέσης ηλικίας πηγάζει από την αναγνώριση πόσο σύντομος είναι ο χρόνος, ενώ για τον έφηβο είναι απόρροια της ανάγκης να προετοιμασθεί για ένα ανοιχτό και φαινομενικά απεριόριστο μέλλον… Για τον έναν ο χρόνος περνά πολύ γρήγορα, για τον άλλον υπερβολικά αργά».

Τα συναισθήματα τώρα γίνονται δύσκολα. «Η επαφή με έφηβους συχνά αφήνει τους ενήλικες, που συνειδητοποιούν ότι μεγαλώνουν, να αισθάνονται κύματα νοσταλγίας για τις μέρες εκείνες που ανέβαιναν την αναπτυξιακή κλίμακα, ενώ τώρα την κατεβαίνουν. Οι μεσήλικες γονείς εφήβων έχουν επίσης να καταπολεμήσουν αισθήματα ανταγωνιστικότητας και φθόνου. Μπορεί να νοιώσουν ότι αυτοί έχουν πάρει ήδη πολλές από τις πιο σημαντικές αποφάσεις ζωής τους, την ώρα που οι γιοί και οι κόρες τους αρχίζουν μόλις να παίρνουν τις δικές τους. Μπορεί να ποθήσουν τις ευκαιρίες που τα παιδιά τους έχουν στη σημερινή εποχή».

Στην ηλικία των γονέων που έχουν εφήβους περνά κανείς συχνά τη λεγόμενη κρίση του μεσήλικα. «Ξαφνικά, σε αυτή τη περίοδο, έχει κανείς την εντύπωση ότι ο χρόνος πέρασε πολύ γρήγορα. Είναι μια ηλικία που αναθεωρούνται οι φιλοδοξίες, που η ζωή οργανώνεται με βάση το χρόνο που απομένει, καθώς ο χρόνος που παρήλθε αποκτά περισσότερη σημασία από το χρόνο που έρχεται.

Είναι η ηλικία των απολογισμών, η ηλικία που η σκέψη και ο συλλογισμός υπερισχύουν συνήθως της πράξης. Σε επαγγελματικό επίπεδο, είναι μια ηλικία που το άτομο έχει φτάσει στο αποκορύφωμα της απόδοσής του, άλλα οι προσδοκίες του μικραίνουν, είναι μια ηλικία κατά την οποία, σε οικογενειακό επίπεδο, ενδέχεται να προκύψουν μια σειρά απωλειών (για παράδειγμα, ο θάνατος των γονιών, δηλαδή των παππούδων των εφήβων). Είναι μια ηλικία, τέλος, κατά την οποία το ζευγάρι χρειάζεται να ανασυγκροτηθεί».

Η διεκδίκηση από τους εφήβους του αυτοκαθορισμού εντείνει τα αισθήματα παθητικότητας και αβοήθητου που φέρνει μαζί της η μέση ηλικία. Στο βίωμα ότι δεν μπορεί κάποιος να έχει τον έλεγχο που είχε στη δική του ζωή προστίθεται και η αίσθηση ότι δεν μπορεί να έχει τον έλεγχο και στη ζωή των παιδιών του. «Σε αυτά μπορεί να προστεθεί και η περιέργεια κάθε μέρους για τη σεξουαλική ζωή του άλλου. Συχνά ο έφηβος αρνείται να πιστέψει πως οι γονείς του έχουν σεξουαλική ζωή. Κατά τον ίδιο τρόπο και οι γονείς ενδέχεται να μην προετοιμασθούν για τη σεξουαλικότητα των παιδιών τους ή να δυσκολευτούν να την αποδεχθούν… ή και να τη ζηλέψουν». Με τόση απώλεια του ελέγχου δεν είναι παράξενο που εμφανίζεται συχνά η κατάθλιψη της μέσης ηλικίας.

«Είναι αυτονόητο ότι όσο πιο μεγάλη είναι η ανάγκη των γονιών να εξακολουθούν να είναι τα κεντρικά πρόσωπα στη ζωή του εφήβου, τόσο πιο δύσκολη και επώδυνη θα είναι η διαδικασία της απο-ι-δανικοποίησης και για τους δύο. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι οι γονείς θρηνούν για την απώλεια του γονεϊκού τους ρόλου, οπότε η ανάγκη τους να κρατούν τους άλλους εξαρτημένους από αυτούς θα πρέπει να βρει ικανοποίηση σε άλλες σχέσεις. Δηλαδή πρέπει οι γονείς φυσιολογικά να στραφούν ο ένας στον άλλο για μια πιο άμεση ικανοποίηση των αναγκών τους ή να συμβιβαστούν με τις μειωμένες ικανοποιήσεις που τους προσφέρει η σχέση με νέους ενήλικες. Αυτό όμως συχνά δεν είναι δυνατό. Οι γονείς μπορεί να μην έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν ο ένας την ανάγκη του άλλου. Τότε είναι πιθανό να προκύψουν σοβαρές κρίσεις μέσα στην οικογένεια και ο έφηβος να αισθάνεται ανυποστήρικτος, ενώ ενδέχεται να βγουν στην επιφάνεια κρυμμένες συγκρούσεις των γονιών, ή ακόμα οι γονείς να νιώσουν κατάθλιψη ή να στραφούν σε σχέσεις εκτός γάμου. Αν υπάρχουν περισσότερα από ένα παιδιά, τότε μια νέα ισορροπία μπορεί να επιτευχθεί, γιατί οι ανάγκες των γονιών για εξάρτιση μπορεί να μετατεθούν στο επόμενο παιδί».

Αλλά έκτος από το διαχρονικό αυτό πρόβλημα νεώτερες εξελίξεις έχουν επιδεινώσει τη δυσκολία. «Οι ενήλικες δίνουν την εντύπωση ότι γίνονται πιο ασταθείς, πιο ευάλωτοι… Ο κοινωνικά ενταγμένος και αποτελεσματικός ενήλικος, που αποτελούσε πάντα σημείο αναφοράς, δεν μπορεί στην εποχή μας πλέον να αποτελέσει αυτό τον πόλο ταύτισης. Οι κοινωνικές, πολιτιστικές και οικογενειακές συνθήκες και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οι περιστάσεις ματαίωσης μετασχηματίζουν αυτόν τον ενήλικο, ο οποίος μέχρι τώρα θεωρούνταν ότι διέθετε μια κεκτημένη ωριμότητα, σε ένα ανώριμο όν».

Μια πρόσθετη δυσκολία που δυσχεραίνει τον διάλογο και την ψυχική επαφή είναι η αδεξιότητα και η όχληση με τις οποίες πολλές φορές οι έφηβοι καθιστούν αισθητή την παρουσία τους και καλούν σε διαπροσωπική συνάντηση. Αν δεν αποκρυπτογραφηθούν από εμάς τα στοιχεία αυτά κινδυνεύουν να ακυρώσουν τόσο την αγωνιώδη προσπάθεια τους όσο και τη δική μας επιθυμία για εγγύτητα.

«Οι νέοι, όπως κι εμείς οι υπόλοιποι, κραυγάζουν τις ανάγκες τους με πολλούς μπερδεμένους τρόπους. Μερικοί κρίνουν υπερβολικά τους πάντες και τα πάντα γύρω τους. Άλλοι βουτάνε σε ένα κυκεώνα δραστηριοτήτων προσφοράς ή αποχωρούν από τον κόσμο περνώντας κάθε λεπτό που μπορούν μπροστά στην τηλεόραση. Μερικοί γυρίζουν την πλάτη τους στους φίλους ή στην οικογένεια τους σα να τους κρατούν απ’ έξω. Άλλοι περιτειχίζουν τον εαυτό τους με ένα παραπέτασμα εύθυμων προσβολών, αστείων, ή δυνατών γέλιων. Ακόμη άλλοι καταλαμβάνονται από νέα θρησκευτική ζέση που φαίνεται αφύσικη στους γονείς τους. Επειδή οι νέοι μας μιλούν με έμμεσο τρόπο, οι κραυγές τους συχνά παρερμηνεύονται ως κάτι άλλο. Αλλά όλοι τους μπορούν να εκφράζουν βαθιές ανθρώπινες ανάγκες, δύσκολο να αρθρωθούν».

«Αιχμή του δόρατος» αυτής της αδεξιότητας που υπονομεύει την ουσιαστική σχέση είναι η εφηβική επιθετικότητα, η οποία ερμηνεύεται ως αχαριστία ή και ψυχοπαθολογία και τελικά καταλήγει ως άλλοθι για το οριστικό ρήγμα:

«Οι γονείς των εφήβων θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδεχτούν την ιδέα ότι θα δεχτούν χτυπήματα κατά την εφηβεία των παιδιών τους. Συμβολικά χτυπήματα, εννοείται, ακόμα κι αν υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις γονιών που δέχονται σωματικά χτυπήματα.

Οι γονείς θα πρέπει κατ’ αρχάς να κατανοήσουν ότι αποτελούν το κύριο αντικείμενο αυτής της βίαιης έντασης που κατευθύνεται εναντίον τους. Συνήθως είναι ο πρώτος στόχος της επιθετικότητας που βιώνουν οι περισσότεροι έφηβοι. Μία από τις μείζονες λειτουργίες των γονιών είναι «να επιβιώσουν», παρ’ όλη αυτή την επιθετική ένταση, δηλαδή να μην καταστραφούν, να μην πληγωθούν βαθιά, να μην πάθουν κατάθλιψη, να μην «τα χάσουν» εξ αιτίας αυτής της επιθετικότητας. Με λίγα λόγια, να μην αποποιηθούν το ρόλο τους· ούτε να υποχωρήσουν ούτε όμως να πληγωθούν από αυτή την κατάσταση.

Αντίθετα, είναι εξ ίσου επικίνδυνο να αδιαφορήσουν εντελώς, καθώς η αδιαφορία αντιπροσωπεύει μερικές φορές ένα αίσθημα παραίτησης ή εγκατάλειψης. Το «να επιβιώσουν» σημαίνει, κατά τη γνώμη μας, να είναι ικανοί να παραμείνουν ευαίσθητοι, να έχουν συναισθήματα και συγκινήσεις απέναντι στις συμπεριφορές του εφήβου, αλλά παράλληλα να έχουν την ικανότητα να συνεχίσουν να ενδιαφέρονται, να νοιάζονται και να μπορούν να απαγορεύουν κάποια πράγματα στο παιδί τους».

«Οι γονείς οφείλουν να είναι εγγυητές της ασφάλειας των παιδιών τους. Πράγματι, ο έφηβος είναι ένα ιδιαίτερα ευάλωτο άτομο γιατί δεν έχει συνείδηση των ορίων του… Διαπιστώνουμε ότι ο ρόλος των γονιών είναι παράδοξος, εφ’ όσον πρέπει να αποτελεί καταφύγιο, να «περιέχει» και να περιορίζει, ωστόσο πρέπει να δίνει και τη δυνατότητα στους εφήβους να ανοίγονται σε νέες εμπειρίες, να δέχονται χτυπήματα και να επιβιώνουν. Σε κάθε περίπτωση, ο διάλογος ανάμεσα στους γονείς και στους εφήβους παραμένει το κατ’ εξοχήν εργαλείο αυτής της σχέσης».

Εκτός από το κύριο «μέτωπο» της μάχης, όπου θα εξουδετερωθούν οι παρανοήσεις και η προσωπική ενόχληση, ο πόλεμος της ψυχικής επαφής θα κερδηθεί και στα «μετόπισθεν», δηλαδή στη συναισθηματική υποδομή της οικογένειας. «Εάν οι έφηβοι έχουν μια αχίλλειο πτέρνα, αυτή είναι η ευαισθησία τους σε γεγονότα που διασπούν την εμπειρία ενός σταθερού οικογενειακού περιβάλλοντος. Η έρευνα επιβεβαιώνει τη σημασία του ασφαλούς οικογενειακού κλίματος για τους εφήβους, σε όποια μορφή οικογένειας και αν ζουν, με έναν ή με τους δύο γονείς. Οι έφηβοι φέρνουν στο σπίτι οτιδήποτε συναίσθημα δοκίμασαν στο σχολείο. Εάν οι γονείς δεν είναι διαθέσιμοι ή δεν ανταποκρίνονται στα αρνητικά συναισθήματα που τα παιδιά τους φέρνουν, αυτά ενδέχεται να παραμείνουν και να αυξηθούν».

Σε μια μελέτη άστεγων εφήβων σχεδόν οι μισοί δήλωσαν ότι έφυγαν από το σπίτι λόγω συγκρούσεων των γονέων και κακοποίησης μέσα στην οικογένεια». «Τελικά οι έφηβοι μοιάζει να μας ζητούν πολλή στήριξη, υψηλή προσαρμοστικότητα, και συνεχή αλλαγή ως ανταπόκριση στις ανάγκες τους. Η επιθυμία τους ταυτόχρονα για συνοχή και στήριξη φαίνεται να βρίσκεται στην καρδιά πολλών προβλημάτων στη σχέση με τους γονείς τους».

Σε αμερικανική έρευνα του 1984 μεταξύ 17χρο­νων βρέθηκε ότι όσοι ζούσαν και με τους δύο φυσικούς γονείς τους είχαν ήδη σεξουαλική επαφή σε ποσοστό 43% σε αντίθεση με άλλους (που για κάποιο λόγο δεν ζούσαν και με τους δύο γονείς μαζί) οι οποίοι είχαν σεξουαλική ζωή σε ποσοστό 64%. Η διαφορά μάλιστα ήταν μεγαλύτερη στα κορίτσια… Παρόμοια ευρήματα διαπιστώθηκαν σε αναφορά με την ποιότητα της συζυγικής σχέσης: όσοι έφηβοι αντιλαμβάνονταν ως καλή τη σχέση των γονέων τους είχαν σεξουαλική ζωή σε ποσοστό 47%, ενώ όσοι θεωρούσαν πως οι γονείς τους δεν τα πήγαιναν καλά το ποσοστό των σεξουαλικών εμπειριών ανέβαινε στο 68%».

Τέλος, κορύφωση της ανορθόδοξης κραυγής για βοήθεια και ψυχική επαφή αποτελεί η απόπειρα αυτοκτονίας του εφήβου. Το δραματικό αυτό γεγονός έχει συχνά μια διπλή αντιφατική λειτουργία: από τη μια, την έννοια μιας κλήσης για συμπαράσταση, μιας απελπισμένης κραυγής για αγάπη, μιας έκκλησης να αντιληφθούν οι γονείς πόσο άσχημα νοιώθει. Ταυτόχρονα ενδέχεται να εκπέμπει επιθετικότητα, να επιδιώκει να δημιουργήσει τύψεις, να σκηνοθετήσει το θρίαμβο ενός εαυτού-θύματος απέναντι στους υποτιμημένους γονείς, να τους κάνει να αισθανθούν πόσο ανίκανοι είναι αφοί έπρεπε να φέρουν τον έφηβό τους στο θάνατο για να τον καταλάβουν.

Στο βαθμό που ο διάλογος διεξάγεται με σεβασμό και αγάπη αποσοβεί την εξωλεκτική παρορμητική εκφόρτιση, εξανθρωπίζει, προάγει την ψυχική κοινωνία, εγγυάται την πολύτιμη ετερότητα. «Χάρη στο διάλογο ο έφηβος έχει τη δυνατότητα να εκφράσει τη διαφορά του χωρίς να υποκύψει στη βία, καθώς και να αναγνωρίσει την ομοιότητά του χωρίς να υποκύψει στη σύγχυση. Η δυσκολία του εφήβου είναι πράγματι η εξής: πώς να διαφοροποιηθεί από τον άλλο, κυρίως από την οικογένειά του, χωρίς να καταλήξει στη λιγότερο ή περισσότερο βίαιη απόρριψη των οικογενειακών παραγόντων πώς, ενώ θα έχει διαφοροποιηθεί, να παραμείνει μέρος ενός γένους, μιας ιστορίας, χωρίς να διατρέχει τον κίνδυνο να διαλυθεί η προσωπικότητα του και να γίνει ένα με ένα αδιαφοροποίητο οικογενειακό μάγμα;»

Πρακτικά πώς υπηρετείται ο στόχος του διαλόγου και της ψυχικής επαφής; Με την προσπάθεια «να διακρίνουμε ποιά είναι η προοπτική του εφήβου, να δούμε την κατάσταση μέσα από τα δικά του μάτια. Αυτό δεν σημαίνει ότι παύουμε να είμαστε γονείς. Σημαίνει ότι κάνουμε μια συνειδητή προσπάθεια να γνωρίσουμε την εσωτερική ζωή του παιδιού μας».

«Στις υγιέστερες οικογένειες που μελετήσαμε οι γονείς ήταν συχνότερα διαθέσιμοι να συζητήσουν με τα παιδιά τους τα γεγονότα της ημέρας είτε προσωπικά είτε από το τηλέφωνο. Πολλοί είπαν ότι δεν έλυναν τα προβλήματα των εφήβων τους αλλά τους βοηθούσαν να σκεφθούν εναλλακτικούς τρόπους δράσης. Μια μητέρα είπε: «Πότε­ πότε αλλάζουμε ρόλους και βλέπουμε την άποψη του άλλου από τη δική του πλευρά». Αυτοί οι γονείς εμπλέκονται ενεργά στη σχέση με τους εφήβους τους αλλά ταυτόχρονα κατείχαν τη δύσκολη ικανότητα να τους αναγνωρίζουν δικό τους χώρο και χρόνο».

Θυμίζουμε πως διάλογος και ψυχική επαφή είναι γεγονότα πρωτίστως συναισθηματικά. «Το να ακούμε με την καρδιά είναι μια βασική προϋπόθεση για να κατανοήσουμε τους εφήβους μας. Είναι ο μόνος δρόμος για να καταλάβουμε τις σκέψεις, τις ανησυχίες και τα συναισθήματα που είναι μοναδικά σ’ αυτούς. Μια προσεκτική εμπειρική έρευνα του Μινούτσιν και των συνεργατών του απέδειξε πως οι πολυ προβληματικές οικογένειες είναι ομάδες ανθρώπων που δεν ακούν ο ένας τον άλλον. Σ’ αυτές τις οικογένειες δεν υπάρχει η εμπειρία να πιάνουν επαφή μεταξύ τους, ή ότι μετρούν ως πρόσωπα.

Το να ακούς με την καρδιά μπορείς να το μάθεις, αλλά όχι να το εξασκείς μηχανικά. Μπορείς να ακούς μηχανικά με τα αυτιά σου, αλλά όχι με την καρδιά σου. Γιατί; Διότι η ουσία της ακρόασης με την καρδιά είναι να προσπαθείς με ολόκληρο τον εαυτό σου να ακούσεις τί σου λέει ο άλλος επειδή νοιάζεσαι πολύ. Μόνο αν νοιάζεσαι θα σταματήσεις να μιλάς, ν’αντι­στέκεσαι ή ν’ αγνοείς αυτό που λέγεται. Δεν θα θυσιάσεις τον χρόνο σου ή τη βολή σου για ν’ ακούσεις τα συναισθήματα του άλλου πίσω από τις λέξεις ή τις διαστρεβλωμένες συμπεριφορές».

«Σύμφωνα με έρευνες, οι μητέρες αποδεικνύονται πιο ανοικτές, με μεγαλύτερη κατανόηση και αποδοχή, πιο πρόθυμες να ακούσουν τις γνώμες και στάσεις των έφηβων τους. Φαίνεται ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για τα καθημερινά προβλήματα των παιδιών τους και ότι μπορούν να χειρίζονται καλύτερα τις διαπραγματεύσεις όταν προκύπτουν συγκρούσεις. Με αυτές οι έφηβοι θα μιλήσουν και για το σεξ περισσότερο από όσο με τους πατέρες τους! Οι πατέρες, από την άλλη πλευρά, μοιάζουν πιο επικριτικοί, πιο απρόθυμοι να εμπλακούν σε συζητήσεις για συναισθήματα και αμφιβολίες, πιο έτοιμοι να ασκήσουν εξουσία στους εφήβους. Οι έφηβοι ανέφεραν πως με τους πατέρες τους έτειναν να είναι πιο αμυντικοί. Ακόμη και αγόρια ιδιαίτερα ταυτισμένα με τον πατέρα τους, πίστευαν πως οι μητέρες τους,  τους κατανοούν συναισθηματικά περισσότερο». Τα ευρήματα αυτά δείχνουν πως οι άντρες έχουν την τάση να βλέπουν το δάσος και οι γυναίκες τα επί μέρους δένδρα. Αλλ’ ακόμη επισημαίνουν την ανάγκη οι πατέρες να ανακαλύψουν περισσότερο την καρδιά τους, ώστε να κατανοούν καλύτερα τα παιδιά τους.

Ένας έφηβος είναι αρκετά διαφωτιστικός: «Περισσότερο απ’ όλα μου χρειάζεται να νιώθω ότι μ’ αγαπούν και μ’ εκτιμούν, άσχετα από το πόσο ανόητος φαίνομαι. Χρειάζομαι κάποιον που να πιστεύει σε μένα, γιατί εγώ δεν πιστεύω πάντα στον εαυτό μου. Ειλικρινά, συχνά αισθάνομαι χάλια για τον εαυτό μου. Αισθάνομαι ότι δεν είμαι αρκετά δυνατός, αρκετά έξυπνος, όμορφος ή χαριτωμένος, ώστε να ενδιαφερθεί κανείς αληθινά για μένα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι τα ξέρω όλα κι ότι μπορώ να αντιμετωπίσω όλο τον κόσμο. Αισθάνομαι έντονα για όλα.

Χρειάζομαι κάποιον που θα με ακούει, θα με βοηθάει να συγκεντρώνομαι χωρίς να με κρίνει. Όταν νικιέμαι, χάνω ένα φίλο ή ένα παιχνίδι, αισθάνομαι σα να γκρεμίζεται ο κόσμος. Χρειάζομαι ένα στοργικό χέρι για να με στυλώσει. Χρειάζομαι ένα μέρος για να κλαίω, όπου κανένας δεν θα με κοροϊδεύει. Αντίθετα, χρειάζομαι κάποιον που να στέκεται απλώς δίπλα μου. Χρειάζομαι επίσης κάποιον που θα μου λέει ξεκάθαρα «σταμάτα». Παρακαλώ όμως μη μου κάνετε κήρυγμα και μη μου θυμίζετε όλες τις προηγούμενες αταξίες μου. Τις ξέρω ήδη πολύ καλά και νιώθω τύψεις γι’ αυτές.

Πάνω απ’ όλα μου χρειάζεται να είσαι ειλικρινής μαζί μου για σένα και για μένα. Τότε μπορώ να σ’ εμπιστευτώ. Θέλω να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ. Σε παρακαλώ, μην πληγώνεσαι όταν αγαπάω άλλους. Δεν θα φύγω μακριά σου. Σε παρακαλώ να συνεχίσεις να μ’ αγαπάς».

Ένας μύθος αρκετά διαδεδομένος είναι πως οι έφηβοι δεν επιθυμούν το διάλογο. Τίποτα πιο αναληθές. «Στο ερώτημα «ποιών την παρέα απολαμβάνεις περισσότερο: των γονέων σου ή των φίλων σου;» η απάντηση εκπλήσσει. Το 60% των 8.165 εφήβων είπαν ότι τις απολαμβάνουν εξ ίσου· το 15% έδειξε προτίμηση για τους γονείς». Και άλλοι συγγραφείς το επιβεβαιώνουν: «Προς έκπληξή μας ανακαλύψαμε πως οι έφηβοι απολαμβάνουν τη συζήτηση με τους γονείς τους το ίδιο όπως και με τους φίλους τους. Αλλά δυστυχώς κάποιοι γονείς αποθαρρύνουν αυτή τη συζήτηση επικρίνοντας, υπονομεύοντας, ή φέρνοντας περισπασμούς όταν πάνε να εκφρασθούν».

Υπάρχουν περιπτώσεις που «ο έφηβος δηλώνει κατηγορηματικά ότι του είναι αδύνατο να μιλήσει και να τον καταλάβουν, συνεχίζοντας ωστόσο να μιλά. Καταλαβαίνουμε ότι ο έφηβος «δεν θέλει να ακούσει τίποτα», ότι εναντιώνεται στα επιχειρήματα των γονιών του, καταλαβαίνουμε όμως επίσης ότι η συνέχιση αυτού του δύσκολου διαλόγου υποδηλώνει την έντονη ανάγκη του για συναισθηματικό δεσμό».

Επειδή ακριβώς διάλογος και ψυχική επαφή είναι πρωτίστως συναισθηματικά γεγονότα, επηρεάζονται καθοριστικά από τον τρόπο με τον οποίο εμείς οι ενήλικες βιώσαμε αντίστοιχα την εφηβεία μας. «Πολλοί γονείς δεν έχουν ολοκληρώσει μέσα τους τη δική τους εφηβεία… Τους είναι πολύ δύσκολο να βοηθήσουν τους εφήβους να μάθουν αυτό που οι ίδιοι δεν έχουν ακόμη μάθει… Πολλοί ενήλικοι προσπαθούν να χειριστούν αύτη την κατάσταση υποκρινόμενοι. Προσπαθούν δηλαδή να λειτουργούν σα να ξέρουν ενώ δεν ξέρουν. Αυτό λειτουργεί μερικές φορές αλλά δεν το συνιστώ καθόλου, γιατί είναι στην ουσία τεχνική του κουκουλώματος. Οι έφηβοι ξέρουν σχεδόν πάντα τι συμβαίνει».

Η τήρηση των ορίων εκ μέρους μας δείχνει ότι σεβόμαστε τόσο τον έφηβο όσο και τον εαυτό μας. «Ένας στόχος των ενηλίκων, που κερδίζει το σεβασμό των εφήβων, είναι η τήρηση των συμφωνιών. Μη δίνεις υποσχέσεις αν δεν σκοπεύεις να τις κρατήσεις. Αν θυσιάζεις τα όριά σου για να σε αγαπά το παιδί σου, το πιθανότερο είναι ότι το παιδί σου θα χάσει την εμπιστοσύνη του για σένα κι εσύ θα αγανακτείς μαζί του. Κι όλοι θα βγουν χαμένοι». Συμπερασματικά, ο έφηβος χρειάζεται να παίρνει το μήνυμα ότι δεν τον υποτιμούμε, ότι δεν τον χειραγωγούμε, ότι δεν λαϊκίζουμε ώστε να τον εγκαταλείπουμε αβοήθητο, ότι δεν τον φθονούμε, ότι δεν τον αδικούμε, ότι δεν του αυτοπροτεινόμαστε ως πρότυπα, ότι χαιρόμαστε να είμαστε μαζί του και να χαλαρώνουμε κοντά του. Λίγα ή πολλά; Ο βαθμός ωριμότητας μας θα δώσει την απάντηση.

( π. Βασιλείου Θερμού, «Ταραγμένη Άνοιξη». Εκδ. Δομή. Αθήνα 2008)