Πέμπτη, 31η Δεκεμβρίου 2020
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Εβρ. 10: 35-39, 11: 1-7)
Ἀδελφοί, μὴ ἀποβάλητε τὴν παρρησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. Ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν. «Ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ. Ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται»· καὶ «ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ». Ἡμεῖς δὲ οὐκ ἐσμὲν ὑποστολῆς εἰς ἀπώλειαν, ἀλλὰ πίστεως εἰς περιποίησιν ψυχῆς. ῎Εστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων. Ἐν ταύτῃ γὰρ ἐμαρτυρήθησαν οἱ πρεσβύτεροι. Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι. Πίστει πλείονα θυσίαν ῎Αβελ παρὰ Κάιν προσήνεγκε τῷ Θεῷ, δι᾿ ἧς ἐμαρτυρήθη εἶναι δίκαιος, μαρτυροῦντος ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ δι᾿ αὐτῆς ἀποθανὼν ἔτι λαλεῖται. Πίστει ᾿Ενὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον, καὶ «οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός»· πρὸ γὰρ τῆς μεταθέσεως αὐτοῦ μεμαρτύρηται «εὐηρεστηκέναι τῷ Θεῷ»· χωρὶς δὲ πίστεως ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι· πιστεῦσαι γὰρ δεῖ τὸν προσερχόμενον τῷ Θεῷ ὅτι ἔστι καὶ τοῖς ἐκζητοῦσιν αὐτὸν μισθαποδότης γίνεται. Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι᾿ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον, καὶ τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος.
Νεοελληνική Απόδοση
Αδελφοί, μη χάσετε, λοιπόν, το θάρρος σας, που θα ανταμειφθείτε πλουσιοπάροχα, γιατί χρειάζεστε υπομονή για να κάνετε το θέλημα του Θεού και να καρπωθείτε αυτό που υποσχέθηκε. Όπως λέει η Γραφή: Λίγο ακόμη, και φτάνει ο ερχόμενος· δε θ’ αργήσει. Ο δίκαιος εξαιτίας της πίστεώς του θα ζήσει· αν όμως δειλιάσει θα δυσαρεστηθώ μ’ αυτόν. Εμείς όμως δεν είμαστε από κείνους που υποχωρούν και χάνονται, αλλά απ’ αυτούς που πιστεύουν και σώζονται. Πίστη σημαίνει σιγουριά γι’ αυτά που ελπίζουμε και βεβαιότητα γι’ αυτά που δε βλέπουμε. Μ’ αυτήν απέκτησαν κι οι προπάτορές μας την καλή μαρτυρία. Με την πίστη καταλαβαίνουμε ότι ο Θεός με το λόγο του έφτιαξε το σύμπαν κι ότι, συνεπώς, καθετί που βλέπουμε δημιουργήθηκε από κάτι που δε φαίνεται. Επειδή ο Άβελ πίστευε στο Θεό, πρόσφερε καλύτερη θυσία απ’ τον Κάιν· μ’ αυτή την πίστη θεωρήθηκε δίκαιος από το Θεό, που έδωσε τη μαρτυρία του πάνω στα δώρα του, και μ’ αυτήν, αν και πεθαμένος, μας μιλάει ακόμη. Επειδή πίστευε ο Ενώχ στο Θεό, μεταφέρθηκε στον ουρανό και δε γνώρισε θάνατο· δεν τον έβρισκε κανείς στον κόσμο, γιατί τον μετέθεσε ο Θεός. Η Γραφή μαρτυρεί ότι πριν από τη μετάστασή του ο Ενώχ είχε ευαρεστήσει στο Θεό. Χωρίς όμως πίστη είναι αδύνατο να ευαρεστήσει κανείς στο Θεό, γιατί αυτός που πλησιάζει το Θεό πρέπει να πιστεύει ότι υπάρχει Θεός και ότι ανταμείβει όσους τον αποζητούν. Χάρη στην πίστη του ο Νώε, μολονότι δεν έβλεπε ακόμη τα πράγματα για τα οποία τον προειδοποίησε ο Θεός, υπάκουσε σ’ αυτόν κι έκανε την κιβωτό, για να σώσει την οικογένειά του. Έτσι κληρονόμησε από το Θεό τη δικαιοσύνη που προέρχεται από την πίστη, και με την πίστη απέδειξε πόσο άξιος καταδίκης ήταν ο κόσμος.
___________________________________________________________________________
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτότυπο Κείμενο (Μκ. 11: 27-33)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ ἐν τῷ Ἱερῷ περιπατοῦντος αὐτοῦ, ἔρχονται πρὸς αὐτὸν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Γραμματεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι, καὶ λέγουσιν αὐτῷ· Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; καὶ τίς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἔδωκεν, ἵνα ταῦτα ποιῇς; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς, εἶπεν αὐτοῖς· Ἐπερωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ ἀποκρίθητέ μοι, καὶ ἐρῶ ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. Τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν, ἢ ἐξ ἀνθρώπων; ἀποκρίθητέ μοι. Καὶ ἐλογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ· Διὰ τί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; Ἀλλ᾿ ἐὰν εἴπωμεν· Ἐξ ἀνθρώπων; ἐφοβοῦντο τὸν λαόν· ἅπαντες γὰρ εἶχον τὸν ᾿Ιωάννην ὅτι ὄντως προφήτης ἦν. Καὶ ἀποκριθέντες, λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ· Οὐκ οἴδαμεν. Καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς, λέγει αὐτοῖς· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν, ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.
Νεοελληνική Απόδοση
Εκείνο τον καιρό, έρχονται πάλι στα Ιεροσόλυμα. Ενώ περπατούσε ο Ιησούς στο ναό τον πλησιάζουν οι αρχιερείς, οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι, και του λένε: «Με ποια εξουσία τα κάνεις αυτά; ή ποιος σου έδωσε αυτή την εξουσία να τα κάνεις αυτά;» Κι ο Ιησούς τους αποκρίθηκε: «Θα κάνω κι εγώ σ’ εσάς μια ερώτηση κι απαντήστε μου· και τότε θα σας πω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά: Το βάπτισμα του Ιωάννη προερχόταν από το Θεό ή από τους ανθρώπους; Απαντήστε μου». Και συζητούσαν μεταξύ τους λέγοντας: «Αν πούμε ότι προερχόταν από το Θεό, θα μας πει, “γιατί λοιπόν δεν τον πιστέψατε;” Αλλά και πώς να του πούμε, “από τους ανθρώπους;” — φοβούνταν το λαό, γιατί όλοι θεωρούσαν τον Ιωάννη προφήτη. Κι αποκρίθηκαν στον Ιησού: «Δεν ξέρουμε». Τους λεει τότε κι ο Ιησούς: «Ούτε κι εγώ σας λεω με ποια εξουσία τα κάνω αυτά».
