skip to Main Content

Μαρτύριον. Βιβλική και Δογματική έννοια

ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ

ΒΙΒΛΙΚΗ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ

23 Φεβρουαρίου 2004

Χωρεπισκόπου

Τριμυθοῦντος Βασιλείου

Διδάκτορος Θεολογίας

            Θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω τὸ Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπο Σιναίου κ. Δαμιανὸ γιὰ τὴν τιμητικὴ πρόσκληση συμμετοχῆς μου στὸ Συνέδριο αὐτὸ τὸ ἀφιερωμένο στὴν ἁγία μεγλομάρτυρα Αἰκατερίνη γιὰ νὰ ἀναπτύξω τὴ βιβλικὴ καὶ δογματικὴ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου. Ἡ ἁγία Αἰκατερίνη εἶναι ἕνα ἔξοχο παράδειγμα μάρτυρος, γιατὶ με τὴν ὁμολογία πίστεως, τὰ βασανιστήρια ποὺ ὑπέστη καὶ μὲ τὸν μαρτυρικό της θάνατο ἐφαρμόζει κατ’  ἀπόλυτο τρόπο τὴ βιβλικὴ καὶ ἐκκλησιατικὴ – δογματικὴ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτά, εἶναι προφανές ὅτι θὰ ἀναπτύξουμε τὴν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου μὲ τὶς ἀναγκαῖες βιβλικὲς ἀναφορὲς πάντοτε μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς δογματικῆς, θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς διδαδκαλίας, χρησιμοποιώντας, ὅπου τοῦτο κρίνεται ἀναγκαῖο, παραδείγματα ἀπὸ τὸ Μαρτύριο τῆς ἁγίας. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κρίνουμε ἀναγκαία τὴ διευκρίνιση ὅτι ὁ κύριος προβληματισμὸς στὴ διερεύνηση τοῦ ἐρωτήματος τῆς ἔννοιας τοῦ μαρτυρίου θὰ περιστραφεῖ γύρω ἀπὸ τὴν ὁποιαδήποτε θεολογική, ἐννοιολογική καὶ φιλολογικὴ σχέση ποὺ εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν πλέον ἀντιπροσωπευτικῶν Μαρτυρίων ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐμφανίζονται ὡς φιλολογικὸ εἶδος λόγου.

  1. Μαρτύριο – μάρτυρας. Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη.

            Ὅπως εἶναι κατανοητό, εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐξαντλητικὴ ἐξέταση τῆς βιβλικῆς διδασκαλίας περὶ τοῦ μαρτυρίου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ γίνει ἀναφορὰ σὲ βασικὰ κείμενα εἴτε τῆς Παλαιᾶς εἴτε τῆς Καινῆς Διαθήκης μὲ τὰ ὁποῖα καταδεικνύεται ἡ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου. Πρὶν προχωρήσουμε σὲ σύντομη ἀναφορὰ σὲ κείμενα τῆς Π. Διαθήκης, στὰ ὁποῖα διαφαίνεται ἡ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου, θὰ ὑπενθυμίσουμε δύο βασικὰ πρόσωπα τῆς Π. Διαθήκης μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα τίθεται ὁ προβληματισμὸς τόσο τῆς ἔννοιας τοῦ μαρτυρίου, τῶν πόνων καὶ τῶν θλίψεων, ὅσο καὶ τοῦ σκοποῦ τους. Περισσότερο θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν κείμενα τῆς Κ. Διαθήκης. Τὰ δύο πρόσωπα τῆς Π. Διαθήκης εἶναι, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ὁ πάσχων δοῦλος τοῦ Θεοῦ στὸν προφήτη Ἠσαΐα[1], ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὁ Ἰώβ. Ὅπως εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν τυπολογία τῆς ἁγίας Γραφῆς, τόσο ὁ πάσχων δοῦλος τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ὅσο καὶ ὁ Ἰώβ, ἀποτελοῦν προτυπώσεις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σχετικὲς κυρίως μὲ τὰ παθήματά του καὶ τὸ μαρτυρικό του θάνατο ἐπὶ τοῦ σταυροῦ[2]. Τὰ δύο αὐτὰ παραδείμγατα νοηματοδοτοῦν ὄχι μόνο τὴν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου, ὡς ὁμολογίας μιᾶς ἀληθείας, ἀλλὰ συνδέουν τὴν ὁμολογία μὲ τὶς θλίψεις, τὶς δοκιμασίες καὶ τὸ θάνατο ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ὁμολογίας. Βεβαίως, τὰ κεφάλια 40-66 στὸν προφήτη Ἠσαΐα περιέχουν τὴν ἱστορία τῆς ἐξορίας τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴ Βαβυλώνια αἰχμαλωσία, ὅταν ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ὐφίστατατο διώξεις, θλίψεις καὶ διάφορα ἄλλα δεινά. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἱστορικὴ ἀναφορὰ ὁ Προφήτης ὁδηγεῖται στὴν ἔννοια τοῦ πάχοντος δούλου τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὰ νοηματικὰ καὶ ἱστορικὰ αὐτὰ πλαίσια κατανοεῖται ἡ ἔννοια τοῦ μάρτυρος στὸν προφήτη Ἠσαΐα: “Πάντα τὰ ἔθνη συνήχθησαν ἅμα, καὶ συναχθήσονται ἄρχοντες ἐξ αὐτῶν· τὶς ἀναγγελεῖ ταῦτα; ἤ τὰ ἐξ ἀρχῆς τὶς ἀναγγελεῖ ὑμῖν; ἀγαγέτωσαν τοὺς μάρτυρας αὐτῶν καὶ δικαιωθήτωσαν καὶ εἰπάτωσαν ἀληθῆ. Γίνεσθέ μοι μάρτυρες, κἀγὼ μάρτυς, λέγει κύριος ὁ Θεός, καὶ ὁ παῖς ὅν ἐξελεξάμην, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε καὶ συνῆτε ὅτι ἐγώ εἰμι, ἔμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεὸς καὶ μετ’ ἐμὲ οὐκ ἔσται· ἐγὼ ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἔστιν πάρεξ ἐμοῦ σώζων. Ἀνήγγειλα καὶ ἔσωσα, ὠνείδισα καὶ οὐκ ἦν ἐν ὑμῖν ἀλλότριος· ὑμεῖς ἐμοὶ μάρτυρες κἀγὼ μάρτυς, λέγει Κύριος ὁ Θεὸς”[3]. Κατὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ ὁ Ἰὼβ δύναται νὰ θεωρηθεῖ ὡς “πάσχων δοῦλος τοῦ Θεοῦ”, προτύπωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, δεδομένου ὅτι εἶναι ὁ δίκαιος ποὺ πάσχει.

            Γιὰ νὰ ὁρισθεῖ ἡ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου εἶναι ἀναγκαῖος ὁ κατ’ ἀρχὴν ὁρισμὸς τῆς ἔννοιας τοῦ μάρτυρος, γιατὶ τόσο ὁ ἕνας ὅρος, ὅσο καὶ ὁ ἄλλος εἶναι “τεχνικοὶ” ὅροι ποὺ φανερώνουν μία συγκεκριμένη κατάσταση πραγμάτων. Ἡ πρωταρχικὴ ἔννοια τοῦ μάρτυρος ἔχει δικανικὸ περιεχόμενο, γιατὶ σήμαινε ἐκεῖνον πού, ὡς αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μάρτυρας, παρεῖχε ἐξηγήσεις γιὰ τὴν πραγματικότητα ἑνὸς συγκεκριμένου γεγονότος[4]. Ἀπὸ τὴν πρωταρχικὴ αὐτὴ ἔννοια τοῦ μάρτυρος στὸν προφήτη Ἠσαΐα λαμβάνει το περιεχόμενό της ἡ μαρτυρία, ὄχι πλέον μόνον ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου ὡς δικονομικὴ ἔννοια, ἀλλὰ τῆς μαρτυρίας ἤ τῆς ὁμολογίας τῆς ἀληθείας περὶ τοῦ Θεοῦ ἔναντι ἐκείνων οἱ ὁποῖοι στρέφονται, τόσο κατὰ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅσο καὶ κατὰ τοῦ πάσχοντος δούλου τοῦ Θεοῦ, καὶ κατὰ συνέπειαν ἐναντίον τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Ὅπως εἶναι προφανές, στὴν Π. Διαθήκη, ἄν καὶ ἐνυπάρχει ὡς πραγματικότητα ἡ δίωξη ἐκείνων οἱ ὁποῖοι πιστεύουν καὶ ὁμολογοῦν τὴν περὶ τοῦ Θεοῦ ἀλήθεια, ἐν τούτοις, ἡ ἔννοια τοῦ μάρτυρα δὲν κατέληξε, ὅπως στὸ Χριστιανισμό, νὰ εἶναι τεχνικὸς ὅρος καὶ νὰ σημαίνει τὸ μαρτυρικὸ θάνατο ἐξ αἰτίας τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως, νὰ σημαίνει δηλαδὴ τὸ μαρτύριο. Παρὰ ταῦτα, τὸ παράδειγμα τῶν Μακκαβαίων ἐχρησιμοποιεῖτο κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῶν ἑτοιμαζομένων γιὰ τὸ μαρτύριο Χριστιανῶν.

            Ἡ ἔννοια τοῦ μάρτυρος καὶ τοῦ μαρτυρίου τῆς Π. Διαθήκης ἔχει κατ’ ἀρχὴν υἱοθετηθεῖ καὶ ἀπὸ τὴν Κ. Διαθήκη. Τὸ τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ἐπὶ παραδείγματι: “γίνεσθέ μοι μάρτυρες κἀγὼ μάρτυς, λέγει Κύριος ὁ Θεός” διατυποῦται κατὰ παρόμοιο τρόπο στὴν Κ. Διαθήκη ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ: “Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἑμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἄνθρώπων, ὁμολογήσω καγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ’ ἄν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς”[5].

            Ὑπάρχουν δύο σημαντικὰ γεγονότα στὴν Κ. Διαθήκη, τὰ ὁποῖα γίνονται καθοριστικὰ ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ τὸν καθορισμὸ τῆς ἔννοιας τοῦ μαρτυρίου, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ τὴ μετέπειτα ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ πρῶτο εἶναι σχετικὸ μὲ τὴν ἀποστολὴ τῶν δώδεκα ἀποστόλων ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς προειδοποιήσεις του γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ ὑπάρχουν κατὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἔργου τοῦ εὐαγγελισμοῦ. Οἱ προειδοποιήσεις αὐτὲς περιέχονται στὸ 10ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου[6]. Συνοπτικὰ οἱ προειδοποιήσεις αὐτὲς περιέχουν α) συμβουλὲς γιὰ τὴ συμπεριφορὰ τῶν Ἀποστόλων ὅταν θὰ βρίσκονται μέσα σὲ ἐχθρικὸ περιβάλλον, “ὡς πρόβατα ἐν μέσω λύκων”, β) προειδοποιήσεις ὅτι θὰ ὁδηγηθοῦν, ἀφ’ ἑνὸς μέν, ἐνώπιον τῶν Συνεδρίων καὶ τῶν Ἰουδαϊκῶν Συναγωγῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἐνώπιον τῶν Ρωμαίων ἡγεμόνων καὶ βασιλέων καὶ θὰ ὑποστοῦν διάφορα βασανιστήρια “ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν”[7], γ) κατὰ τὴν προσαγωγή τους δὲν πρέπει νὰ ἀνησυχοῦν οὔτε νὰ μεριμνοῦν γιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς ὁμολογίας τους, γιατὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ τοὺς φωτίσει καὶ θὰ τοὺς καθοδηγήσει πῶς καὶ τὶ θὰ ἀπολογηθοῦν, δ) τόσον ἡ ἀποδοχή, ὅσον καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ἡ πίστη στὸν Χριστὸ θὰ δημιουργεῖ συγκρούσεις καὶ ἀντιθέσεις ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ὁ μαθητὴς θὰ μισεῖται ἕνεκεν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, “ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται[8], ε) δὲν πρέπει νὰ φοβοῦνται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ θανατώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ ἀδυνατοῦν νὰ βλάψουν τὴ ψυχή, στ) οἱ ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ἐπιλογὲς τῶν Ἀποστόλων του εἶναι πολὺ διαφορετικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες τοῦ κόσμου. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ θὰ προκληθοῦν, ἀφ’ ἑνὸς μέν, διχόνιες καὶ διχογνωμίες μεταξὺ τῶν μελῶν τῶν οἰκογενειῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ, πρέπει νὰ ἐπιλέγεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀπ’ ὅ, τι δήποτε ἄλλο στὸν κόσμο. Ὅλες οἱ παραπάνω προτροπὲς καὶ προειδοποιήσεις τοῦ Χριστοῦ πολλὲς φορὲς, ὅπως διαπιστώνεται στὰ μαρτύρια, δὲν ἑρμηνεύονται μὲ ἕνα τύπο ἠθικῆς διδασκαλίας, ἀλλὰ ἐφαρμόζονται κατὰ γράμμα.

            Τὸ δεύτερο, τὸ ὁποῖο ἀποβαίνει καθοριστικὸ τῆς ἔννοιας τοῦ μαρτυρίου καὶ τοῦ μάρτυρα, συγχρόνως, εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ μαρτύριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ ἔγινε ἡ σύνδεση τῆς ἄλλης προειδοποιήσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅτι: “Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν”[9]. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὁ Χριστὸς ὀνομάσθηκε “πρωτομάρτυρας”[10] καὶ ὁ σταυρικός του θάνατος ἑρμηνεύθηκε ὡς τὸ κατ’ ἐξοχὴν μαρτύριο. Τὸ μαρτύριό του ἔχει προβλεφθεῖ ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ εἶναι ἀναμενόμενο ὅτι καὶ οἱ ἀκόλουθοί του θὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἀδικία καὶ τοὺς διωγμούς[11].

            Παρὰ ταῦτα, οἱ διωγμοὶ δὲν παύουν νὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς κακίας τοῦ διαβόλου. Ὅλες οἱ συμβολικὲς εἰκόνες τῆς Ἀποκαλύψεως, π.χ. τὰ διάφορα ἄγρια θηρία, ὁ ἀρχέκακος ὄφις κ.λπ., συμβολίζουν τὸ διάβολο. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶχε προειδοποιήσει τὸν ἀπ. Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους γιὰ τοὺς διωγμοὺς καὶ πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο: «Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξητήσατο ὑμᾶς τοῦ συνιάσαι ὡς τὸν σίτον»[12].

            Ἐὰν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ εὐαγγελιστῆ Μάρκου ἀπευθύνεται στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ρώμης καὶ ὄντως γράφηκε χρονολογικὰ μετὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Νέρωνος, περὶ τὸ 64 μ. Χ., ἐξ ἄλλου δέ, ἐὰν τὸ τελευταῖο βιβλίο τῆς Κ. Διαθήκης, ἡ Ἀποκάλυψη, ἔχει γραφεῖ μετὰ τὸν προσωπικὸ διωγμὸ τοῦ συγγραφέα της, δηλαδὴ μετὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Δομιτιανοῦ (91-92 μ. Χ.), τότε αὐτὰ τὰ δύο στοιχεῖα εἶναι ἀρκούντως ἐνδεικτικὰ τῆς σχέσεως τῶν κειμένων τῆς Κ. Διαθήκης μὲ τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια τῶν Χριστιανῶν, καθὼς καὶ τοῦ σκοποῦ ποὺ ἐξυπηρετοῦν. Βεβαίως, αὐτὰ δὲν εἶναι τὰ μόνα κείμενα, γιατὶ τὸ σύνολο τῶν κειμένων τῆς Κ. Διαθήκης ἀναφέρεται πολλάκις στοὺς διωγμούς, στὶς θλίψεις, ἀκόμα καὶ στὶς θανατώσεις ἀκολούθων τοῦ Χριστοῦ[13]. Ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου ὁ Χριστὸς εἶπε τοὺς σημαντικοὺς γιὰ τὸ θέμα μας λόγους: “Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήληθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ”[14].

            Ὁ ἀπ. Παῦλος, ἀναπτύσσοντας τὴν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου, ἑρμηνεύει τὸ διωγμὸ τῶν ἀποστόλων καθὼς καὶ ὅλων τῶν ἀκολούθων τοῦ Χριστοῦ ὡς “κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ”[15]. Ὅπως διαπιστώνεται ἀνωτέρω, το ἴδιο καὶ ὁ ἀπ. Πέτρος: «…ἀλλὰ καθὸ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε…»[16]. Αὐτὸ δὲν ἀφίσταται ἀπὸ τοὺς λόγους τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἀποστόλους Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν πρωτοκαθεδρία κατὰ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλείας του, τοὺς ρώτησε: “Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὅ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὅ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι;”[17]. Ὁ Χριστὸς στὴ συνέχεια τοὺς βεβαίωσε ὅτι, πράγματι, θὰ πιοῦν τὸ ἴδιο ποτήρι καὶ θὰ βαπτισθοῦν τὸ ἴδιο βάπτισμα ὅπως καὶ ἐκεῖνος. Ὑπάρχει ὁμοφωνία ἐπὶ τοῦ προκειμένου, τόσο μεταξὺ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ μεταξὺ τῶν σύγχρονων ἑρμηνευτῶν, ὅτι τὸ “ποτήριον” καὶ τὸ “βάπτισμα” εἶναι αὐτὸς οὗτος ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἀπόστολοι, ἑπομένως θὰ ὑφίσταντο τὸν μαρτυρικὸ θάνατο[18]. Ἐπιπρόσθετα ἀπὸ τὴ σημασία ποὺ ἔχει τὸ μαρτύριο ὡς κοινωνία τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, οἱ παραπάνω λόγοι τοῦ Χριστοῦ πρὸς τοὺς ἀποστόλους του ἀποτελοῦν καὶ τὴ βάση γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἔννοιας τοῦ “βαπτίσματος τοῦ αἵματος”, εὐρέως διαδεδομένου μετέπειτα, κατὰ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν. Ὄντως, ὁ Χριστὸς εἶχε προείπει γιὰ τὸ σταυρικό του μαρτύριο: “Βάπτισμα δὲ ἔχω βαπτισθῆναι, καὶ πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ”[19].

  1. Μαρτύρια Πρωτομάρτυρα Στεφάνου, Πολυκάρπου Σμύρνης καὶ Ἁγίας Αἰκατερίνης.

            Ἰδικότερα γιὰ τὸ θέμα ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἐπὶ τοῦ προκειμένου εἶναι σημαντικὴ κατὰ τὴν κρίση μας ἡ ἐπιμονὴ στὸ “μαρτύριο” τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ὅπως αὐτὸ περιγράφεται μὲ πολλὴ λεπτομέρεια στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων[20]. Ἀπὸ τὸ “μαρτύριο” αὐτὸ θὰ ὑπογραμμίσουμε τὰ σημεῖα ἐκεῖνα πού, κατὰ τὴν ἄποψή μας, εἶναι καθοριστικὰ τῆς ἔννοιας τοῦ μαρτυρίου, τόσο ἀπὸ βιβλικῆς, ὅσο καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς δογματικῆς πλευρᾶς. Στοιχεῖα τοῦ “μαρτυρίου” τοῦ ἁγίου Στεφάνου θὰ συγκριθοῦν μὲ στοιχεῖα τῶν μαρτυρίων τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου καὶ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης. Θὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι τὸ “μαρτύριο” τοῦ πρωτομάρτυρα καὶ ἀρχιδιακόνου Στεφάνου χρονολογικὰ ἕπεται, ὅπως εἶναι φυσικό, τοῦ μαρτυρικοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ ὄντως πρωτομάρτυρα καὶ μοναδικοῦ ὡς πρὸς τὸ σκοπὸ καὶ τὰ ἀποτελέσματα μαρτυρίου τοῦ Χριστοῦ. Τὰ κεντρικὰ σημεῖα ποὺ θὰ ὑπγραμμισθοῦν ἔχουν ἐπίσης ἄμεση νοηματικὴ καὶ πραγματιστικὴ σχέση μὲ τὶς προειδοποιήσεις τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ θὰ ὑφίσταντο οἱ ἀπόστολοι κατὰ τὴν ἄσκηση τοῦ ἀποστολικοῦ τους ἔργου, ὅπως σημειώθηκαν ἀνωτέρω. Τὸ “μαρτύριο” τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ἐξ ἄλλου, προηγεῖται τῶν πρώτων μεταποστολικῶν μαρτυρίων καὶ τὴ θεολογία τοῦ μαρτυρίου, μὲ γνωστὸ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου Σμύρνης[21]. Μὲ τὴ συγκριτικὴ αὐτὴ μελέτη τῶν διαφόρων μαρτυρίων, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ὁμοιότητες ποὺ ἐντοπίζονται, φαίνεται καὶ ἡ ἐξέλιξη ποὺ δέχθηκαν στὴ συνέχεια, τόσο ἀπὸ ἄποψη θεολογική, ὅσο καὶ ἀπὸ ἄποψη φιλολογική.

            Τὸ “μαρτύριον” τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ὡς ἐκ τούτου, ἔχει ὁμοιότητες, ἀφ’ ἑνὸς μὲν μὲ τὸ “μαρτύριον” τοῦ Χριστοῦ, ἐφ’ ὅσον τὸ μαρτύριο τῶν μαρτύρων εἶναι κοινωνία τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ μὲ τὰ μετέπειτα μαρτύρια τῶν μαρτύρων. Τὰ ἐνδιαφέροντα ἐπί τοῦ προκειμένου βασικὰ σημεῖα τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Στεφάνου εἶναι τὰ ἀκόλουθα:

α) Πρῶτο σημαντικὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ περιγραφὴ τοῦ προσώπου τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ὁ ὁποῖος ἦταν “πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως” καὶ “ἐποίει τέρατα καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῷ”[22]. β) Ἀκολουθεῖ ἡ δισφήμηση τοῦ ἁγίου Στεφάνου μὲ ψευδομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονταν ὅτι ἄκουσαν τὸ Στέφανο νὰ λέγει “ρήματα βλάσφημα εἰς τὸν Μωϋσῆν καὶ τὸν Θεόν”[23]. Μὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία προσήχθηκε ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου καὶ ἀπαγγέλθηκαν ἐναντίον του οἱ κατηγορίες αὐτές. γ) “Ἅπαντες οἱ ἐν τῷ Συνεδριῳ εἶδον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡσεὶ πρόσωπον ἀγγέλου”[24]. Εἶναι, μὲ ἄλλα λόγια, τὸ σημεῖον τῆς θείας παρουσίας ποὺ φωτίζει καὶ ἐνισχύει τὸ μάρτυρα, μοτίβο ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ ὅλα τὰ ἀκολουθοῦντα μαρτύρια. δ) Ἀκολουθεῖ ἡ ἀπολογία τοῦ ἁγίου Στεφάνου μετὰ ἀπὸ τὴν ἀπαγγελία τῶν κατηγοριῶν καὶ τὸ ἐρώτημα του ἀρχιερέως ἄν ὄντως ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα. Ἡ ἀπολογία τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου εἶναι μακροσκελέστατη καί, ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενό της, συνάδει μὲ τὰ πλαίσια τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου καὶ περιβάλλοντος. Μὲ τὴν ἀπολογία αὐτὴ γίνεται “ἀνάγνωση” τῆς ἱστορίας τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὅπως αὐτὴ περιέχεται στὴν Π. Διαθήκη, γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὄντως ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, τοῦ ὁποίου οἱ Γραμματεῖς, οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ὅλη ἡ θρησκευτικὴ ἡγεσία τοῦ Ἰσραὴλ ἔγιναν “προδόται καὶ φονεῖς”[25]. Οὐσιαστικά, ἡ ἀπολογία τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου ἀποτελεῖ συγχρόνως καὶ τὴν ὁμολογία του γιὰ τὸ Χριστὸ, ὁ ὁποῖος, ὅπως γνώριζαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ τὰ μέλη τοῦ Συνεδρίου ἀπὸ τὸν προφήτη Ἠσαῒα, εἶναι ὁ “δίκαιος” καὶ ὁ “πάσχων” δοῦλος τοῦ Θεοῦ. ε) Σημαντικώτατο, ἐπίσης, στοιχεῖο τοῦ μαρτυρίου εἶναι ἡ ὀπτασία τοῦ πρωτομάρτυρα: “ὑπάρχων δὲ πλήρης Πνεύματος ἁγίου, ἀτενίσας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶδε δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἐστῶτα ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ εἶπεν· ἰδοὺ θεωρῶ τοὺς οὐρανοὺς ἀνεωγμένους καὶ τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν ἐστῶτα”[26].

            Ἀπὸ τὰ σημεῖα αὐτὰ εἶναι προφανὴς ἡ ὁμοιότητα τοῦ μαρτυρίου τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου μὲ ἐκεῖνο τοῦ Χριστοῦ, καθὼς καὶ μὲ τὰ ἐπακολουθοῦντα μαρτύρια. Μέσα σὲ ἑνότητα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, ὅπου ἐκδηλώνεται ἡ ἐχθρότητα καὶ ἡ ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, σημειώνεται: “Τοσαῦτα δὲ αὐτοῦ σημεῖα πεποιηκότος ἔμπροσθεν αὐτῶν οὐκ ἐπίστευον εἰς αὐτόν”[27]. Τὰ πολλὰ σημεῖα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος, ἡ προσαγωγή του ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου, ἡ ἀπολογία του, συναντῶνται καὶ στὸ “μαρτύριο” τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἴδιοι λόγοι ποὺ λέγει ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος κατὰ τὴν πρὸ τοῦ μαρτυρίου του ὀπτασία, εἶναι ἐπανάληψη τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν προσαγωγή του ἐνώπιον τοῦ Συνεδρίου. “Καὶ ὄψεσθε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ”[28]. Κατὰ τοὺς ἑρμηνευτές, ἡ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ σημαίνει τὴν ἑτοιμασία ὑποδοχῆς τοῦ μάρτυρα ἀπὸ τὸν Χριστὸ στοὺς οὐρανοὺς καὶ τὴν κρίση ἐκείνων οἱ ὁποῖοι τὸν ὁδήγησαν στὸ θάνατο[29].

            Γιὰ νὰ καταστεῖ φανερὴ ἡ ἐννοιολογικὴ καὶ πραγματικὴ σχέση μεταξύ, ἀφ’ ἑνὸς μὲν τοῦ μαρτυρίου τοῦ Χριστοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τοῦ μαρτυρίου τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου καὶ τῶν μετέπειτα μαρτυρίων, θὰ κάνουμε σύντομη ἀναφορὰ καὶ στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου. Ἡ σημαντικότητα τοῦ μαρτυρίου αὐτοῦ ἔγκειται κατ’ ἀρχὴν στὸ γεγονὸς ὅτι, μαζὺ μὲ ἄλλα σύγχρονά του μαρτύρια, καθιερώνει γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὴ θεολογία τοῦ μαρτυρίου καὶ γίνεται ἐπίσης παράδειγμα γιὰ τὰ ἐπακολουθοῦντα μαρτύρια ἄλλων μαρτύρων τῆς πίστεως. Δὲν εἶναι, ὄντως, τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ θεολογία αὐτὴ θεμελιοῦται πάνω στὸ “μαρτύριο” τοῦ Χριστοῦ μέχρι καὶ τοῦ σημείου νὰ χρησιμοποιοῦνται σ’ αὐτὸ εὐαγγελικὲς φράσεις[30]. Ἐπιπροσθέτως, στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου προστίθενται καὶ ἄλλα θέματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν μὲν τὴν εὐαγγελικὴ ἀναφορά τους, ἀλλὰ δὲν περιέχονται ἀναγκαίως καὶ στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ὅπως ἡ ὁπτασία τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου[31], διὰ τῆς ὁποίας πληροφορήθηκε ὁ ἅγιος ὅτι θὰ μαρτυροῦσε, ἤ ἀκόμα ἡ φωνὴ ποὺ ἄκουσε εἰσερχόμενος στὸ στάδιο[32], ἐνδυναμώνοντάς τον γιὰ τὸ μαρτύριο. Ἀκολουθεῖ, βεβαίως, ἡ “δίκη” ἐνώπιον τοῦ Καίσαρα, ὅπου ἀνευρίσκουμε τὴν καρδία τοῦ μαρτυρίου, τὴν ὁμολογία γιὰ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ μὲ τὴ χαρακτηριστικὴ φράση “Χριστιανός εἰμι”[33]. Αὐτὴ ἡ ὁμολογία εἶναι τὸ κέντρο καὶ ἡ οὐσία ὅλων τῶν μαρτυρίων, γιατὶ ὅλοι οἱ προσαγόμενοι ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁμολογοῦσαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ἡ ὁμολογία αὐτὴ συνεπαγόταν τὰ βασανιστήρια καὶ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο ἄν ὁ ἐκδικαζόμενος δὲν ἀρνεῖτο τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ δὲν δεχόταν να θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ἀποδεχόμενος καὶ τὸν αὐτοκράτορα ὡς Κύριο καὶ Βασιλέα[34]. Πρὸ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου προστίθεται, ἐπίσης, προσευχή, ἡ ὁποία οὐσιαστικὰ εἶναι σύντομη ὁμολογία πίστεως[35].

            Συγκρίνοντας τὰ παρατεθέντα στοιχεῖα, τόσο ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου μὲ τὸ Μαρτύριο τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, διαπιστώνουμε τὸ συσχετισμό τους. Γιὰ τὴ διευκρίνηση τοῦ θέματός μας κρίνουμε σκόπιμη τὴν παράθεση ὁρισμένων σημαντικῶν δεδομένων ἀπὸ τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας[36].

  1. Ἐπεξηγεῖται ἡ αἰτία ἡ ὁποία προκάλεσε τὸ μαρτύριο τῆς Ἁγίας ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Μαξεντίου[37]. Ὁ Μαξέντιος κήρυξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖοι ἀρνοῦνταν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, σύμφωνα μὲ καθολικὸ γιὰ τὴν αὐτοκρατορία διάταγμά του.
  1. Ἡ Αἰκατερίνα, ἕνεκα τῆς ὑψηλῆς καταγωγῆς καὶ τῆς μορφώσεώς της, ἔλαβε τὸ θάρρος, παρὰ τὴ γυναικεία της φύση, νὰ ἐλέγξει τὴν πράξη αὐτὴ τοῦ αὐτοκράτορα. Ἡ γυναίκα στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο δὲν ἔχαιρε κοινωνικοῦ σεβασμοῦ, ἀλλ’ ὑποτιμᾶτο καὶ ἐθεωρεῖτο ὑποδεέστερη τοῦ ἄνδρα. Εἶναι φανερὸ ἀπὸ τοὺς διαλόγους στὸ Μαρτύριο τῆς Ἁγίας[38].
  1. Ἡ δίκη εἶναι μακρὰ καὶ περιλαμβάνει διάφορες φάσεις. Διακρίνουμε, ὅμως, τὰ βασικὰ στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν τὸν πυρῆνα ἑνὸς μαρτυρίου: α) ἡ ὁμολογία πίστεως, “Χριστιανή εἰμι”[39], τὴν ὁμολογία αὐτὴ τὴ συναντήσαμε καὶ στὸ Μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου[40], β) μακροσκελὴς ἀπολογία κατὰ τὴν ὁποία, ἀφ’ ἑνὸς μέν, ἀναπτύσσεται διεξοδικῶς ἡ περὶ Θεοῦ διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γίνεται ἡ μὲ ἐπιχειρηματολογία ἀνατροπή τῆς εἰδωλολατρικῆς πίστεως, γ) τέλος, τὸ σημαντικὸ στὴν περίπτωση αὐτὴ εἶναι ὁ ἐπιτυγχανόμενος θρίαμβος τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας ἔναντι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ τῆς θύραθεν σοφίας.
  1. Ἡ Αἰκατερίνα ἐνισχύεται μὲ ὀπτασίες εἴτε ἐντὸς τῆς φυλακῆς εἴτε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν βασανιστηρίων καὶ τοῦ μαρτυρικοῦ της θανάτου.
  1. Ἡ προσευχὴ τῆς Ἁγίας, σύμφωνα μὲ τὸ Μαρτύριό της κατὰ τὸν Συμεὼν τὸ Μεταφραστή, πρὸ τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ της περιέχει εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἐνίσχυση ποὺ εἶχε καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι γίνεται κοινωνὸς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, παρακαλεῖ τὸν Χριστὸ νὰ παραλάβει τὴ ψυχή της καὶ νὰ τὴν πλύνει, ἐννοεῖται μὲ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου, ἀπὸ τὶς κηλίδες τῆς ἁμαρτίας. Οὐσιαστικὰ ἐδῶ ἐξυπονοεῖται τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος. Τέλος, ζητεῖ ἐνίσχυση τοῦ λαοῦ καὶ ἐπίσης ζητεῖ νὰ τῆς δοθεῖ παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ[41].
  1. Ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς προσευχῆς τῆς Ἁγίας προκύπτουν βασικὰ θέματα σχετικὰ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου: πρῶτον, ὁ σκοπὸς τοῦ μαρτυρίου, δεύτερον, τὸ θέμα τῆς τιμῆς τῶν μαρτύρων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γεγονὸς ποὺ θέτει τὸ βασικὸ ἐρώτημα τῆς σημασίας τοῦ μαρτυρίου σὲ σύγκριση μὲ ἐκεῖνο τοῦ Χριστοῦ, καί, τρίτον, τὸ ζήτημα τῆς τιμῆς τῶν λειψάνων τῶν μαρτύρων.

  1. Ἔννοια καὶ σκοπὸς τοῦ μαρτυρίου.

            Ὁ ἀπ. Παῦλος οὐσιαστικὰ ἔχει ἀναπτύξει τὴν ἔννοια τοῦ μαρτυρίου καὶ τὴ θεολογία του. Ὡς πρῶτο στοιχεῖο τῆς ἔννοιας καὶ τῆς θεολογίας εἶναι ἡ θεολογία του σταυροῦ καὶ τῆς δόξας τὴν ὁποία ἀναπτύσσει κυρίως στὶς Α΄ καὶ Β΄ πρὸς Κορινθρίους ἐπιστολές[42]. Τὸ κήρυγμα τοῦ σταυροῦ ἔχει ἐπιπτώσεις ἐπὶ τοῦ ἰδίου τοῦ ἀπ. Παύλου καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων Ἀποστόλων. Οἱ καταστάσεις, οἱ ὁποῖες περιγράφονται στὸ Α΄ Κορ. 4:9-13 δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ μαρτύρια, τὰ ὁποῖα ὑφίσταντο οἱ Ἀπόστολοι κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀσκήσεως τοῦ ἀποστολικοῦ τους ἔργου. Ἡ ἀναφορά, ἐπὶ παραδείγματι, τοῦ ἀπ. Παύλου ὅτι, “ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις”[43], δὲν μπορεῖ νὰ μὴ ὁδηγήσει στὴν εἰκόνα τῆς προσαγωγῆς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Μαρτύρων ἐντὸς τῶν θεάτρων γιὰ τὰ διάφορα βασανιστήρια, τὰ ἄγρια θηρία καὶ τὶς θανατώσεις. Ἄλλωστε εἶναι γνωστὲς οἱ κακώσεις ποὺ ὑπέστη ὁ ἀπ. Παῦλος, οἱ διωγμοί, οἱ φυλακίσεις καὶ τὰ μέχρι θανάτου μαρτύρια, ὅπως γλαφυρώτατα τὰ περιγράφει στὴν Β΄ πρὸς Κορινθίου ἐπιστολή[44]. Βεβαίως, ἡ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου εἶναι πλέον προφανὴς στὶς ἐπιστολὲς αἰχμαλωσίας. Στὴν πρὸς Φιλιππισίους ἐπιστολὴ  ἀναπτύσσονται οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους οἱ ἀπόστολοι, ἀλλὰ καὶ κάθε ἀκόλουθος τοῦ Χριστοῦ θὰ πρέπει νὰ μαρτυρήσουν, ὄχι μόνο ὁμολογώντας τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ ἐνώπιον ἐκείνων ποὺ τοὺς διώκουν, ἀλλὰ καὶ θυσιάζοντας τὴν ἴδια τὴ ζωή τους μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο. Στὸ Φιλιππ. 1:12 κ. ἑξ. ὁ ἀπ. Παῦλος ὑπογραμμίζει τὴν ἱκανοποίησή του, πρῶτον, γιατὶ ἕνεκα  τῶν δεσμῶν του κατέστη γνωστὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μεταξὺ τῶν ἐπισήμων τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους στὸ πραιτώριο, δεύτερον, οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης ἀπέκτησαν αὐτοπεποίθηση ὥστε, χωρίς φόβο νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Κατά συνέπεια, εἴτε μὲ τρόπο θετικό, εἴτε μὲ τρόπο ἀρνητικό, τὸ μαρτύριο τόσο τοῦ ἀπ. Παύλου, ὅσο καὶ τῶν ἄλλων μαρτύρων συμβάλλει στὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Προχωρεῖ, ὅμως, καὶ πέραν τούτου ὁ δέσμιος ἀπόστολος γιὰ νὰ πεῖ ὅτι, τόσον τὰ μαρτυρικὰ δεσμά, ὅσον καὶ ὁ μαρτυρικὸς θάνατος “ἀποβήσεται εἰς σωτηρίαν” τοῦ ἰδίου “διὰ τῆς δεήσεως καὶ ἐπιχορηγίας τοῦ Πνεύματος Ἰησοῦ Χριστοῦ”[45]. Μὲ τὸ μαρτύριο, λοιπόν, “ὡς πάντοτε, καὶ νῦν καὶ μεγαλυνθήσεται Χριστὸς ἑν τῷ σώματί μου εἴτε διὰ τῆς ζωῆς εἴτε διὰ τοῦ θανάτου. Ἐμοὶ γὰρ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος”[46]. Ἔτσι, ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀποστόλου εἶναι διπλή, “τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι”[47]. Τὴν τελικὴ ἐπιλογὴ τὴν ἐμπιστεύεται στὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας του. Ὅπως ὑπογραμμίσθηκε πρίν, ἕνα ἄλλο στοιχεῖο τῆς ἔννοιας τοῦ μαρτυρίου εἶναι ὅτι αὐτὸ ἀποτελεῖ “κοινωνίαν τῶν παθημάτων” τοῦ Χριστοῦ καὶ συμμόρφωση πρὸς τὸ θάνατό Του. Αὐτὸ βέβαια δὲν παραμένει μέχρι τοῦ σημείου αὐτοῦ, ἀλλά, ὅλα αὐτὰ προηγοῦνται “εἴ πως καταντήσω εἰς τὴν ἐξανάστασιν τῶν νεκρῶν”[48].

            Οἱ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὲς ἔχουν γραφεῖ χρονολογικὰ ἐγγύτερα πρὸς τὸ μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ ἀπ. Παύλου. Ἔτσι, ἀφ’ ἑνὸς μὲν συμβουλεύει τὸν Τιμόθεο νὰ δείξει τὴν ἴδια καρτερία καὶ ὑπομονὴ κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς διακονίας τοῦ εὐαγγελισμοῦ. “Ἐγὼ γάρ, γράφει, ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε. Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὅν ἀποδόσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ” [49].

            Στὰ πλαίσια αὐτὰ δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἀντιπαρέλθουμε τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπου πλέον γίνεται καθαρὰ θεολογία τοῦ μαρτυρίου “τῶν πεπελεκισμένων διὰ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ”[50]. Οἱ ψυχὲς “τῶν ἐσφαγμένων διὰ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ ἀρνίου ἥν εἶχον”[51], βρίσκονται “ὑποκάτω τοῦ θυσιαστηρίου” καὶ ἀναμένουν τὴν κρίση ἐκείνων ποὺ τοὺς θανάτωσαν. Ἡ ἄμεση ἀπάντηση, ποὺ ἀφορᾶ καὶ στὸ θέμα μας, εἶναι ὅτι τὰ μαρτύρια δὲν τελείωσαν, ἡ Ἐκκλησία θὰ ὑποστεῖ καὶ ἄλλους διωγμούς, ἡ δὲ κρίση δὲν θὰ γίνει παρὰ μόνον “ἕως πληρώσωσι καὶ οἱ σύνδουλοι αὐτῶν καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ μέλλοντες ἀποκτέννεσθαι ὡς καὶ αὐτοί” [52].

            Ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ τὸ μαρτύριο ὡς ὁ “θρίαμβος τῆς πίστεως”. Ἡ ἀρχικὴ εἰκόνα ποὺ ἀποκομίζεται ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι ἡ συνεχὴς δίωξη τῶν πιστῶν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ. Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ ἱστορικὴ πραγματικότητα τῶν ποικίλων διωγμῶν, στοὺς ὁποίους βέβαια κάνει συγκεκαλυμμένη ἀναφορὰ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη. Ἐν τούτοις, ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος διώκεται καὶ “τὸ ἀρνίον νικήσει αὐτούς, ὅτι Κύριος κυρίων ἐστὶ καὶ Βασιλεὺς Βασιλέων, καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ κλητοὶ καὶ ἐκλεκτοὶ καὶ πιστοί”[53]. Τὸ μαρτύριο συνιστᾶ τὴ σταθερότητα στὴν πίστη στὸν Χριστὸ, τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του, καὶ τὴν ὑπομονὴ τῶν διωγμῶν, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ μὴ ὑποκύψουν καὶ νὰ προσκυνήσουν “τὸ θηρίον καὶ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ”[54]. Αὐτὸς ὁ θρίαμβος τῆς πίστεως εἶναι ἐμφανέστατος σὲ ὅλα τὰ μαρτύρια, τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης καὶ ὅλων τῶν ἄλλων μαρτύρων.

  1. Βιβλικὴ καὶ δογματικὴ ἔννοια τοῦ μαρτυρίου. Συμπεράσματα.

Ἐὰν μπορούσαμε νὰ συνοψίσουμε τὰ ὅσα ἔχουν λεχθεῖ γιὰ τὴ βιβλικὴ καὶ δογματικὴ ἔννοια του μαρτυρίου, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀναφέρουμε τὰ ἀκόλουθα.

            Στὰ ἀρχαῖα μαρτυρολόγια ὁρίζεται τὸ τὶ εἶναι μαρτύριο καὶ γίνεται ἡ διάκριση μεταξὺ “ὁμολογίας” καὶ “μαρτυρίου”. Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἱστορία τῶν διωγμῶν ὅτι πολλοὶ Χριστιανοὶ συλλαμβάνονταν, ὑφίσταντο διαφόρων εἰδῶν βασανιστήρια, ἐφυλακίζοντο, ἐν συνεχείᾳ ὅμως ἀπελευθερώνονταν. Αὐτοὶ ἔλαβαν τὴν ὀνομασία “ὁμολογητές”, ἀποκτοῦσαν δὲ μεγάλη πνευματικὴ ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία, πολλὲς φορὲς μέχρι καὶ ὑπερβολῶν ὥστε νὰ θεωροῦνται ὑπεράνω καὶ τῶν Ἐπισκόπων[55]. Ὅσοι ὅμως ὑφίσταντο ἐπιπρόσθετα τὸ μαρτυρικὸ θάνατο κατετάσσοντο μεταξὺ τῶν μαρτύρων καὶ ἀπελάμβαναν μεγάλες τιμές ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.

            Ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἔγινεν ἅπαξ διὰ παντὸς γιὰ τὴ λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δὲν τίθεται ζήτημα ὥστε ὁ θάνατος τῶν μαρτύρων νὰ καθίσταται λυτρωτικός, ὅπως ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μαρτύριο ἔχει διπλῆ ἔννοια: πρῶτον, ἀφορᾶ στὸν ἴδιο τὸ μάρτυρα ἤ τὴ μάρτυρα γιατί, ἀφ’ ἑνὸς μὲν εἶναι, ὡς «βάπτισμα αἵματος», ἔξοχος τρόπος ψυχικοῦ καθαρισμοῦ καὶ ἐξαγνισμοῦ του ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ἁμαρτίες, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τρόπος κληρονομίας τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα ὑπόσχεται ὁ Θεός. Δεύτερον, ἀφορᾶ στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία τιμᾶ τοὺς μάρτυρες καὶ τὰ λείψανά τους. Ἡ τιμὴ τῶν μαρτύρων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἦταν ἕνας τρόπος ἐνισχύσεως ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἐκαλοῦντο ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν νὰ ὁμολογήσουν καὶ νὰ μαρτυρήσουν χωρὶς νὰ δειλιάσουν ἀπὸ τὴ σκληρότητα τῶν βασανιστηρίων. Ὁρισμένοι μάρτυρες, ἐν τούτοις, ἀπεποιοῦντο καὶ αὐτῶν τῶν τιμῶν, ἐπιζητώντας μόνο τὶς οὐράνιες τιμὲς καὶ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ τὴν ἔννοια ἔχει τὸ αἴτημα στὴν προσευχὴ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης μὲ τὸ ὁποῖο ζητᾶ ὥστε τὸ «κατακοπὲν τοῦτο σῶμα γενέσθαι τοῖς ζητοῦσιν ἀθέατον». Δὲν πρέπει ποτὲ νὰ θεωρηθεῖ ὅτι εἴτε ἡ τιμὴ τῶν μαρτύρων εἴτε τὸ μαρτύριό τους εἶναι τὸ ἴδιο ὅπως τοῦ Χριστοῦ, ἤ ὅτι ἡ τιμὴ ἐπέχει θέση λατρείας ἤ καὶ μεσιτείας, ὅπως τῆς μοναδικῆς λυτρωτικῆς μεσιτείας τοῦ Χριστοῦ. Οἱ μάρτυρες εἶναι ἐκλεκτοὶ τοῦ Θεοῦ καί, ἕνεκα τοῦ μαρτυρίου τους, δύνανται μὲ παρρησία νὰ πρεσβεύουν γιὰ ὅσους τοὺς τιμοῦν. Ἡ τιμὴ τῶν μαρτύρων εἶναι οὐσιαστικὰ δόξα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ μαρτύριο ἀποτελεῖ τιμητικὴ κλήση πρὸς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τὸ δέχεται καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ὁ Χριστὸς στὰ “δεξιὰ” τοῦ Θεοῦ ὑποδέχεται τὸ μάρτυρα στὸν οὐρανό[56]. Ἕνεκα τούτου, οἱ μάρτυρες, ὅπως βέβαια τὸ σύνολο τῶν ἁγίων, ἀποκτοῦν παρρησίαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ οἱ μάρτυρες ἐπιθυμοῦσαν τὸ μαρτύριο γιὰ νὰ εὑρεθοῦν τὸ ταχύτερο δυνατὸ κοντὰ στὸν Χριστό. Ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Ἱγνατίου τοῦ Θεοφόρου εἶναι ἐνδεικτικὴ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἅγιος ἔγραφε στοὺς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης, ὅπου πήγαινε νὰ μαρτυρήσει, νὰ μὴ τὸν ἐμποδίσουν ἀποστερώντας του τὸ νὰ γίνει ὁ ἴδιος “σίτος” Χριστοῦ[57]. Τὸ ἴδιο διαπιστώνουμε καὶ γιὰ τὴν ἁγία Αἰκατερίνη, ἡ ὁποία ὄχι μόνο ἡ ἴδια πορευόταν πρὸς τὸ μαρτύριο, ἀλλὰ καὶ ἄλλους προέτρεπε καὶ ἐνίσχυε πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ[58].

            Ὁ σταυρικὸς θάνατος τοῦ Χριστοῦ στηρίζεται ἐπὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τῆς βουλήσεώς του νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴ σωτηρία. Ὁ Χριστὸς ἐπὶ τοῦ σταυροῦ προσευχόταν γιὰ τοὺς σταυρωτές του: “Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι”[59]. Αὐτὸ ἀποτελοῦσε κανόνα καὶ γιὰ τοὺς μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι προσεύχονταν κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο[60]. Οἱ μάρτυρες δὲν μισοῦσαν τοὺς διῶκτες καὶ βασανιστές τους, ἀλλὰ τοὺς ἀγαποῦσαν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τοὺς μεταστρέψουν πρὸς τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐνήργησε ὥστε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς νὰ ταπεινώσει τὸν ἑαυτὸ του, νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ὑπακούσει στὸν Θεὸ Πατέρα. “Ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ”[61]. Ἔτσι, στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου σημειώνεται: “περιέμενεν γάρ, ἵνα παραδοθῇ, ὡς καὶ ὁ Κύριος, ἵνα μιμηταὶ καὶ ἡμεῖς αὐτοῦ γενώμεθα, μὴ μόνον σκοποῦντες τὸ καθ’ ἑαυτούς, ἀλλὰ καὶ τὸ κατὰ τοὺς πέλας. Ἀγάπης γὰρ ἀληθοῦς καὶ βεβαίας ἐστίν, μὴ μόνον ἑαυτὸν θέλειν σώζεσθαι, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀδελφούς”[62].

            Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐνδυναμώνει τὴν πίστη τοῦ μάρτυρα καὶ τὸν φωτίζει ὥστε νὰ δώσει τὴν ὁμολογία πίστεως μεστὴ καὶ χωρίς φόβο[63].

            Βεβαίως, καὶ ἡ Ἐκκλησία ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεμελίωσή της ἐπὶ τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ – ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύει τὴν ἔκχυση τοῦ αἵματος καὶ τοῦ ὕδατος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ ὡς τὴν ἐκπήγαση τῶν δύο μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Βαπτίσματος καὶ τῆς Εὐχαριστίας, – θεμελιώθηκε ἐπίσης καὶ αὐξήθηκε μὲ τὸ πλῆθος τῶν μαρτυρίων τῶν μαρτύρων. Εἶναι, ἄλλωστε, σημαντικὴ ἡ πράξη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε νὰ ἀνεγείρει μαρτύρια πάνω στοὺς τάφους τῶν μαρτύρων καὶ νὰ τοὺς τιμᾶ κατ’ ἐξαίρετον τρόπο, εἴτε νὰ τελεῖ τὴ θεία Εὐχαριστία στοὺς τάφους τών μαρτύρων, εἴτε νὰ θεμελιώνει ἀκόμα καὶ σήμερα τὰ ἱερὰ θυσιαστήρια τοποθετώντας λείψανα μαρτύρων. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι: “τιμὴ μάρτυρος μίμησις μάρτυρος”[64].

[1]  Ἠσ. 49 -50, 52:13 καὶ 53:12

[2] “Διὰ τοῦτο αὐτὸς κληρονομήσει πολλοὺς καὶ τῶν ἰσχυρῶν μεριεῖ σκῦλα, ἀνθ’ ὧν παρεδόθη εἰς θάνατον ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, καὶ ἐν τοῖς ἀνόμοις ἐλογίσθη· καὶ αὐτὸς ἁμαρτίας πολλῶν ἀνήνεγκεν καὶ διὰ τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν παρεδόθη” (Ἠσ. 53:12).

[3] Ἠσ. 43:9-12.

[4] Κωνστ. Σ. ΒΛΑΧΟΥ, “Μάρτυς καὶ ἅγιος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Βλέπε: Ὁ Ἁγιος καὶ ὁ Μάρτυρας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Εἰσηγήσεις ΙΒ΄ Συνεδρίου Πατερικῆς Θεολογίας. Ὑπεύθυνος: Καθηγητὴς Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος, Ἀθήνα 1994, σελ. 9.

[5] Μτ. 10:32-33.

[6] Μτ. 10:16-42. Βλέπε καὶ τὰ παράλληλα κείμενα τῶν λοιπῶν Συνοπτικῶν: Μκ. 13:9-13. Λκ. 12:2-7 καὶ 21:12-19.

[7] Μτ. 10:18.

[8] Μτ. 10:22.

[9] Ἰω. 15:20.

[10] Στὸ μαρτύριο τῶν μαρτύρων τῆς Λυὼν ἀναφέρονται μεταξὺ ἄλλων: «ἡδέως γὰρ παρεχώρουν τὴν τῆς μαρτυρίας προσηγορίαν τῷ Χριστῷ, τῷ πιστῷ καὶ ἀληθινῷ μάρτυρι καὶ πρωτοτόκῳ τῶν νεκρῶν καὶ ἀρχηγῷ τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ» (Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία V, 3. Sources Chrétiennes 41, σελ. 24. Βλέπε: Donald W. RIDDL. The Martyrs. A Study in Social Control. Ὁ Χριστὸς ὡς παράδειγμα μαρτυρίου, σελ. 159, 168, 190. Ὁ Χριστὸς ὡς μάρτυρας, σελ. 153, 174, 175. Βλέπε: Α΄ Τιμ. 2:6.

[11] “Ἀγαπητοί, μὴ ξενίζεσθε τῇ ἐν ὑμῖν πυρώσει πρὸς πειρασμὸν ὑμῖν γινομένῃ, ὡς ξένου ὑμῖν συμβαίνοντος, ἀλλὰ καθὸ κοινωνεῖτε τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, χαίρετε, ἵνα καὶ ἐν τῇ ἀποκαλύψει τῆς δόξης αὐτοῦ χαρῆτε ἀγαλιώμενοι. Εἰ ὀνειδίζεσθε ἐν ὀνόματι Χριστοῦ, μακάριοι, ὅτι τὸ τῆς δόξης καὶ δυνάμεως καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ Πνεῦμα ἐφ’ ὑμᾶς ἀναπαύεται” (Α΄ Πέτρ. 4:12-14).

[12] Λκ. 22:31. Εἶναι ἐνδεικτικὰ τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὸ μαρτύριο τῶν μαρτύρων τῆς Λυών: «παντὶ γὰρ σθένει ἐνέσκηψεν ὁ ἀντικείμενος, προοιμιαζόμενος ἤδη τὴν ἀδεῶς μέλλουσαν ἔσεσθαι παρουσίαν αὐτοῦ, καὶ διὰ πάντων διῆλθεν, ἐθίζων τοὺς ἑαυτοῦ καὶ προγυμνάζων κατὰ τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, ὥστε μὴ μόνον οἰκιῶν καὶ βαλανείων καὶ ἀγορᾶς εἴργεσθαι, ἀλλὰ καὶ τὸ καθόλου φαίνεσθαι ἡμῶν τινα αὐτοῖς ἀπειρῆσθαι ἐν ὁποίῳ δήποτε τόπῳ» (Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία V, 5-6. Sources Chretiennes 41, σελ. 7. Ἐδῶ διαπιστώνουμε τὴν ἑρμηνευτικὴ τῆς ἐσχατολογικῆς ἔννοιας τῶν διωγμῶν. Αὐτὰ ποὺ δοκιμάζουν οἱ μάρτυρες εἶναι πρόγευση τῶν μεγάλων μελλοντικῶν πειρασμῶν.

[13] Βλέπε: Donald. W. RIDDL, ὅπ. ἀν., σελ. 198-218. Josef TON, Suffering, Martyrdom, and Rewards in Heaven. Lanhan, New York, Oxford. The Romanian Missionary Society, 2000, σελ. 65-314. Γεωργίου ΓΑΛΙΤΗ, “Ἡ ἔννοια τοῦ ἁγίου καὶ τοῦ μάρτυρα στὴν Καινὴ Διαθήκη”. Στό: Ὁ Ἅγιος καὶ ὁ Μάρτυρας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπ. ἀν. σελ. 37-45. 

[14] Ἰω. 18:37.

[15] Φιλιππ. 3:10.

[16] Α΄ Πέτρ. 4:13.

[17] Μκ. 10:38.

[18] Νὰ ὑπενθυμίσουμε ἐπὶ τοῦ προκειμένου ὅτι ὄντως ὁ ἀπ. Ἰάκωβος, ὡς ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ὑπέστη, μετὰ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο, μαρτυρικὸ θάνατο. “Κατ’ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν Ἡρώδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνεῖλε δὲ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννου μαχαίρᾳ. Καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς Ἰουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον” (Πράξ. 12:1-3). Ἐξ ἄλλου, ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ στὴν Ἀποκάλυψη, “ἐμαρτύρησε τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μαρτυρίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ” (Ἀπ. 1:2 καὶ 1:9) στὴν Πάτμο, ὅπου εἶχε σταλεῖ ἐξόριστος κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Δομιτιανοῦ (91-96 μ. Χ.).

[19] Λκ. 12:50.

[20] Πράξ. 1:8-7:60.

[21] Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἐπισκόπου Σμύρνης. The Apostolic Fathers. Volume II. Harvard University Press. Cambridge, Massachussetts, London, England, 1977, σελ. 312-345. Sources Chrétiennes 10, 210-238.

[22] Πράξ. 6:8.

[23] Πράξ. 6:11.

[24] Πράξ. 6:15.

[25] Πράξ. 7:1-53.

[26] Πράξ. 7:55-56.

[27] Ἰω. 12:37.

[28] Μκ. 14:62. Βλ. Μτ. 26:64 καὶ Λκ. 22:69.

[29] Josef TON. Suffering, Martyrdom and Rewards in Heaven. Ὅπ. ἀν. σελ. 118-122.

[30] Μερικὰ παραδείγματα εἶναι τὰ ἀκόλουθα: “ἵνα ἐκεῖνος μὲν τὸν ἴδιον κλῆρον ἀπαρτίσῃ Χριστοῦ κοινωνὸς γενόμενος, οἱ δὲ προδόντες αὐτὸν τὴν αὐτὴν τοῦ Ἰούδα ὑπόσχοιεν τιμωρίαν” (VI,2). Εἶναι φανερὴ ἡ συσχέτιση καὶ ὁ συγγραφέας τοῦ μαρτυρίου υἱοθετεῖ τὴν Παύλεια θεολογία ὅτι, δηλαδή, τὸ μαρτύριο ἀποτελεῖ κοινωνίαν τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ (Φιλιππ. 3:10). Μὲ τὸ ἴδιο πνεῦμα σημειώνεται γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου ὅτι: “τῇ παρασκευῇ περὶ δείπνου ὥραν ἐξῆλθον διωγμῖται καὶ ἱππεῖς μετὰ τῶν συνήθων αὐτοῖς ὅπλων ὡς ἐπὶ λῃστὴν τρέχοντες” (VII,1). Εἶναι ἀδύνατη ἡ μὴ σύνδεση τῆς εἰκόνας αὐτῆς, τόσο μὲ ἐκείνη τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ὅσο καὶ μὲ τὴν ὥρα τῆς συλλήψεως τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς εἶπε σ’ ἐκείνους ποὺ πῆγαν νὰ τὸν συλλάβουν: “ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με” (Μκ. 14:48. Βλ. Μτ. 26:55 καὶ Λκ. 22:52). Τὰ παραδείγματα συσχετισμοῦ μποροῦν να πολλαπλασιασθοῦν, γιατὶ σὲ κάθε βῆμα συναντοῦμε τοὺς ἀντίστοιχους συσχετισμούς.

[31] Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἐπισκόπου Σμύρνης, V,2. The Apostolic Fathers. Volume II. ὅπ. ἀν. σελ. 318. Sources Chrétiennes 10, σελ. 216.

[32] Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἐπισκόπου Σμύρνης, IX, 1. Ὅπ.ἀν. σελ. 322-323.

[33] Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἐπισκόπου Σμύρνης, X, 1. Ὅπ.ἀν. σελ. 324.

[34] Τὰ Μαρτύρια χρησιμοποιοῦν ὡς πρῶτο αὐθεντικὸ βασικὸ ὑλικὸ γιὰ τὴ σύνταξή τους τὰ πρακτικὰ τῶν Ρωμαϊκῶν δικαστηρίων καὶ, δεύτερο, πληροφορίες ἀπὸ αὐτόπτες μάρτυρες οἱ ὁποῖοι παρευρίσκονταν στὶς δίκες καὶ στὰ διάφορα μαρτύρια. Ἡ Ἐκκλησία λάμβανε πρόνοια ὥστε νὰ συγκεντρώνεται τὸ ὑλικὸ αὐτὸ, τὸ ὁποῖο ἐχρησιμοποιεῖτο κατὰ τὶς συνάξεις τῆς γενέθλιας ἡμέρας, δηλαδὴ τῆς ἡμέρας τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου τῶν μαρτύρων.

[35] Ἡ προσευχὴ τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου εἶναι ἡ ἀκόλουθη: «Κύριε Θεὸς παντοκράτωρ, τοῦ ἀγαπητοῦ καὶ εὐλογητοῦ παιδός σου Ἰησοῦ Χριστοῦ πατήρ, διοὗ τὴν περὶ σοῦ ἐπίγνωσιν εἰλήφαμεν, Θεὸς ἀγγέλων καὶ δυνάμεων καὶ πάσης τῆς κτίσεως παντός τε τοῦ γένους τῶν δικαίων οἵ ζῶσιν ἐνώπιόν σου· εὐλογῶ σε, ὅτι ἠξίωσάς με τῆς ἡμέρας καὶ ὥρας ταύτης, τοῦ λαβεῖν με μέρος ἐν ἀριθμῷ τῶν μαρτύρων ἐν τῷ ποτηρίῳ τοῦ Χριστοῦ σου εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίου ψυχῆς τε καὶ σώματος ἐν ἀφθαρσίᾳ Πνεύματος ἁγίου· ἐν οἷς προσδεχθείειν ἐνώπιόν σου σήμερον ἐν θυσίᾳ πίονι καὶ προσδεκτῇ, καθὼς προητοίμασας καὶ προεφανέρωσας, ἀψευδὴς καὶ ἀληθινὸς Θεός. Διὰ τοῦτο καὶ περὶ πάντων σὲ αἰνῶ, σὲ εὐλογῶ, σὲ δοξάζω διὰ τοῦ αἰωνίου καὶ ἐπουρανίου ἀρχιερέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοῦ σου παιδός, διοὗ σοὶ σῦν αὐτῷ καὶ Πνεύματι ἁγίῳ δόξα καὶ νῦν καὶ εἰς τοὺς μέλλοντας αἰῶνας. Ἀμήν». Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἐπισκόπου Σμύρνης, XIV, 1-3. Ὅπ. ἀν. σελ. 330-332. Sources Chrétiennes 10, σελ. 226-228.

[36] Τὸ πλέον γνωστὸ στὴν Ἑλληνικὴ μαρτύριο τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης εἶναι αὐτὸ τοῦ Συμεὼν τοῦ Μεταφραστῆ (PG 116, 275-302). Παρὰ τὴν ἐπεξεργασία τοῦ ὑλικοῦ ἀπὸ τὸν Μεταφραστή, μὲ δεδομένη τὴ μελέτη τῶν προηγούμενων χρονολογικὰ καὶ αὐθεντικῶν πρὸς τὸ πρωτότυπο Μαρτυρίων, ὅπως τὸ τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, εἶναι δυνατὸς ὁ ἐντοπισμὸς μέρους τοῦ ἀρχικοῦ ὑλικοῦ τοῦ Μαρτυρίου. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Μαρτύριο τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης κατὰ τὸν Συμεὼν τὸ Μεταφραστὴ ὑπάρχουν καὶ δύο ἄλλα Μαρτύρια στὴν ἑλληνική μὲ πολλὲς ὁμοιότητες, άλλὰ καὶ σημαντικὲς διαφορὲς μεταξύ τους. Βλέπε: Δ. Γ. ΤΣΑΜΗ καὶ Κ. Α. ΚΑΤΣΑΝΗ. Συναϊτικὰ κείμενα 2. Τὸ μαρτυρολόγιον τοῦ Σινᾶ. Ἐκδόσεις Ἱ. Μονῆς τοῦ Θεοβαδίστου Ὄρους Σινᾶ. Θεσσαλονίκη 1989. Ἡ σύγκριση μεταξὺ τῶν μαρτυρίων αὐτῶν, καθὼς καὶ τῶν λατινικῶν μαρτυρίων ὁδήγησε στὴν ἐξέταση τῆς αὐθεντικότητας τοῦ παρατιθεμένου ὑλικοῦ τοῦ μαρτυρίου τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης.

[37] Σύμφωνα μὲ τὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου (PG 117, 180C) καὶ μὲ τὸν κώδικα 139 τοῦ Monte Cassino (BHL 1662. Bibliotheca Casinensis, τόμ. 3 (1877) σελ. 253), ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος κήρυξε τὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν τῆς Αἰγύπτου ἦταν ὄχι ὁ Μαξέντιος, ἀλλὰ ὁ Μαξιμίνος. Ἡ ἀναφορὰ στὸ Μαξιμίνο φαίνεται ὀρθότερη, δεδομένου ὅτι ὁ τελευταῖος εἶχε ὑπὸ τὴ δικαιοδοσία του τὴν Αἰγυπτο καὶ ὄχι ὁ Μαξέντιος.

[38] Βλέπε καὶ τὸ μαρτύριο τῆς μάρτυρος Βλανδίνας στὸ μαρτύριο τῶν μαρτύρων τῆς Λυών. Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία V,52-56. Sources Chrétiennes 41, σελ. 20-21.

[39] PG 116, 292B.

[40] Εἶναι χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ Εὐσέβιος στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, παραθέτοντας τὰ μαρτύρια τῶν μαρτύρων τῆς Λυὼν ὅτι ὁ μάρτυς Σάγκτος “πρὸς πάντα τὰ ἐπερωτούμενα ἀπεκρίνατο τῇ Ρωμαϊκῇ φωνῇ “Χριστιανός εἰμι”. Τοῦτο καὶ ἀντὶ ὀνόματος καὶ ἀντὶ πόλεως καὶ ἀντὶ γένους καὶ ἀντὶ παντὸς ἐπαλλήλως ὡμολόγει, ἄλλην δὲ φωνὴν οὐκ ἤκουσαν αὐτοῦ τὰ ἔθνη” (Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία V, 1, 20. Sources Chrétiennes 41, σελ. 11).

[41] Ἡ προσευχὴ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης εἶναι ἡ ἀκόλουθη: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ἔφη, εὐχαριστῶ σοι ὅτι ἔστησας ἐπὶ πέτραν τοὺς πόδας μου, καὶ κατεύθυνας τὰ διαβήματά μου, καὶ νῦν ἔκτεινόν σου τὰς ὑπὲρ ἡμῶν τραυματισθείσας σταυρῷ παλάμας, καὶ δέξαι τὴν ψυχὴν ἥν ὑπὲρ σοῦ καὶ τῆς σῆς ὁμολογίας κατέθυσα. Μνήσθητι, Κύριε, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμά ἐσμεν, καὶ μὴ δῷς τὰ ἐν ἀγνοίᾳ μοι πεπραγμένα τοῖς δεινοῖς τῶν ἡμετέρων ἐξετασταῖς ἀνακαλύπτειν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ καὶ ἀδεκάστου σου βήματος· ἀλλ’ οἷς ὑπὲρ σοῦ ἐξέχεον αἵμασι, τούτοις τὰς ἐμὰς κηλίδας ἀπόπλυνον. Δὸς δὲ καὶ τὸ ὑπὲρ σοῦ κατακοπὲν τοῦτο σῶμά μου γενέσθαι τοῖς ζητοῦσιν ἀθέατον, ᾗ οἰκονομίᾳ οἶδας αὐτός, ὁ πλάσας καταμόνας τὰς καρδίας ἡμῶν. Ἐπίβλεψον ἐξ ὕψους ἁγίου σου, Κύριε, καὶ ἐπὶ τὸν περιεστῶτα τοῦτον λαόν, καὶ ὁδήγησον αὐτοὺς τῷ φωτὶ τῆς σῆς ἐπιγνώσεως· δίδου δὲ καὶ τοῖς δι’ ἐμοῦ καλοῦσι τὸ σὸν ἅγιον ὄνομα τὰ πρὸς τὸ συμφέρον αἰτήματα, ἵνα διὰ πάντων ὑμνῆται τὰ σὰ μεγαλεῖα νῦν καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (PG 116, 300D-301A). Οἱ διαφορὲς τῆς προσευχῆς αὐτῆς ἀπὸ ἐκεῖνες τῶν δύο ἄλλων μαρτυρίων εἶναι σημαντικώτατες. Ἐὰν τὸ ἀνώνυμο Μαρτύριο εἶναι ὄντως ἀρχαιότερο, τότε μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὁ Συμεὼν Μεταφραστὴς χρησιμοποίησε ὡς βάση τὸ Μαρτύριο αὐτὸ δεδομένων τῶν παρατηρουμένων ὁμοιοτήτων μεταξύ τους. Ἡ προσευχὴ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης κατὰ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἀθανασίου ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὸ περιεχόμενο. Τὴν προσευχὴ κατὰ τὰ Μαρτύρια αὐτὰ βλέπε: Δ. Γ. ΤΣΑΜΗ καὶ Κ. Α. ΚΑΤΣΑΝΗ, ὅπ. ἀν. σελ. 72 καὶ 96. 

[42] “Ὁ λόγος γὰρ ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σωζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι”. (Α΄ Κορ. 1:18). “Ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον” (Α΄ Κορ. 1:23).

[43] Α΄ Κορ. 4:9.

[44] Β΄ Κορ. 11:16-33. Βλέπε καὶ Α΄ Κορ. 15:30-32.

[45] Φιλιππ. 1:19.

[46] Φιλιππ. 1:20-21.

[47] Φιλιππ. 1:23.

[48] Φιλιππ. 3:11.

[49] Β΄ Τιμ. 4:6-8.

[50] Ἀπ. 20:4.

[51] Ἀπ. 6:9.

[52] Ἀπ. 6:11.

[53] Ἀπ. 17:14.

[54] Ἀπ. 14:12.

[55] Frederick C. KLAWITER. “The Role of Martyrdom and Persecution in Developing the Priestly Authority of Women in Early Christianity: A Case Study of Montanism”. In: Church History 49 (1980) 3, pp. 251-261. Donald W. RIDDLE. The Martyrs. A Study in Social Control, pp. 50-51.

[56] Αὐτὸ, ἄλλωστε, ἀποτυπώνεται καὶ μὲ τὴν τέχνη τῆς εἰκονογραφίας, ὅπου οἱ μάρτυρες στεφανώνονται κατὰ τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου τους ἀπὸ τὸν Χριστό.

[57] Ἰγνατίου πρὸς Ρωμαίους, IV,1. Sources Chrétiennes 10, σελ. 110.

[58] Ἡ Ἐκκλησία καταδίκασε τὴν τάση τῆς προκλήσεως τοῦ μαρτυρίου. Τὸ μαρτύριο πρέπει νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι νὰ προκαλεῖται ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς Χριστιανοὺς. Στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου σημειώνεται χαρακτηριστικά: “διὰ τοῦτο οὖν, ἀδελφοί, οὐκ ἐπαινοῦμεν τοὺς προδίδοντας ἑαυτούς, ἐπειδὴ οὐχ οὕτως διδάσκει τὸ εὐαγγέλιον” (IV, 1). Καὶ γιὰ τοὺς διῶκτες, ἡ προθυμία τῶν μαρτύρων νὰ θυσιάσουν τὴ ζωή τους πρέπει νὰ δημιουργοῦσε πρόβλημα. Ἔτσι ἑρμηνεύεται ἡ ἐπίμονη προσπάθειά τους να μεταπείσουν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀλλάξουν γνώμη καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα.

[59] Λκ. 23:34.

[60] Βλέπε μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, Πράξ. 7:60.

[61] Φιλιππ. 2:8.

[62] Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Πολυκάρπου ἐπισκόπου Σμύρνης, I, 2. Ὅπ.ἀν. σελ. 312.

[63] Μτ. 10:20.

[64] Ὁμιλία εἰς Μάρτυρας, PG 50,663,2-3.

Back To Top