skip to Main Content

Α΄ Κυριακή των Νηστειών της Ορθοδοξίας (Εβραίους κεφ. 11 24-26, 32-40)

πρεσβυτέρου Ανδρέου Ηλία

Πρωτότυπο Κείμενο

Αδελφοί πίστει Μωϋσής μέγας γενόμενος ηρνήσατο λέγεσθαι υιός θυγατρός Φαραώ, μάλλον ελόμενος συγκακουχείσθαι τω λαώ του Θεού ή πρόσκαιρον έχειν αμαρτίας απόλαυσιν, μείζονα πλούτον ηγησάμενος των Αιγύπτου θησαυρών τον ονειδισμόν του Χριστού, απέβλεπεν γαρ εις την μισθαποδοσίαν. Και τι έτι λέγω; έπιλείψει με γαρ διηγούμενον ο χρόνος περί Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ιεφθάε, Δαυΐδ τε και Σαμουήλ και των προφητών, οι διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγενήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων· έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών· άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν·  έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής· ελιθάσθησαν, επρίσθησαν, επειράσθησαν, εν φόνῳ μαχαίρας απέθανον, περιήλθον έν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ήν άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης. Και ούτοι πάντες μαρτυρηθέντες διά της πίστεως ουκ εκομίσαντο την επαγγελίαν,  του Θεού περί ημών κρείττόν τι προβλεψαμένου, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι.

Μετάφραση

Xάρη στην πίστη του ο Mωυσής, όταν μεγάλωσε, αρνήθηκε να λέγεται γιος της κόρης του Φαραώ, επειδή θεώρησε πως είναι καλύτερο να κακοπαθεί μαζί με το λαό του Θεού, παρά να απολαμβάνει προσωρινά την αμαρτωλή ζωή. Γιατί τον εξευτελισμό για χάρη του Xριστού τον θεώρησε πλούτο πολυτιμότερο από τους θησαυρούς της Aιγύπτου, επειδή απέβλεπε στην ανταπόδοση από το Θεό. Kαι τι άλλο να πρωτοπώ; Γιατί, σίγουρα δε θα έχω το χρόνο έτσι κι αρχίσω να διηγούμαι για τον Γεδεών, τον Bαράκ, τον Σαμψών, τον Iεφθάε, τον Δαβίδ, τον Σαμουήλ και τους προφήτες, οι οποίοι χάρη στην πίστη τους ανέτρεψαν βασίλεια, επέβαλαν τη δικαιοσύνη, πέτυχαν την υλοποίηση υποσχέσεων, έφραξαν στόματα λιονταριών, εξουδετέρωσαν τη δύναμη της φωτιάς, γλίτωσαν τη σφαγή, μετέτρεψαν σε δύναμη τις αδυναμίες τους, έγιναν ισχυροί στον πόλεμο, έτρεψαν σε φυγή στρατεύματα αλλοφύλων, γυναίκες ξανάσμιξαν στη ζωή με ανθρώπους τους που αναστήθηκαν από τους νεκρούς. Kι άλλοι, πάλι, βασανίστηκαν άγρια μέχρι θανάτου, χωρίς να ενδώσουν για την ελευθέρωσή τους, ώστε να αξιωθούν μια υπέρτερη ανάσταση. Kαι διάφοροι άλλοι δοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμα και δεσμά και φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, υποβλήθηκαν σε δοκιμασίες, θανατώθηκαν με μαχαίρωμα, κατάντησαν να περιφέρονται ντυμένοι με προβιές και κατσικοδέρματα περνώντας από στερήσεις, θλίψεις, κακουχίες. Oι άνθρωποι αυτοί, για τους οποίους δεν ήταν καν άξιος ο κόσμος, έζησαν περιπλανώμενοι σε ερημιές και σε βουνά και μέσα στις σπηλιές και στις τρύπες της γης. Kι όλοι αυτοί, ενώ αναγνωρίστηκαν για την πίστη τους, δεν απόλαυσαν την εκπλήρωση της υπόσχεσης, επειδή ο Θεός έχει προβλέψει κάτι καλύτερο για μας, έτσι που να μη φτάσουν εκείνοι στην τελειότητα χωρίς εμάς.

Εισαγωγικά

Η Εκκλησία έχει καθορίσει ώστε την Κυριακή της Ορθοδοξίας να διαβάζεται αυτό το αποστολικό ανάγνωσμα, θέλοντας να προβάλει παραδείγματα ενώπιόν μας ανθρώπους που έκαναν πνευματικό αγώνα όπως μας καλεί κατ’ εξοχήν κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Μας προτρέπει να γίνουμε μιμητές του προφήτη Μωυσή, ο οποίος για χάρη της αγάπης του Χριστού δε λογάριασε τις στερήσεις, τις κακουχίες και τις θλίψεις που θα αντιμετώπιζε τόσο για το όνομα του Χριστού, όσο και για το λαό του Θεού, ή ακόμα να μιμηθούμε το παράδειγμα εκείνων που έχουν υποστεί διωγμούς και θλίψεις και αναδείχθηκαν ένεκα της υπομονής και της αγιότητάς τους.

Οι θλίψεις, ο πόνος και δοκιμασίες στη ζωή μας

Η θλίψη, ο πόνος, ο θάνατος, η φθορά έχουν εισέλθει στη ζωή του ανθρώπου ως αποτέλεσμα της πτώσεως των πρωτοπλάστων. Πριν την πτώση οι πρωτόπλαστοι ευλογήθηκαν από το Θεό να κατακυριεύσουν τη γη, όμως μετά την πτώση και το προπατορικό αμαρτημα εισήλθε στη ζωή του ανθρώπου ο πόνος, η θλίψη και ο θάνατος .Δηλαδή η θλίψη είναι συνέπεια της παραβάσεως και της παρακοής του θελήματος του Θεού. Η αμαρτία είναι αυτή που γέννησε τη θλίψη και προκάλεσε τον πόνο στον ανθρωπο. Όπως αναφέρεται στη Γένεση (3, 16-19) ο Θεός λέει στον Αδάμ: «Εν λύπαις φαγή αυτή πάσας τας ημέρας της ζωής σου» και απευθυνόμενος στην Εύα: «Πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου». Αν προσέξουμε από τα λόγια του Θεού θα διαπιστώσουμε ότι τους αναφέρονται οι λέξεις λύπη και στεναγμός. Από εδώ λοιπόν προέρχονται οι θλίψεις στη ζωή των ανθρώπων, δηλαδή αιτία των θλίψεων δεν είναι ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, δεν είναι ο νόμος του Θεού, αλλά η παρακοή στο θείο θέλημα. Αιτία λοιπόν των θλίψεων είναι η αμαρτία. Από τότε ο κάθένας μας καλείται να παλέψει μέσα στο πέλαγος των θλίψεων και των δοκιμασιών, αν και μερικές φορές καταποντίζεται και βουλιάζει μέσα σ΄ αυτές και άλλοτε αντιστέκεται και ελπίζει.

Ο ίδιος ο Κύριος μας αναφέρει ότι οι θλίψεις θα είναι μέσα στη ζωή μας «εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Οι θλίψεις είναι κάτι αναπόφευκτο στη ζωή μας, γιατί η ζωή μας είναι ζυμωνένη με τις θλίψεις, είναι δηλαδή αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μας. Υπάρχουν πολλών ειδών θλίψεις, αυτές οι οποίες οφείλονται σε εξωτερικές αιτίες και θλιψεις που ξεκινούν από μέσα μας, από το εσωτερικό του ανθρώπου. Ο απόστολος Παύλος διευκρινίζει ότι «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν» (Ρωμ. 2, 9). Πρόκειται για τις θλίψεις και τον πόνο που προέρχονται από τα πάθη, τις κακίες τα ελαττώματα και τις αδυναμίες του ανθρώπου. Υπάρχουν αρρώστιες και θλίψεις κι άσχημες καταστάσεις που προέρχονται από τις αμαρτίες μας. Άμα αφαιρέσουμε την αμαρτία από τη ζωή μας, πολλές αρρώστιες θα εξαφανισθούν. Ο μέγας Βασίλειος λέει επιγραμματικά: «πολλοί από την απρόσεκτη ζωή τους έχουν μεγάλες ασθένειες και φθάσανε σε τέτοιο σημείο να μην καταλαβαίνουν πως είναι άρρωστοι». Από τη γαστριμαργία, τον αλκοολισμό, τα ναρκωτικά, την πορνεία κ.ά., επέρχονται στον άνθρωπο κακά είτε στον παρόντα χρόνο της ζωής του είτε, αν δεν μετανοήσει, ακόμα και στην μετά θάνατο ζωή.

Θλίψεις μπορεί να προκαλέσει κι ο διάβολος στη ζωή μας. «Ιδού γυνή πνεύμα έχουσα ασθενείας έτη δέκα και οκτώ» (Λουκ. 13, 11), μας λέγει ο Κύριος για τη συγκύπτουσα. Σ’ αυτή τήν κατάσταση την είχε φέρει ο διάβολος «ην έδησεν ο Σατανάς ιδού δέκα και οκτώ έτη». Ο διάβολος κατά παραχώρηση Θεού μπορεί να προκαλέσει θλίψεις και ασθένειες στον άνθρωπο, «διά την εκάστου δοκιμήν και τελείωσιν», δηλ. για να τελειοποιηθούμε, κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Εδώ είναι δυνατό να προσθέσουμε πως θλίψεις μπορεί να προκαλέσει ο Θεός, όταν δει τον άνθρωπο να υπερηφανεύεται και να είναι αλαζόνας. Προκειμένου να γλιτώσει τον αλαζόνα από αιώνια κακά, επιτρέπει την εισδοχή στη ζωή του πρόσκαιρων κακών, όπως π.χ. κάποια αποτυχία στα έργα του, τη μη αναγνώρισή του από τους άλλους ή και κάποια ασθένεια.

Χαρακτηριστικά αναφέρει για τη θλίψη ο προφήτης Ησαΐας «Κύριε εν θλίψει εμνήσθημέν σου», δηλαδή η μνήμη του Θεού είναι αυτή που θα μας λυτρώσει από τη θλίψη. Στους πειρασμούς, τις θλίψεις, τους κινδύνους, τις στενοχώριες, να καταφεύγεις δια της προσευχής, προς τον Θεό ζητώντας βοήθεια. Ολόκληρη η ζωή του δικαίου ανθρώπου είναι γεμάτη θλίψεις. Γι’ αυτό ο Απόστολος Παύλος λέει: Πιεζόμαστε με κάθε τρόπο, θλιβόμαστε παντού και πάντοτε, σε κάθε περίσταση (Β’ Κορ. 4, 8). Ο ίδιος Απόστολος λέει ότι πρέπει να υποστούμε πολλές θλίψεις για να εισέλθουμε στη Βασιλεία του Θεού (Πράξ. 14, 22). Το βέβαιο είναι πως ο Θεός σώζει τους αγίους Του από τη θλίψη. Τους σώζει όχι αφήνοντάς τους χωρίς δοκιμασίες, αλλά με το να τους χαρίζει υπομονή. Διότι εάν η θλίψη παράγει σαν τέλειο έργο της την υπομονή και η υπομονή παράγει σαν καρπό τη δοκιμασμένη και τέλεια αρετή (Ρωμ. 5, 3-4), εκείνος που αφαιρεί τη θλίψη, στερεί τον εαυτό του από τη δοκιμασία. Κατά το Μέγα Βασίλειο, όπως κανείς αγωνιστής δεν στεφανώνεται χωρίς να υπάρχει ανταγωνιστής, έτσι και κανείς δεν μπορεί να αποδειχθεί δόκιμος, κανείς δεν μπορεί να κριθεί ικανός, άξιος, δοκιμασμένος, παρά μόνο με τις θλίψεις.  Οι θλίψεις και οι δοκιμασίες είναι το σχολείο μέσα από το οποίο ο Χριστιανός μαθαίνει την υπακοή και σφυρηλατείται ο χαρακτήρας του.

Ο σκοπός των θλίψεων στη ζωή μας έχει παιδαγωγική αξία, όπως αναφέρει ο προφήτης Ησαΐας «Κύριε, εν θλίψει μικρά η παιδεία σου ημίν», δηλαδή Κύριε με μικρές θλίψεις μας παιδαγωγείς για να μας οδηγήσεις στη σωτηρία της ψυχής. Για το λόγo αυτό ο ιερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τον Θεό με τον κιθαρωδό, «ο κιθαρωδός ούτε τεντώνει τη χορδή πολύ, για να μην τη σπάσει, ούτε πάλι τη χαλαρώνει περισσότερο από το κανονικό, για να μη χαλάσει η συμφωνία της αρμονίας του άσματος. Αυτό κάνει και ο Θεός. Ούτε μας αφήνει σε διαρκή άνεση, ούτε σε πολυχρόνια θλίψη, αλλά κατά τη σύνεση Αυτού κανονίζει τη συμμετοχή μας και στα δύο. Δεν μας αφήνει δηλαδή να είμαστε σε διαρκή άνεση, για να μη γίνουμε αμελέστεροι, ούτε πάλι σε συνεχή θλιψη, για να μην καταπέσουμε ψυχικά και απελπισθούμε». Δηλαδή η θλίψη λειτουργεί σαν σήμαντρο της ψυχής, το οποίο την ξυπνά από το λήθαργο της αμαρτίας, γιατί χωρίς θλίψεις και δοκιμασίες υπάρχει ο κίνδυνος ο άνθρωπος να παραμείνει προσκολλημένος στις επίγειες ηδονές. Η θλίψη λοιπόν ξεσκεπάζει τη σωματική αδυναμία μας και απογυμνώνει την πνευματική μας φτώχεια, ότι χωρίς τη βοήθεια του Θεού δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα.

Ο Μέγας Βασίλειος θέλοντας να τονίσει τη σημασία των δικιμασίων στη ζωή των ανθρώπων αναφέρει «Τον κυβερενήτη του πλοίου δοκιμάζει ο χειμώνας, τον αθλητή το στάδιο, τον στρατηγό η παράταξη, τον μεγαλόψυχο η συμφορά και τον Χριστιανό ο πειρασμός. Και οι λύπες δοκιμάζουν την ψυχή, όπως η φωτιά το χρυσάφι».

 Εξ ἀλλου, όπως φαίνεται και από τα παραδείγματα που αναφέρονται στο αποστολικό ανάγνωσμα και στο σύνολο της Αγίας Γραφής, οι θλίψεις τελικά εξυπηρετούν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Ο Μωϋσής υπέστη θλίψεις και έγινε ο ελευθερωτής του Ισραήλ από τη δουλεία. Ο Ιώβ υπέστη θλίψεις και δοκιμασίες για να προεικονίσει τον Μεσσία και τις θλίψεις που θα υφίστατο. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπέστη το σταυρικό Θάνατο για να μας προσφέρει τη σωτηρία και τη λύτρωση. Οι άγιοι Μάρτυρες υφίσταντο τους διωγμούς και το μαρτυρικό θάνατο και αναδείχθηκαν για την πίστη και την αγιότητά τους. Επομένως, δεν πρέπει να περιορίσουμε τον ορίζοντα των δικών μας θλίψεων μόνο στη στιγμή που συμβαίνουν, αλλά πρέπει να αναζητούμε το θέλημα του Θεού και το μήνυμα που θέλει να μας δώσει μέσα από τις θλίψεις και τις δοκιμασίες της ζωής μας. Το έσχατο σημείο που πρέπει να έχουμε κατά νουν είναι η Βασιλεία του Θεού της οποίας θέλει ο Θεός να μας καταστήσει μετόχους.
 
Οι θλίψεις και οι πειρασμοί βοηθούν την ψυχή να καλλιεργηθεί και να λάμψει σαν το χρυσάφι που το καθαρίζει η φωτιά από τη σκουριά. Ο πιστός που δοκιμάζεται με θλίψεις και αντέχει γίνεται δυνατός και ρωμαλέος. Η ψυχή του ομορφαίνει και αγιάζεται. Κατά τον Ιώβ «ει τα αγαθά εδεξάμεθα εκ χειρός Κυρίου, τα κακά ουχ υποίσομεν;» Αν δεχθήκαμε ευχαρίστως τα αγαθά από τα χέρια του Κυρίου, δεν θα υποφέρουμε και τα κακά που ο Κύριος μας στέλνει; (Ιώβ 2, 10). Στις Πράξεις των Αποστόλων διαβάζουμε «Διά πολλών θλίψεων δεί ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Πραξ. 14, 22).

Πώς αντιμετωπίζονται οι θλίψεις;

Δεν υπάρχει άνθρωπος πάνω στη γη που να μην έχει περάσει κάποια θλιψη στη ζωή του. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μην άφησουμε περιθώρια στο διάβολο να εκμεταλλευτεί αυτή μας την κατάσταση, με αποτέλεσμα αντί να έχουμε να αντιμετωπίσουμε τη θλίψη να οδηγηθούμε στην κατάθλιψη. Στην εκκλησιαστική γλώσσα υπάρχουν κάποια δυνατά πνευματικά όπλα, τα οποία πρέπει να αξιοποιήσουμε για να μπορέσουμε να βγούμε νικητές μέσα από τις δοκιμασίες και τις θλίψεις. Πρώτα πρέπει να έχουμε μεγάλη πίστη, ούτως ώστε να μη διστάζουμε να αντιμετωπίσουμε τις δοκιμασίες και τις θλίψεις μας. Αυτό φαίνεται και από τα λόγια του Κυρίου μας προς τους μαθητές Του «Ολιγόπιστε! Εις τι εδίστασας» (Ματθ. 14, 31), «Τι δειλοί εστε, ολιγόπιστοι;». Ο Κύριος δε μας θέλει φοβισμένους και δειλούς ακόμα και όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σκληρές δοκιμασίες. Θέλει να είμαστε δυνατοί και να έχουμε εμπιστοσύνη στον Θεό, ότι θα μας προσφέρει τη βοήθειά Του. Δηλαδή βάλσαμο στις θλίψεις μας είναι η μεγάλη εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του Θεού, ο οποίος βλέπει και ρυθμίζει τα περιστατικά της ζωής κάθε ανθρώπου ανάλογα με τις δυνατότητες του, χωρίς βέβαια να είναι τόσα που θα του στερήσουν την ουράνιο βασιλεία.
 
Ακόμη και ο ‘Αγιος Νεκτάριος ζητά από τους ανθρώπους να μη είναι άπιστοι, αλλά να εμπιστεύονται τη ζωή τους στον Θεό. «Μη λιγοψυχείτε και μη δειλιάζετε! Εμπιστευθείτε το Θεό και θα σας οδηγήσει στην ανάπαυση. Αυτός παρακολουθεί όσους υπομένουν τις θλίψεις για τη δική του αγάπη».  Κατά τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγος: «Η εις Χριστόν πίστις εστίν, το καρτερήσαι και το υπομείναι πάντα πειρασμόν, εν λύπαις και θλίψεσιν και συμφοραίς, έως αν θελήση και επισκέψηται υμάς ο Θεός».

Έπειτα είναι η υπομονή. Πρέπει ο πιστός να δει τη θλίψη ως «παιδεία Κυρίου», δηλαδή ως παιδαγωγικό μέσο, το οποίο χρησιμοποιεί η σοφία και η αγάπη του Θεού για τον πνευματικό μας καταρτισμό. Όπως μας αναφέρει ο απόστολος Ιάκωβος «Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν» (Ιακ. 1, 12). Η υπομονή είναι ύψιστη αρετή, με την οποία ο πιστός οχυρώνεται πνευματικά, για να αμυνθεί στις μεθοδείες και τα τεχνάσματα του διαβόλου που προσπαθεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην κατάθλιψη και την απελπισία. Με την υπομονή η ψυχή γίνεται δυνατή και δέχεται τον πόνο όχι ως τιμωρία αλλά ως επίσκεψη του Θεού, ειναι αυτή που δεν αφήνει τη θλίψη να συσκοτίσει το νου με την απελπισία και την απαισιοδοξία, αλλά διατηρεί ξύπνια την ελπίδα και τη βεβαιότητα ότι ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει. Δηλαδή βλέπει τη θλίψη σαν πολύτιμο φάρμακο, που θεραπεύει την ασθένεια της αμαρτίας και εξαγνίζει την ψυχή. Ακόμη και ο απόστολος Παύλος αναφέρει για τη θλίψη του κάθε ανθρώπου και τον παροτρύνει να έχει υπομονή «Καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι θλίψις υπομονήν κατεργάζεται» (Ρωμ. 5, 3) και «Υπομονής έχετε χρείαν» (Εβρ. 10, 36).

Το δυνατότερο όπλο για να αντιμετωπίσει ο κάθε Χριστιανός τη θλίψη είναι η προσευχή. Ακόμη και ο ίδιος ο Κύριος λίγο πριν τη σταυρική Του θυσία γονάτισε και προσευχήθηκε και παρακάλεσε το Θεό να σηκώσει τη θλίψη της σταυρικής Του θυσίας «Και έπεσεν επί πρόσωπον επί της γης, και προσηύχετο ίνα, ει δυνατόν εστι, παρέλθη απ’ αυτού η ώρα» (Μαρκ. 14, 35). Εάν ο ίδιος ο Κύριος αισθάνθηκε την ανάγκη να επικοινωνήσει με τον Πατέρα Θεό την ώρα της μεγαλύτερης δοκιμασίας Του, πόσο περισσότερο θα πρέπει να το αισθάνεται ο πιστός. Ο ίδιος ο Θεός προτρέπει τον πιστο να προσευχηθεί κατά την ώρα της δοκιμασίας, και αυτό φαίνεται με τη φωνή του ψαλμωδού: «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλιψεως και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (Ψαλμ. 49, 15). Η ανταπόκριση του πιστού προς τον Θεό πρέπει να είναι ανάλογη: «Και εν τω θλίβεσθαί με επεκαλεσάμην τον Κύριον» (Ψαλμ. 17, 7) και «ότι εγενήθης αντιλήπτωρ μου και καταφυγή μου εν ημέρα θλίψεώς μου» (Ψαλμ. 58, 17) και «Μη αποστής απ’ εμού, ότι θλίψις εγγύς, ότι ουκ έστιν ο βοηθών» (Ψαλμ. 21, 12).

Τη μεγάλη δύναμη της προσευχής σε περιπτώσεις θλίψεων περιγράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Η προσευχή είναι το λιμάνι αυτών που ταλαιπωρούνται στις τρυκιμίες των θλίψεων. Είναι η άγκυρα ασφαλείας αυτών που κλυδωνίζονται στη θάλασσα του βίου, ραβδί που υποστηρίζει αυτούς που κλονίζονται. Η προσευχή είναι το καταφύγιο σε κάθε λύπη, βάση χαράς, μέσο διαρκούς ευχαριστήσεως, μητέρα πνευματικής ζωής, της εν Χριστώ ζωής».

Ο άνθρωπος που θλίβεται και πιέζεται από το βάρος της δοκιμασίας, αισθάνεται την ανάγκη να ανακοινώσει στους δικούς του τη θλίψη του. Αν εμπιστεύεται τη θλίψη του σε πρόσωπα της εμπιστοσύνης του, πόσο πρέπει να το κάνει στον εκπρόσωπο του Θεού, στον πνευματικό του πατέρα, που είναι ο κατεξοχήν παρηγορητής και οδηγός της ψυχής; Αφού εκμυστηρευθεί τον πόνο και τη θλίψη του θα πάρει τα κατάλληλα πνευματικά εφόδια και συμβουλές, ούτως ώστε να οχυρωθεί πνευματικά, για να μην αφήσει ανοικτό παράθυρο, το οποίο μπορεί να εκμεταλλευθεί ο διάβολος κατά την ώρα της δοκιμασίας και να το κατατροπώσει, οδηγώντας τον στην απιστία, στην εγκατάλειψη του Θεού και την απελπισία. Αφού εξομολογηθεί τις ανομίες και τις θλιψεις του, πρέπει να δεχτεί μέσα του το Χριστό, να μεταλάβει δηλαδή το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, που είναι γαι τον κάθε πιστό «νόσων πολυτρόπων αλεξητήριον», αφου διώχνει μακρυά κάθε ψυχική και σωματική νόσο. Η Θεία Κοινωνία δίνει στο Χριστιανό δυνάμεις σωματικές και ψυχικές, για να αντέξει στη δοκιμασία και να βγει τελικά νικητής από αυτή.
 
Εν κατακλείδι κάθε πιστός για να μη πέσει στην παγίδα του διαβόλου και εγκλωβιστεί μέσα στον πόνο και τις θλίψεις του, πρέπει να εκκλησίαζεται, να κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων του Κυρίου και τέλος να εμπιστεύεται τη ζωή του στο Θεό. «Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα» (Ψαλμ. 45, 2).

Back To Top