skip to Main Content

Κυριακή ΚΘ΄ Επιστολών, Αποστ. Ανάγνωσμα: Προς Κολοσσαείς 3,4-11

π. Ανδρέας Ηλία

Πρωτότυπο Κείμενο

4. Αδελφοί, όταν ο Χριστός φανερωθή, ή ζωή ημών, τότε καί υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη.  5. Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία,  6. δι’ α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας,     7. εν οις και υμείς περιεπατήσατε ποτέ, ότε εζήτε εν αυτοίς·  8. νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών·  9. μη ψεύδεσθε εις ἀλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού  10. και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν,  11. όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά  τα πάντα και εν πάσι Χριστός.

Μετάφραση

4 Αδελφοί όταν φανερωθεί ο Χριστός, ο οποίος είναι η ζωή μας, τότε θα φανερωθείτε κι εσείς μαζί του με δόξα. 5 Νεκρώστε, λοιπόν, τα γνωρίσματα της γήινης φύσης σας: την πορνεία, την ηθική ακαθαρσία, το πάθος, την κακή επιθυμία και την πλεονεξία, η οποία είναι ειδωλολατρία. 6 Γι’  αυτά τα πράγματα επέρχεται η οργή του Θεού πάνω στους απειθείς ανθρώπους. 7 Αυτά αποτέλεσαν και τον δικό σας τρόπο ζωής κάποτε, όταν ζούσατε κυριευμένοι από αυτά. 8 Tώρα όμως αποβάλετε κι εσείς από πάνω σας όλα αυτά: την οργή, το θυμό, την κακία, τη βλαστήμια, καθώς και την αισχρολογία από το στόμα σας. 9 Mην ψεύδεστε ο ένας στον άλλο, αφού βγάλατε από πάνω σας τον παλιό εαυτό σας μαζί με τις πράξεις του 10 και ντυθήκατε το νέο, που, παράλληλα με την ακριβή γνώση, αποκτά όλο και περισσότερο τη μορφή εκείνου που τον έπλασε. 11 Εδώ δεν υπάρχει πια Έλληνας και Ιουδαίος, περιτμημένος και απερίτμητος, βάρβαρος,  Σκύθης, δούλος ή ελεύθερος, αλλά τα πάντα και μέσα σε όλους τα αναπληρώνει ο Χριστός.

Στο αποστολικό αυτό ανάγνωσμα, ο Απόστολος Παύλος, με συνοπτικούς λόγους, περιγράφει τον άνθρωπο όπως αναγεννήθηκε και ανακαινίσθηκε από τον Ιησού Χριστό. Ο ανακαινισμένος άνθρωπος καλείται να υπερβεί τόσο τις κοσμικές δεσμεύσεις και τα πάθη του, όσο και τις διαχωριστικές ζώνες που δημιούργησαν οι άνθρωποι με τις ποικίλες διακρίσεις μεταξύ τους. Το κέντρο βάρους και η κλείδα ερμηνείας του κειμένου είναι η τελευταία φράση του κειμένου:  «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Όντως η παρουσία του Ιησού Χριστού, του αιώνιου Υιού και Λόγου του Θεού στον κόσμο, για να προσφέρει τη σωτηρία στον άνθρωπο, αλλά βεβαίως και η αναμενόμενη εσχατολογική του φανέρωση κατά τη Δευτέρα Παρουσία, συνιστούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο άνθρωπος πρέπει να ανταποκριθεί στην κλήση του Θεού για να γίνει και ο ίδιος δοξασμένος κατά χάρη.

Ανάλυση περικοπής

στίχος 4. «Αδελφοί, όταν ο Χριστός φανερωθή, ή ζωή ημών, τότε καί υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη».

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Αποστολικό Ανάγνωσμα της Κυριακής (ΚΘ΄ των Αποστολικών Αναγνωσμάτων) είναι μια συνέχεια των  Αγίων Θεοφανείων, γιατί στην αρχή της προς Κολοσσαείς  Επιστολής (Κεφ.3,1-3) γίνεται αναφορά στο Άγιο Βάπτισμα. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος προτρέπει ώστε κάθε άνθρωπος που βαπτίσθηκε εν Χριστώ Ιησού να τηρεί κάποια βασικά κριτήρια της χριστιανικής πίστης. Δηλαδή, ο κάθε άνθρωπος με το Άγιο Βάπτισμα πρέπει να ζητεί τα επουράνια και όχι τα επίγεια, αφού αρχίζει μια νέα ζωή, την εν Χριστώ ζωή.

Με τη φανέρωση του ο Χριστός έδωσε στους ανθρώπους μια νέα ζωή, αφού είναι «ο της ζωής ημίν χορηγός» και όπως φαίνεται και από το στίχο αυτό ο Κύριος είναι η ζωή όλων εκείνων που πιστεύουν σε Αυτόν. Ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος, η αιτία και ο σκοπός στη ζωή του κάθε Χριστιανού. Δεν πρέπει να μας φοβίζει τίποτα, γιατί ο Χριστός θα φανερωθεί ερχόμενος σε εμάς «εν τη δόξη του  πατρός αυτού μετά των αγγέλων των αγίων» (Μαρκ. η 38). Τότε και εμείς θα φανερωθούμε δοξασμένοι, δηλαδή θα παράσχει ο ίδιος ο Θεός τη χάρη της δικής του δόξας.

στίχοι 5-7  Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία, δι’ α έρχεται η οργή του Θεού επί τους υιούς της απειθείας, εν οις και υμείς περιεπατήσατε ποτέ, ότε εζήτε εν αυτοίς·

Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, πρέπει να υπερβούμε τον παλαιό άνθρωπο, δηλαδή τον άνθρωπο που είχε γίνει δούλος των παθών και της αμαρτίας. Το Αποστολικό ανάγνωσμα μας παρουσιάζει δύο είδη ανθρώπων: τον παλαιό και τον καινούριο. Ο παλαιός άνθρωπος είναι υποδουλωμένος στα πάθη της σαρκός, αντιθέτως ο νέος άνθρωπος αγωνίζεται να νεκρώσει τα πάθη και τις κακές επιθυμίες. Όπως αναφέρει ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας «Ουκ είπεν απορρίψατε, αλλά νεκρώσατε, ώστε μηδέ αναστήναι», δηλαδή να μην τα απορρίψουμε απλώς τα πάθη μας, αλλά να τα νεκρώσουμε ούτως ώστε να μην υπάρχει πιθανότητα να τα επαναφέρουμε στη καθημερινή μας ζωή και καταστραφούμε πνευματικά. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει κάποια πάθη, στα οποία προσκολλάται ο άνθρωπος π.χ. την πορνεία, την ηθική-πνευματική ακαθαρσία και την πλεονεξία την υπέρτατη αγάπη του χρήματος, που στο τέλος καταντά ειδωλολατρία, δηλαδή στη θεοποίηση του χρήματος. Κατά τον άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό «ειδωλολατρίαν δε καλεί την πλεονεξίαν, ότι τω Θεώ δουλεύειν καταλιπόντες, αντί Θεού τοις χρήμασι δουλεύουσι». Η πλεονεξία είναι η αγάπη και ο πόθος της καρδίας και η προσκόλληση του ανθρώπου στα επίγεια αγαθά, τα οποία, αντί να γνωρίζει ότι τα οφείλει στο Θεό και να τον ευχαριστεί, προσκολλάται σ΄ αυτά και ξεχνά κάθε τι πνευματικό. Στους ανυπάκουους έρχεται η οργή του Θεού γιατί συνεχίζουν να πράττουν αυτά τα αμαρτήματα που στέκονται εμπόδιο στην πνευματική τους ζωή. Βεβαίως, στη θεολογία του Αποστόλου Παύλου «η οργή του Θεού» υποδεικνύει την εσχατολογική κρίση. Στην προκειμένη περίπτωση, εν τούτοις, εννοεί όχι μόνο την οργή του Θεού που θα εκδηλωθεί στη μέλλουσα κρίση, αλλά και στη δικαιοκρισία του Θεού κατά τη διάρκεια της ιστορίας.  Στο στίχο 7 ο Απόστολος Παύλος υπενθυμίζει στους παραλήπτες της Επιστολής του τον τρόπο της ζωής τους πριν δεχθούν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας του Ιησού Χριστού, θέλοντας να τους τονίσει, ότι, όταν αναλογιζόμαστε τις αμαρτωλές μας πράξεις του παρελθόντος, πρέπει να συντριβόμαστε πνευματικά για να μη υποπέσουμε στα ίδια αμαρτήματα. Όπως αναφέρει και το βιβλίο του Ιώβ (λδ 32) «Ει αδικίαν ειργασάμην, ου μη προσθήσω». Δηλαδή, αν διέπραξα κάποια αδικία και εγώ, υπόσχομαι να μη την επαναλάβω στο μέλλον.

στίχος 8. νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών·

Ο κάθε χριστιανός καλείται να αφαιρέσει από πάνω του το ακάθαρτο ένδυμα που είναι κατάστικτο από το πάθος της οργής, του θυμού, της κακίας, της βλασφημίας και της αισχρολογίας. Ο θυμός και η οργή είναι πάθος, το χειρότερο πάθος όμως είναι η κακία, η οποία είναι βαθιά ριζωμένη στην καρδία του ανθρώπου και χύνει συνεχώς το δηλητήριο της προς τους άλλους. Λέγοντας βλασφημία εννοεί καθετί κακόλογο και υβριστικό που βγαίνει από το στόμα. Επομένως πρέπει ο άνθρωπος να καθαρίσει την καρδία του από τα πάθη που τον κυριεύουν και κατά κύριο λόγο να καθαρίσει και το στόμα του αφού «εκ του περισσεύματος της καρδίας η γλώσσα λαλεί», έτσι έχουμε την αισχρολογία, τους κακούς και πονηρούς λόγους που εκστομίζουμε εναντίον του Θεού ή εναντίον του συνανθρώπου μας.

στίχος 9. μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού

Στο στίχο αυτό ο Απ. Παύλος υπενθυμίζει ότι έχουμε αποβάλει τον παλαιό άνθρωπο με τις κακές πράξεις του με το Βάπτισμά μας. Η επιστροφή μας στις πράξεις των παθών της προτέρας ζωής σημαίνει ότι μολύνουμε τον λευκό χιτώνα του Βαπτίσματός μας. Μας καλεί, λοιπόν, να μη λέμε ψέματα ο ένας στον άλλο, γιατί όπως αναφέρεται στην προς Εφεσίους επιστολή (κεφ. 4, 25) «Διό αποθέμενοι το ψεύδος λαλείτε αλήθειαν έκαστος μετά του πλησίον αυτού∙ ότι εσμέν αλλήλων μέλη», δηλαδή, όταν αποθέσουμε μία φορά για πάντα το ψεύδος από τη ζωή μας, θα λέμε πάντοτε την αλήθεια ο ένας στον άλλο, επειδή είμαστε όλοι μέλη του ενός και του αυτού Σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας. Δεν πρέπει λέμε ψέματα, γιατί μη νομίζουμε ότι είναι μικρό αμάρτημα, από τη στιγμή που εξαπατούμε τον συνάνθρωπό μας παραβιάζουμε τις υποχρεώσεις μας και το καθήκον μας ως χριστιανοί και παρεκτρεπόμαστε και οδηγούμαστε στην απώλεια της ψυχής μας. Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας όταν αναφέρεται στον «παλαιόν άνθρωπον» λέει «Παλαιόν άνθρωπον φησί την διεφθαρμένην προαίρεσιν». Η προαίρεση στους Πατέρες της Εκκλησίας είναι η ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου, ελευθερία της προαιρέσεως που οδήγησε στην απόρριψη της εντολής του Θεού προς τους Πρωτόπλαστους και αποδοχή της υποδείξεως του Πονηρού. Ένεκα της ελεύθερης επιλογής, η προαίρεση του ανθρώπου έχει συσκοτισθεί και διαφθαρεί.

στίχος 10. και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν, 

Κατά τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό νέον άνθρωπο καλεί «την αγαθήν προαίρεσιν ως της καινής ζωής και ως ισχυράν εις παράταξιν και ως ευειδή και ακμαιότατην» ή όπως λέει ενδυόμαστε τον Χριστό, γιατί: «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθειτε Χριστόν ενεδύσασθαι». Διαπιστώνουμε, επομένως, από την ερμηνεία αυτή ότι η προαίρεση του ανακαινισμένου εν Χριστώ ανθρώπου συνταυτίζεται με το θέλημα του Θεού και αποκτά την καθαρότητα και την πνευματική της υγεία και ακμαιότητα.  Με την εν Χριστώ ανακαίνιση του ο άνθρωπος έχει ως σκοπό να φτάσει στο κατ’ εικόνα Θεού, στην προπτωτική κατάσταση. Ο άνθρωπος όταν καταφέρει να φτάσει στο κατ’ εικόνα Θεού, δηλαδή καθαρθεί η καρδία του, ο εσωτερικός του κόσμος με τη χάρη του Θεού, μπορεί να φτάσει στην επίγνωση, δηλαδή τη πλήρη γνώση του Θεού και του μυστηρίου του Ευαγγελίου.

Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει «κατ’ εικόνα Χριστού, τούτο γαρ εστί, κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν».

στίχος 11. όπου ουκ ένι Ελλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά  τα πάντα και εν πάσι Χριστός.

Πρέπει να διευκρινισθεί ότι οι στίχοι 5-11 έχουν νοηματική σχέση και εξάρτιση μεταξύ τους και ο ένας αποτελεί συνέχεια και συνέπεια του προηγούμενου. Πολύ περισσότερο οι δύο τελευταίοι στίχοι έχουν μία νοηματική ενότητα. Καλούνται, έτσι, οι Χριστιανοί να ενδυθούν τον νέο άνθρωπο  εν Χριστώ. Στην κατάσταση αυτή του ανακαινισμένου ανθρώπου δεν υπάρχει καμία διάκριση μεταξύ των ανθρώπων είτε εθνική είτε φυλετική, είτε θρησκευτική, είτε πολιτιστική, είτε κοινωνική, είτε οικονομική κ.λπ. Ο Ιησούς Χριστός καταργεί όλες αυτές τις διακρίσεις και η επιμονή σε αυτές αποτελεί διάπραξη αμαρτήματος γιατί είναι παράβαση του θελήματος του Θεού, ο οποίος προσφέρει τη σωτηρία σε όλους. Όλη η ανθρωπότητα καλείται να γίνει μέτοχος της εν Χριστώ ζωής, γιατί τα πάντα και για όλους είναι ο Χριστός. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «Πάντα υμίν ο Χριστός έσται, και αξίωμα και γένος», «Και εν πάσιν υμίν αυτός», «Η έτερον τι φησίν, ότι πάντες Χριστός εις εγένεσθε, σώμα αυτού όντες», ο Χριστός είναι για όλους τους χριστιανούς το παν, ο μόνος Κύριος και Σωτήρας του κόσμου και η μόνη ελπίδα, στήριγμα και ευτυχία των ανθρώπων, είναι το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος όλων των πραγμάτων του κόσμου. Όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως φυλής και εθνικότητας είναι γνωστοί μεταξύ τους όχι ως Ιουδαίοι ή ως Εθνικοί ή ως  δούλοι ή ως ελεύθεροι, αλλά ως Χριστιανοί, ως αδελφοί επειδή είναι ενωμένοι με τον Χριστό.

Επίλογος

Ο κάθε πιστός πρέπει να γνωρίζει ότι στη ζωή του όλα νοηματοδοτούνται από τον Χριστό, «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί ως χριστοφόροι πρέπει πάντοτε να έχουν στη ζωή τους, στη σκέψη τους τον Χριστό. Ό,τι είναι δικό τους είναι πρώτα του Χριστού και κατόπιν δικό τους, αν η ψυχή μας είναι πρώτα του Χριστού, και κατόπιν δική μας, αν η ζωή μας είναι πρώτα του Χριστού και μετά δική μας, τότε σ’ εμάς τα πάντα και όλα μέσα μας θα τα αναπληρώνει ο Χριστός «τα πάντα και εν πάσι Χριστός».

Ο άνθρωπος είναι αληθινός άνθρωπος μόνο όταν ζει εν Χριστώ Ιησού, δηλαδή να ζει κατά το θέλημά Του, και να τρέφεται με το Χριστό τρεφόμενος με το Σώμα και Αίμα Του, να μετέχει δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας. Με άλλα λόγια ο κάθε χριστιανός καλείται να γεμίσει το είναι του με το Χριστό, για να δεχτεί τη Θεία Χάρη και να φθάσει στην τελείωση και στη θέωση, αλλά και να γίνει άνθρωπος που αγαπά όλους του συνανθρώπους του, εικόνες και αυτοί του Θεού.

Βοηθήματα:
Π.Ν. Τρεμπέλα: «Υπόμνημα εις τας επιστολάς της Καινής Διαθήκης, Τόμος Β΄».
Ελληνική Πατρολογία P.G Τόμος 62, 95, 124, 129.

Back To Top