skip to Main Content

Το πνευματικό κάλλος της ορθόδοξης εικόνας

του πρεσβ. Π. Αναστασίου Αλεξίου της Ι.Μ. Αλεξανδρουπόλεως
Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Β΄ κατανυκτικό εσπερινό στο Μητροπολιτικό ναό .

«Υπέρτιμον κόσμησιν
η του Χριστού Εκκλησία
των σεπτών απείληφε και αγίων εικόνων
του Σωτήρος Χριστού
και της Θεομήτορος
και αγίων Πάντων
φαιδροτάτην αναστήλωσιν,
δι’ ης φαιδρύνεται και καταγλαΐζεται…»

 (Από τον εσπερινό της Α΄ Κυριακής των Νηστειών)

   

Σεβασμιώτατε,

σεβαστοί πατέρες,

αγαπητοί αδελφοί,

Γνωρίζουμε ότι η ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε ακέραιο έναν τεράστιο πλούτο τόσο στον χώρο του λειτουργικού βίου και της πατερικής σκέψης όσο και στον χώρο της εκκλησιαστικής τέχνης. Η προσκύνηση των εικόνων κατέχει μία πολύ σημαντική θέση σ’ αυτή τη διατηρηθείσα παράδοση κι αυτό διότι η εικόνα δεν είναι μια απλή απεικόνιση ούτε μια διακόσμηση, ούτε ακόμα μία εικονογράφηση της αγίας Γραφής. Είναι κάτι περισσότερο: Ισότιμη του ευαγγελικού μηνύματος, είναι ένα λατρευτικό σκεύος που συμμετέχει ολόκληρο στην λειτουργική ζωή. Δεν είναι απλά μια «τέχνη», είναι τέχνη ιερή, Δεν είναι «ζωγραφική», είναι θεολογία. Δεν είναι «καλλιτεχνική έκφραση», είναι προσδοκία σωτηρίας. Δεν είναι «στολίδι», είναι συνάντηση με το Θεό. Δεν είναι «φωτογραφία», είναι « εις Χριστόν παιδαγωγία». Δεν είναι «υλική αξία», είναι υπέρβαση. Δεν είναι «συλλεκτικό είδος», είναι παρηγοριά, παραμυθία και ανάπαυση των πιστών κοντά στον Τριαδικό Θεό. «Αύτη γαρ εικόνος φύσις, μίμημα είναι του Αρχετύπου», θα μας πει ο Μέγας Βασίλειος. Δηλαδή η ουσία της λέξεως «εικόνα» είναι το μίμημα, η ομοίωση με το Πρωτότυπο, το Αρχέτυπο.

 Στην εικόνα, η Εκκλησία δεν βλέπει μόνο μια μορφή ορθόδοξης διδασκαλίας, αλλά την καθολική έκφραση της ορθοδοξίας, αυτή την ίδια την ορθοδοξία.

 Δε νοείται συνεπώς η εικόνα αυτόνομα και έξω από την Εκκλησία. Αυτό σημαίνει πως η έννοια και το περιεχόμενο της εικόνας πηγάζουν από την διδασκαλία που διατύπωσε η Εκκλησία στην απάντησή της προς τους εικονομάχους. «Ου γαρ ζωγράφων εφεύρεσις η των εικόνων ποίησις, αλλά της Καθολικής Εκκλησίας έγκριτος θεσμοθεσία και παράδοσις» διακηρύττουν οι πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Κι η Εκκλησία της έδωσε της εικόνας τόσο μεγάλη σημασία, ώστε, πληρώνοντας ακριβό τίμημα, -το αίμα ενός μεγάλου αριθμού μαρτύρων και ομολογητών κατά την διάρκεια της εικονομαχικής περιόδου-, να κηρύξει την αναστήλωση των εικόνων μετά τη φοβερή περιπέτεια της εικονομαχίας, ως το θρίαμβο της Ορθοδοξίας.

 Τι έκανε δηλαδή η Εκκλησία; Υπερασπίστηκε με απαράμιλλα σοφό τρόπο τον πυρήνα της πίστης μας, δηλαδή τη Θεολογία της Σάρκωσης και την εξ αυτής δυνατότητα εικονισμού του Χριστού. Ο «απερίγραπτος» Θεός, μπαίνει κατά τη Σάρκωση μέσα στα όρια της ανθρώπινης μορφής. Και η εκκλησία έψαλλε σήμερα, την πρώτη Κυριακή των Νηστειών: «Φύσει απερίγραπτος τη θεϊκή σου υπάρχων, επ’ εσχάτων, Δέσποτα, σαρκωθείς ηξίωσας περιγράφεσθαι». Όποιος παραβλέπει την παραπάνω δυνατότητα του  «περιγράφεσθαι», όπως έκαναν οι εικονομάχοι, παραβλέπει και αυτό τούτο το γεγονός ότι ο Χριστός δεν είναι μόνο Λόγος του Θεού, αλλά και εικόνα τέλεια του Θεού.  «… ος εστίν εικών του Θεού του αοράτου πρωτότοκος πάσης κτίσεως», «απαύγασμα της δόξης και χαρακτήρ της υποστάσεως αυτού».

 Μια τέτοια παράβλεψη θα σήμαινε ανατροπή της σωτήριας σχέσης ανάμεσα στον κτιστό κόσμο και στον άκτιστο Θεό και αναίρεση κατά συνέπεια όλου του μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Είναι κρίσιμο στο σημείο αυτό να θυμηθούμε τέσσερα βασικά σημεία της πίστης μας για την εικόνα, τονίζοντας πρώτον, ότι: στην εικόνα εικονίζεται η υπόσταση του Χριστού και όχι η φύση του, καθότι  «περιγραπτός άρα ο Χριστός καθ’ υπόστασιν, καν τη Θεότητι απερίγραπτος» μας διδάσκει ο Θεόδωρος Στουδίτης και κατά τον όρον πίστεως της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου: « …ο προσκυνών την εικόναν προσκυνεί εν αυτή την εγγεγραμμένην υπόστασιν» δηλαδή, κι ας το προσέξουμε αυτό παρακαλώ, τη Θεανδρικότητα του Χριστού, το Θεανθρώπινό του Πρόσωπο.

 Είναι επίσης αναγκαίο να θυμηθούμε ότι η εικόνα δεν ταυτίζεται με το πρωτότυπο, αλλά αποτελεί ομοίωμά του. Κι εμείς τιμώντας με ευλάβεια την εικόνα, τιμούμε το Πρωτότυπό της. Σύμφωνα με την κλασσική πλέον ρήση του Μεγάλου Βασιλείου την οποία πρώτος επικαλείται ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός,  «η της εικόνος τιμή προς το πρωτότυπον διαβαίνει».

Το τρίτο σημείο έχει να κάνει με τη δύναμη της εικόνας καθότι  αγιασμένη αυτή, είναι «έμπλεως θείας Χάριτος». Αγιάζεται δηλαδή η εικόνα εξαιτίας του εικονιζόμενου προσώπου που είναι φορέας της θείας χάριτος, εξ ου και θαυματουργεί. Κι εμείς βέβαια, «προσκυνούμεν ου την ύλην (της εικόνος) αλλά τον εικονιζόμενον», και στην περίπτωση της εικόνας του Χριστού, τον της ύλης δημιουργόν, όπως μας διδάσκει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Γι αυτό και όταν χαθεί το εκτύπωμα της μορφής του εικονιζόμενου προσώπου, το ξύλο της εικόνας επανέρχεται σε αυτό που ήταν. Και τότε, γράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός  «…πυρί τω ξύλω δίδωμι». Κι αυτό βέβαια το τονίζει με έμφαση για να αποτρέψει τους συγχρόνους του από οποιασδήποτε μορφής ειδωλοποίηση της εικόνας. 

Η τέταρτη και τελευταία παρατήρηση έχει να κάνει με τη σχέση της εικόνας προς τη φυσική πραγματικότητα. Η εικόνα δεν θέλει να αποδώσει έστω και με κάποια μορφή αφαίρεσης τη φυσική πραγματικότητα. Δεν είναι δηλαδή νατουραλισμός. Κι ούτε εξπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμός, κυβισμός κι οποιοσδήποτε –ισμός. Εννοείται επίσης πως δεν έχει και καμιά σχέση με τη φωτογραφία. Όσο κι αν είναι αυτονόητο, το επισημαίνω για τον παρακάτω λόγο: Η Εκκλησία σοφά πράττοντας αρνούνταν και θα αρνείται να εντάξει φωτογραφίες νεότερων αγίων μέσα στον ιερό ναό. Γιατί αυτό; Για τον απλούστατο λόγο: Η φωτογραφία αποδίδει τον παρόντα κόσμο που είναι κόσμος της φθοράς, την παρούσα φθαρτή πραγματικότητα, θυμίζοντάς μας ένα συγκεκριμένο πρόσωπο σε μια ορισμένη στιγμή της ζωής του. Αντίθετα , η Εκκλησία μέσω της εικόνας απεικονίζει όχι τον κόσμο όπως είναι, τον κόσμο της φθοράς, αλλά τον μεταμορφωμένο κόσμο, τον κόσμο της Ανάστασης και των Εσχάτων. Γι αυτό και διδάσκει σταθερά  ότι η εικόνα δεν είναι ούτε προσωπογραφία, ούτε θρησκευτικός πίνακας κι ούτε εικονογράφηση της Αγίας Γραφής.

Ο Ορθόδοξος αγιογράφος το ξέρει πολύ καλά αυτό, όπως ξέρει επίσης πολύ καλά ότι μόνο με τη μεγάλη πίστη του και με την ευχή της Εκκλησίας θα μπορέσει να ξεδιπλώσει το χάρισμά του για να εκφράσει την πραγματικότητα και την εμπειρία του μεταμορφωμένου κόσμου. Ενός κόσμου σεμνού, κατανυκτικού όπου η ομορφιά εδώ είναι η πνευματική καθαρότητα, η εσωτερική ωραιότητα που πηγή της έχει το Άγιο Πνεύμα, δείχνει το θεωμένο άνθρωπο. Γι’ αυτό βλέπουμε στις εικόνες των αγίων οι οφθαλμοί να ζωγραφίζονται μεγάλοι, ζωηροί, εκφραστικοί ψυχικής εντάσεως, «διότι τα μεγάλα εθεάσαντο», τα αυτιά επίσης αναλογικά μεγαλύτερα «διότι διηυρήνθησαν εις το ακούειν τα εντολάς του Κυρίου», η μύτη είναι πολλές φορές πάνω από το φυσιολογικό επιμήκης και στενή, διότι δεν οσφραίνεται τα του κόσμου, αλλά «οσμής ευωδίας πνευματικής», την ευωδία της Αγίας Τριάδος, κατά τον Δίδυμο τον Τυφλό. Το στόμα σχεδιάζεται μικρό, για να φανερωθεί η ασκητική ζωή του εικονιζόμενου προσώπου, «συνεκάλυψεν εν τη νηστεία την ψυχήν του». Υπάρχει για να ψάλλει τον αίνο, την ευχαριστία και να δίνει το φίλημα της ειρήνης. Το μέτωπο πλαταίνει πλέον του φυσιολογικού με μια ελαφριά παραμόρφωση, η οποία τονίζει τη κυριαρχία της θεωρίας και του στοχασμού. 

Εδώ ταιριάζει να αναφερθούμε στα βασικά χαρακτηριστικά της Βυζαντινής Εικόνας, για να δούμε το πώς αυτή μπορεί να μας μυήσει στην αγιαστική εμπειρία του μεταμορφωμένου κόσμου που μας εικονίζει.

Θα αρχίσω με τη γενική διαπίστωση ότι  όλη η κτίση στη Βυζαντινή Εικόνα εικονίζεται ελεύθερη από τους φυσικούς νόμους: της βαρύτητας, της προοπτικής, της φωτοσκίασης και με ένα λόγο της φθοράς του κτιστού.

Ας το δούμε αυτό αναλυτικά.

Στη Βυζαντινή Εικόνα καταργείται το φυσικό ηλιακό φως επειδή το αντικαθιστά το άκτιστο αναστάσιμο φως. Το φως που κάνει τα πρόσωπα να λάμπουν. Τα πρόσωπα των αγίων λούζονται με το φως το ιλαρό και ανέσπερο. Κι οι φωτοστέφανοί τους δεν είναι τα διακριτικά σύμβολα της αγιότητάς τους, αλλά η ακτινοβολία του φωτός της. Λίγο τον ενδιαφέρει τον αγιογράφο επίσης εάν τα γεγονότα συμβαίνουν την ημέρα ή τη νύχτα. Γι αυτό και δεν είναι λιγότερο φωτεινός ο Μυστικός Δείπνος ή η Προσευχή στη Γεσθημανή απ’ ότι η Ανάσταση και η Πεντηκοστή. Το πρόσωπο του Κυρίου για παράδειγμα δε  «λάμπει» στη  Μεταμόρφωση περισσότερο απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη εικόνα του, από την εικόνα π.χ. της Σταύρωσης. Γιατί αυτό; Επειδή και όντας επάνω στο Σταυρό ο Κύριος δεν παύει να είναι ο Βασιλεύς της Δόξης. Το φως, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι το γνώρισμα της Δόξης του Κυρίου. Κι ο Χριστός πάνω στο Σταυρό είναι το φωτοειδές πρόσωπο αυτής της Δόξης. Είναι η αποκαλυπτική λάμψη του ανθρώπινου προσώπου του Θεού, της εκθαμβωτικής ανθρώπινης μορφής του τριαδικού Θεού. Δεν είναι η ημέρα που φωτίζει, ούτε η νύχτα που σκοτίζει το γεγονός της εικόνας. Όλα έχουν πάθει την οθνεία (=ξενική, αλλογενή) αλλοίωση της Μεταμορφώσεως. Παντού λάμπουν οι ανταύγειές της. Η πηγή του φωτός δε βρίσκεται ποτέ μέσα στην εικόνα. Το φως έρχεται απέξω, από μια άλλη νοητή πηγή. Πέφτει κάθετα στο κέντρο της εικόνας και φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπο. Δεν υπάρχουν πουθενά φωτοσκιάσεις αφού βρισκόμαστε έξω από το κτιστό φως. Βρισκόμαστε στη Βασιλεία του Θεού, όπου ο Θεός είναι το φως μας και όχι ο ήλιος.

Βρισκόμαστε επίσης και έξω από τον κλειστό χώρο γι αυτό και τα γεγονότα που έγιναν μέσα σε σπίτι πάντα εικονίζονται έξω για να ξεχειλίσουν τη Χάρη της σωτηρίας σε όλον τον κόσμο. Αλλοιώνεται ο χώρος υπερβαίνοντας την τοπικότητα των γεγονότων. Το μήκος, το πλάτος, το ύψος ρυθμίζονται ανάλογα με την πνευματική διάσταση των εικονιζόμενων για να αποδώσουν το υπερβατικό. (Ο Χριστός, ως το κύριο πρόσωπο στην εικόνα της μεταμορφώσεως, είναι μεγαλύτερος από τους προφήτες και τους μαθητές και όλα τα πρόσωπα υπερτερούν σε μέγεθος από τις κορυφές των βουνών) Ο τόπος χάνει πλέον τις φυσικές του διαστάσεις  επειδή δε χωρούν σε αυτές τα σωτηριώδη και οικουμενικά γεγονότα της Θείας Οικονομίας.

Τόποι που τους χωρίζουν αποστάσεις ενώνονται ως γειτονικοί. (Στην προσευχή στη Γεσθημανή βλέπουμε το Χριστό ταυτόχρονα να προσεύχεται και να ξυπνά του κοιμωμένους μαθητές, αλλά και στη Γέννηση όλοι θα έχουμε παρατηρήσει ότι στην ίδια εικόνα βρίσκονται ο Παναγία με το Χριστό, οι μάγοι καβαλάρηδες και οδηγούμενοι από τον αστέρα αλλά και οι βοσκοί που πληροφορούνται το γεγονός της γεννήσεως από τον άγγελο).

Μεταμορφώνεται ο κοσμικός χώρος. Δεν υπάρχει η προοπτική που τοποθετεί τον άνθρωπο εξωτερικό θεατή. (Ας πάρουμε για παράδειγμα την εικόνα της Βαπτίσεως του Χριστού. Τα βουνά φαίνονται σαν να είναι κοιταγμένα από πάνω, οι κορυφές τους είναι στραμμένες προς το θεατή. Οι Άγγελοι που βρίσκονται στη δεύτερη σειρά, πίσω από την πρώτη σειρά των Αγγέλων, ζωγραφίζονται πιο πάνω, για να μην κρύβονται από τους μπροστινούς. Ο ποταμός φαίνεται σαν όρθιος, σε όλο το μήκος και όχι σαν να χάνεται στο βάθος του ορίζοντα). Ο πιστός που έρχεται να προσκυνήσει την εικόνα, γίνεται και αυτός μέρος της εικόνας, βρίσκεται μέσα της. Βλέπει όλον τον κόσμο έσωθεν.  

Υπερβαίνεται επίσης ο χρόνος ως προς  την αλληλουχία των εικονιζόμενων γεγονότων, αλλοιώνεται, διαφοροποιείται. Γεγονότα που απέχουν χρονικά μπορεί να εμφανίζονται ως σύγχρονα. Σύμπτυξη δηλαδή της Ιστορίας, παρελθόν – παρόν – μέλλον είναι ενωμένα. (Η εικόνα της Πεντηκοστής παριστάνει το Υπερώο όπου κατήλθε το Πνεύμα το Άγιο με τη μορφή πύρινων γλωσσών επάνω στους μαθητές. Παρατηρώντας την εικόνα διαπιστώνουμε ελλείψεις αφού από το πλήθος των εκατόν είκοσι συγκεντρωμένων ανθρώπων μεταξύ των οποίων και η Παναγία μας εικονίζονται μόνο δώδεκα πρόσωπα, και την πρωτοκαθεδρία κατέχουν ο απόστολος Πέτρος και ο απόστολος Παύλος που ιστορικά δεν ήταν παρών εκείνη την ώρα.) Η εικόνα αναδεικνύει  τη διαχρονικότητα του γεγονότος αφού η Πεντηκοστή δεν είναι μια χρονική στιγμή για την Εκκλησία. Είναι η ακατάπαυστη και ατελεύτητη Παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία.  Τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας δεν είναι περασμένα και κλειστά, αλλά παρόντα και ενεργά, μας αγκαλιάζουν και μας σώζουν.  «Χρόνος και φύσις καινοτομούνται», κατά το απολυτίκιο του Μηνιαίου της 31ης Αυγούστου.

Ο βυζαντινός αγιογράφος βιώνει το λειτουργικό χώρο και χρόνο μέσα στην Εκκλησία και τούτο τον απελευθερώνει από οποιονδήποτε χωροχρονικό περιορισμό.

Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: «Μπαίνω μέσα στο κοινό ιατρείο των ψυχών, την Εκκλησία, πνιγμένος από τους λογισμούς, σαν να βρίσκομαι μέσα σε αγκάθια. Η ομορφιά της αγιογραφίας με έλκει και με τραβάει και άθελά μου αφήνει μέσα στην ψυχή μου δοξολογία Θεού. Βλέπω την υπομονή του Μάρτυρος, την ανταμοιβή των στεφάνων και η προθυμία σαν φωτιά με ανάβει από ζήλο και πέφτω και προσκυνώ τον Θεό δια μέσου του Μάρτυρος και παίρνω τη σωτηρία μου». Ο ναός είναι ο χώρος που τελείται η Θεία Λειτουργία, «είναι» κατά τον ιερό Χρυσόστομο «επίγειος ουρανός εν ω ο επουράνιος Θεός ενοικεί και εμπεριπατεί». Ο υψωμένος τρούλλος συγκρίνεται με τους ουρανούς των ουρανών. Οι καμάρες του παριστάνουν τα τέσσερα άκρα του κόσμου και η σφαιρικότητα του τρούλλου επανενώνει όλους τους ανθρώπους σε σύναξη εν σώματι.

Είναι ο χώρος όπου γινόμαστε «σύγχρονοι και σύνοικοι της Αγίας Τριάδος και πάντων των Αγίων» και σ’ αυτό συντελεί κυρίως η εικονογράφηση του ναού. Μέσα στον ορθόδοξο ναό η εικονογράφηση αναφέρεται στο βίο του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων.

Πολλά από τα θέματα της εικονογράφησης έχουν ιδιαίτερη  δογματική σημασία όπως η θριαμβευτική μορφή του Παντοκράτορα στο τρούλλο που όπως προείπαμε παριστάνει τον ουρανό. Μεγαλοπρεπής, σοβαρός, αυστηρός και ταυτόχρονα ελεήμων και πράος. Προσβλέπει στη γη με τους μεγάλους εκφραστικούς οφθαλμούς Του.

Τον Παντοκράτορα περιβάλλουν ουράνιες Δυνάμεις, Πολυόματα Χερουβίμ και εξαπτέρυγα Σεραφείμ και κάποιες φορές και η Θεοτόκος με τον Πρόδρομο δεόμενοι υπέρ της Εκκλησίας. Λίγο πιο κάτω ο χορός των προφητών που προφήτευσαν σχετικά με την έλευσή Του και προετοίμασαν τον δρόμο Του. Στα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα που στηρίζουν τον τρούλλο, εικονίζονται οι τέσσερις ευαγγελιστές, φανερώνοντας με τον τρόπο αυτό την πίστη της Εκκλησίας ότι έχει σταθερό θεμέλιο μόνο τον αποκεκαλυμμένο λόγο του Θεού που είναι αποθησαυρισμένος κυρίως στα ιερά Ευαγγέλια. Σε κάποιους ναούς, που το κεντρικό κλίτος έχει πολλούς κίονες, όπως και σ’ αυτόν που βρισκόμαστε, εικονίζονται και οι Απόστολοι του Χριστού, διότι αυτοί με την ιεραποστολή τους διέδωσαν και στήριξαν τη διδασκαλία του Ιησού.

Η δεομένη Θεοτόκος, η Πλατυτέρα αγιογραφείται στην κόγχη του Ιερού. Η κόγχη ενώνει τον τρούλλο με το δάπεδο του ναού όπου βρίσκονται οι πιστοί. Παρίσταται λοιπόν η Θεοτόκος μεταξύ ουρανού και γης ως «κλίμαξ επουράνιος δι’ ης κατέβη ο Θεός» αλλά και «γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν».

Στην κόγχη του ιερού βήματος και κάτω από την πλατυτέρα ζωγραφίζεται η παράσταση της θείας Λειτουργίας, είτε ως κοινωνία των αγίων Αποστόλων –όπως εδώ-, είτε ως Λειτουργία των Αγγέλων. Στο ιερό εικονίζονται επίσης οι μεγάλοι «λειτουργοί» Ιεράρχες και οι πρώτοι διάκονοι της εκκλησίας.

Στον κυρίως ναό συναντούμε τον εορταστικό κύκλο, την εικονογράφηση δηλαδή προσώπων και θεμάτων που αναφέρονται στις μεγάλες εορτές του εκκλησιαστικού έτους. Στις πρώτες ζώνες ιστορούνται παραστάσεις από το Δωδεκάορτο καθώς και παραβολές ή θαύματα του Χριστού. Στις κατώτερες ζώνες εικονίζονται ολόσωμοι Άγιοι, άνδρες και γυναίκες, που συνήθως παρατάσσονται κατά μέτωπο ή σε ελαφριά στροφή κατά τρία τέταρτα, σε ομοιόμορφες ομάδες, στρατιωτικοί Άγιοι, Όσιοι, Μάρτυρες, Ερημίτες…. Η κατά μέτωπο στάση βυθίζει το βλέμμα στα μάτια του θεατή και δημιουργεί άμεσα ένα δεσμό κοινωνίας και αγάπης με τον προσευχόμενο.

Πάνω από τη Δυτική είσοδο του Ναού ιστορείται η Κοίμηση της Θεοτόκου ή και η Δευτέρα Παρουσία με τις διάφορες σκηνές της.

Η Εκκλησία, όπως ήδη είπαμε, είναι η εικόνα της ουράνιας εκκλησίας. Εικόνα της Βασιλείας το Ιερό, είναι χωρισμένο από τον κυρίως ναό με το εικονοστάσι, το τέμπλο. Στην κορυφή του τοποθετείται ο σταυρός και δείχνει την Ανατολή, απ’ όπου θα έλθει ο Χριστός μέσα στη δόξα του. Δεξιά της Ωραίας Πύλης τοποθετείται η εικόνα του Χριστού και αριστερά η εικόνα της Παναγίας ως Βρεφοκρατούσα. Δίπλα στο Χριστό τοποθετείται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και δεξιά από τη Θεοτόκο τοποθετείται η εικόνα του Αγίου (ή της εορτής) στον οποίο είναι αφιερωμένος ο Ναός. Στις πλάγιες θύρες του ιερού τοποθετούνται οι εικόνες των Αρχαγγέλων, Μιχαήλ και Γαβριήλ. Πάνω από αυτή τη σειρά των μεγάλων εικόνων, ζωγραφίζονται οι εικόνες του Δωδεκάορτου ξανά, ώστε να υπάρχει εμφανώς μπροστά στα μάτια όλων περιγεγραμμένη η ιστορία της ενανθρωπήσεως του Χριστού, όλη η Χριστολογία, όλο το έργο της Θείας Οικονομίας.

Η διάταξη αυτή των εικόνων είναι κανόνας για τις ορθόδοξες Εκκλησίες. Έτσι μέσα στην Εκκλησία, ακόμη και όταν δεν είναι ώρα ακολουθίας, αισθάνεται ο πιστός ακατάπαυστη τη ζωή, γιατί το παν είναι μέσα στην αναμονή των αγίων Μυστηρίων που τελούνται μέσα στο Ιερό. «Αυτή η αναμονή», λέει ο Ευδοκίμωφ, «αποβλέποντας στη Βασιλεία, σπινθηρίζει από παρουσίες και είναι αυτό το λειτουργικό έργο της εικόνας». 

Σεβασμιώτατε,

σεβαστοί πατέρες,

αγαπητοί μου αδελφοί,

Οι παραπάνω σκέψεις σκοπό είχαν να κάνουν αντιληπτό ότι «η εικόνα είναι ένα παράθυρο μέσα από το οποίο ο Λαός του Θεού, όλοι εμείς,  η Εκκλησία, θεωρεί τη Βασιλεία του Θεού». Αυτός είναι και ο λόγος που και το χρώμα και η γραμμή και το κάθε χαρακτηριστικό της μορφής της εικόνας αποκτά ιδιαίτερο νόημα.

«Μπαίνει κανείς στον κόσμο της εικόνας, μαθαίνει τη γλώσσα της με τη μετάνοια και την ταπεινή προσκύνηση, με τη συμμετοχή στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας και ιδίως στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, το οποίο «είναι εικόνα ολοκλήρου του μυστηρίου της θείας Οικονομίας, διότι εικονίζει και αναπαριστά όλα τα σωτήρια γεγονότα εν Χριστώ». Έτσι η εικόνα γίνεται για μας «παιδαγωγός εις Χριστόν», εφόσον βέβαια και η όλη ζωή μας εναρμονίζεται με τα μηνύματα που μας εκπέμπουν οι άγιες εικόνες.

Γι’ αυτό, όπως μας λέει ο π. Βασίλειος ο Ιβηρίτης, «ας σταθούμε μπροστά στις εικόνες, ας προσκυνήσουμε. Ας πάρουμε ζωή. Ας θηλάσουμε, ας ρουφήξουμε, ας τραφούμε αχόρταγα», διότι «αυτός που τρέφεται απ’ εδώ δεν πρόκειται ποτέ να παρέλθει. Οι προσκυνούντες και τα προσκυνούμενα βρίσκονται μέσα στο κράτος και την αγιαστική Χάρη του μήτε αρξαμένου, μήτε παυσομένου Πνεύματος». Αμήν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παύλου Ευδοκίμωφ, ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1972, Kεφ. Β’ Μύηση στην Εικόνα, σελ. 291 – 313.

Κόντογλου Φ., Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας, 2 τόμοι, Αθήνα 1960.  

Βλάσσιος Ιω. Φειδάς, Περίγραμμα Βυζαντινής Ζωγραφικής, Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Αθήνα 1981.

Αρχιμ. Βασιλείου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Ιβήρων, Λειτουργικός Τρόπος. Από την αρχαιοελληνική ανθρωπιά στη Θεανθρωπία της Θείας Λειτουργίας σελ. 8 – 22. Το Δωδεκάορτο του Θεοφάνους του Κρητός, Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, σελ. 23 – 25.  

Αρχιμ. Βασιλείου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Ιβήρων ΕΙΣΟΔΙΚΟΝ. Εικονογραφική έκφραση και ήθος Ορθοδόξου αγιότητος σελ. 120 – 132 Ιερά Μονή Ιβήρων 2003.

Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Τι ξέρεις εσύ για τις εικόνες;, εκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ», Καρέας 2000.

Λεωνίδα Ουσπένσκυ, Η ΕΙΚΟΝΑ. Λίγα λόγια για τη δογματική έννοιά της. Μετάφραση Φώτης Κόντογλου Γ’ έκδοση, Αστήρ, 1991

Ευστάθιος Κ. Γιαννής, Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων, «Εικών Παιδαγωγούσα». Η παιδαγωγική διάσταση της ορθόδοξης εικονογραφίας και η αξιοποίηση της εικόνας στο μάθημα των Θρησκευτικών. Διδακτορική διατριβή, Φλώρινα 1996.

Βυζαντινή Ζωγραφική: www.xanthi.ilsp.gr

ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ/ www.myriobiblos.gr.

Σταύρος Γιαγκάζογλου, Σύμβουλος Θεολογίας του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, «Ο βυζαντινός κόσμος και πολιτισμός μέσα από την τέχνη της εικόνας», στο: www.dide.ach.sch.gr/thriskeftika  

Paul Evdokimof, Η μοντέρνα τέχνη ή η ανενεργός Σοφία

  1. P. Boris Bobrinskoy, Σύντομη Ανασκόπηση Εικονομαχίας

Olivier Clement, Η Θεολογία της Εικόνας

Leonid Ouspensky, Η εικόνα στο φως της ορθόδοξης ερμηνείας

Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περί Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. Περί Εικόνων, σελ. 183 – 185 εκδ. «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ»

« ΣΥΝΑΞΗ»: τ. 8 π. Σταμάτης Σκλήρης: «Παιδαγωγικές δυνατότητες της βυζαντινής τέχνης» σελ. 127– 153, 
τ. 12, αφιέρωμα: « Κυρ – Μανουήλ Πανσέληνος», 
τ.16, αφιέρωμα στη νεοβυζαντινή τέχνη, 
τ.13, Μαρίνα Σκλήρη: «Συμβολή της διδακτικής της βυζαντινής εικόνας στο Λύκειο» σελ. 95 – 105, 
τ.52, αφιέρωμα στο Ν.Γ.Πεντζίκη, 
τ. 60, αφιέρωμα στη νεοβυζαντινή τέχνη.

Back To Top