skip to Main Content

Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή Γενεύη 22 – 26 Φεβρουαρίου 2011

Ξεκίνησαν την Τρίτη, 22 Φεβρουαρίου 2011 στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Σαμπεζύ της Ελβετίας οι εργασίες της Διορθόδοξης Προπαρασκευαστικής Επιτροπής για τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Των εργασιών προεδρεύει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης και συμμετέχουν εκπρόσωποι όλων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Την Εκκλησία της Κύπρου εκπροσωπεί ο Μητροπολίτης Πάφου κ. Γεώργιος.
Η ημερήσια διάταξη περιλαμβάνει θέματα που αφορούν στον τρόπο παραχώρησης του «αυτοκεφάλου» και της σειράς των Ιερών Διπτύχων.
Στη συνέχεια παραθέτουμε την εναρκτήρια ομιλία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου:
«Σεβάσμιοι και αγαπητοί εν Κυρίω αδελφοί, οι εκπροσωπούντες τας αγιωτάτας Ορθοδόξους Εκκλησίας εν τη Επιτροπή ταύτη,
Η χάρις του εν Τριάδι Θεού ημών αξιώνει και πάλιν ημάς να συνέλθωμεν επί το  αυτό, ίνα συνεχίσωμεν το ανατεθέν τη ημετέρα Επιτροπή έργον της προπαρασκευής των θεμάτων, τα οποία θα απασχολήσουν την μέλλουσαν να συνέλθη, συν Θεώ, Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον της Αγιωτάτης Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας.

 Εκ μέρους της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Βαρθολομαίου χαιρετίζομεν εν πολλή αγάπη και τιμή ένα έκαστον εξ υμών, υποδεχόμενοι υμάς εις τον οίκον τούτον του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως φιλοξενουμένους αυτού, και παρακαλούμεν, όπως μεταφέρητε εις τους σεπτούς Προκαθημένους των ων εκπροσωπείτε Εκκλησιών τας ευγνώμονας ευχαριστίας ημών δια την πρόφρονα ανταπόκρισιν αυτών εις την πρόσκλησιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου δια την πραγματοποίησιν της παρούσης συναντήσεως.
Ευχόμεθα, όπως η διαμονή υμών ενταύθα είναι κατά πάντα ικανοποιητική, η δε συνεργασία ημών αγαστή και καρποφόρος προς εκπλήρωσιν της ανατεθείσης ημίν ευθύνης εις δόξαν του Παναγάθου Θεού και προαγωγήν της ενότητος της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας.
Ως είναι ήδη γνωστόν, οι Προκαθήμενοι των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, συνελθόντες εν Φαναρίω κατά μήνα Οκτώβριον του έτους 2008, απεδέχθησαν την πρότασιν της Αυτού Θειοτάτης Παναγιότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, όπως επισπευσθή η προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της αγιωτάτης ημών Εκκλησίας δια της άνευ χρονοτριβής ενεργοποιήσεως των αρμοδίων διορθοδόξων οργάνων.
Ούτω, τον Ιούνιον του έτους 2009 συνήλθεν ενταύθα η Δ  Προσυνοδική Πανορθόδοξος Διάσκεψις, ήτις και επελήφθη, θεία χάριτι, επιτυχώς του ακανθώδους θέματος της Ορθοδόξου Διασποράς δι’ αποφάσεων, αι οποίαι, γενόμεναι δεκταί πανορθοδόξως μεθ’ ικανοποιήσεως, ετέθησαν ήδη εις εφαρμογήν εν τη Ορθοδόξω Διασπορά.
Εν συνεχεία τον Δεκέμβριον του αυτού έτους 2009 συνήλθεν ενταύθα η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου προς προπαρασκευήν των υπολειπομένων θεμάτων της Συνόδου, ήτοι του Αυτοκεφάλου και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού, του Αυτονόμου και του τρόπου ανακηρύξεως τούτου, και τέλος της τάξεως των ιερών Διπτύχων, τα οποία ακολουθεί και εφαρμόζει η Εκκλησία ημών.
Εκ των θεμάτων τούτων η Προπαρασκευαστική Επιτροπή ωλοκλήρωσε το έργον της, ως προς το θέμα του Αυτονόμου, ησχολήθη δε και με το θέμα του Αυτοκεφάλου από του σημείου, εις το οποίον είχεν αφήσει αυτό η προηγούμενη συνάντησις της Επιτροπής εν έτει 1993, καταλήξασα εις συμφωνίαν, ήτις απετυπώθη εις τα υπογραφέντα πρακτικά ως ακολούθως: «Η Επιτροπή εμελέτησεν, εν πρώτοις, το περιεχόμενον της παραγράφου 3 γ’ του υπό της προηγουμένης, εν έτει 1993 συνελθούσης, Συνελεύσεως αυτής εγκριθέντος κειμένου περί του Αυτοκεφάλου και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού.
Η παράγραφος αύτη παρεπέμφθη εις την παρούσαν Επιτροπήν προς πληρεστέραν επεξεργασίαν και αναζήτησιν της επ’ αυτής ενιαίας θέσεως των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Επί του θέματος αυτού η Επιτροπή ενέκρινε το κάτωθι κείμενον: 3 γ) Εκφράζων την συγκατάθεσιν της Εκκλησίας – μητρός και την πανορθόδοξον συναίνεσιν ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανακηρύσσει επισήμως το αυτοκέφαλον της αιτησαμένης Εκκλησίας δια της εκδόσεως του Τόμου της Αυτοκεφαλίας.
Ο Τόμος ούτος υπογράφεται υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου, συμμαρτυρούντων εν αυτώ δια της υπογραφής αυτών των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, προς τούτο προσκαλουμένων υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου».
Εκ τούτων καταφαίνεται ότι το προκείμενον ημίν έργον ως προς το θέμα του Αυτοκεφάλου συνίσταται εις την εξέτασιν δύο και μόνον κατ’ ουσίαν ζητημάτων.
Τούτο μεν του περιεχομένου του Τόμου, δι’ ου θα ανακηρύσσεται το Αυτοκέφαλον Εκκλησίας τινός, τούτο δε του τρόπου της υπογραφής αυτού.
Περί του τελευταίου τούτου σημείου εγένετο μακρά συζήτησις και εγένοντο  διάφοροι προτάσεις κατά την προηγουμένην συνάντησιν της Επιτροπής ημών, αι οποίαι θα ήτο άσκοπον και επιζημίως χρονοβόρον να επαναληφθούν και κατά την παρούσαν συνάντησιν.
Διο και προτείνεται, όπως περιορισθή η συζήτησις εις την μη τυχούσαν τότε γενικής αποδοχής πρότασιν της αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί του τρόπου υπογραφής του Τόμου Αυτοκεφαλίας, δια της υποβολής εναλλακτικών τυχόν προτάσεων εκ μέρους κυρίως των διαφωνούντων προς την εν λόγω πρότασιν.
Δοθέντος ότι ο χρόνος ημών τυγχάνει περιορισμένος και είναι ανάγκη όπως προχωρήσωμεν και εις την εξέτασιν του θέματος των Διπτύχων προτείνομεν, όπως αφιερώσωμεν εις το θέμα τούτο, του τρόπου δηλονότι υπογραφής του Τόμου, την πρώτην ημέραν των κυρίως εργασιών ημών, την δε δευτέραν εις το ζήτημα του περιεχομένου του Τόμου Αυτοκεφαλίας, ώστε να δοθή χρόνος και δια την εξέτασιν του θέματος των Διπτύχων.
Εάν η πρότασις αύτη τυγχάνη της εγκρίσεως υμών, τότε θα επιτραπή εις την έδραν να μεριμνήση δια την αυστηράν τήρησιν του χρονοδιαγράμματος τούτου, ζητούσα την κατανόησιν και συνεργασίαν ενός εκάστου εξ ημών.

 Σεβάσμιοι και αγαπητοί αδελφοί,
Η Ορθόδοξος Εκκλησία πορευομένη προς την αποφασθείσαν να συγκλιθή Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον αυτής επιθυμεί να ανταποκριθή εις τας ανάγκας των καιρών, αι οποίαι και επιβάλλουν στενοτέραν και τακτικοτέραν επικοινωνίαν των κατά τόπους Εκκλησιών.
Δια τούτο και επείγεται να ενισχύση το συνοδικόν αυτής σύστημα, δια να μη παραμένη κατατεμαχισμένη εις μεμονωμένας τοπικάς Εκκλησίας, καθ’ ον χρόνον ο κόσμος συρρικνούται ταχύτατα και τα συμβαίνοντα εις την μίαν άκρην της υφηλίου επηρεάζουν αυτοστιγμεί σχεδόν κάθε γωνίαν της γης.
Η Ορθοδοξία δεν θα δυνηθή να επιβιώση, εάν παραμείνη εν απομονώσει η εν κατατμήσει εις αυτάρκεις τοπικάς ενότητας.
Αποτελεί υψίστην ευθύνην όλων των εμπεπιστευμένων την ηγεσίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως προωθήσουν την ενότητα αυτής παντί σθένει και άνευ χρονοτριβής. Διο και η σύγκλησις της από πέντε περίπου δεκαετιών (!)  αποφασισθείσης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου επείγει. Ας έχωμεν τούτο κατά νουν  και ημείς κατά τας εργασίας της Επιτροπής ημών.
Αλλ’ εάν η Ορθόδοξος Εκκλησία οφείλη όντως να παρακολουθήση τας συγχρόνους εξελίξεις και να μη κλεισθή εις τον εαυτόν της, δεν δύναται να πράξη τούτο χωρίς να λαμβάνη υπ’όψιν της τας βασικάς αρχάς της εκκλησιολογίας και την μακράν παάδοσιν αυτής.
Ιδιαιτέρως ισχύει τούτο προκειμένου περί θεμάτων οία τα απασχολούντα την Επιτροπήν ημών, τα οποία άπτονται της εκκλησιολογίας και της κανονικής διαρθρώσεως της Εκκλησίας. Και ως προς μεν την εκκλησιολογίαν, είναι σαφές  ότι το κρίσιμον ερώτημα, το οποίον υπόκειται εις τα προς συζήτησιν θέματα είναι εκείνο της σχέσεως μεταξύ της τοπικής Εκκλησίας και της κατά την οικουμένην μιας Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Επ’ αυτού η Ορθόδοξος εκκλησιολογία αποφεύγει και αποκλείει τόσον τον  τοπικισμόν του Προτεσταντισμού, όσον και τον συγκεντρωτισμόν του Ρωμαιοκαθολικισμού.
Ατυχώς, το Αυτοκέφαλον τείνει να οδηγήση την Ορθόδοξον Εκκλησίαν  προς την προτεσταντικήν κατεύθυνσιν του τοπικισμού, και δια τούτο απαιτείται ιδιαιτέρα προσοχή εις τον χειρισμόν του.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία διαθέτει ως ασφαλή οδηγόν αυτής εν προκειμένω τον 34ον ιερόν κανόνα των αγίων Αποστόλων, τον κυρωθέντα υπό της αγίας Πενθέκτης οικουμενικής Συνόδου, όστις και διασφαλίζει πλήρως την ισορροπίαν μεταξύ της πληρότητος και της καθολικότητος εκάστης τοπικής Εκκλησίας και της ενότητος και κοινωνίας αυτής μετά των λοιπών Εκκλησιών.
Εμπνεόμενος υπό της ευχαριστιακής εμπειρίας της Εκκλησίας, κατά την οποίαν ο Κύριος μελίζεται, αλλά δεν διαιρείται, ο κανών ούτος προστατεύει την Εκκλησίαν τόσον από τον τοπικισμόν του Προτεσταντισμού, όσον και από τον συγκεντρωτισμόν του Ρωμαιοκαθολικισμού. Έστω, όθεν, ούτος οδηγός και εις τας εργασίας ημών.
Ειδικώς ως προς το προς εξέτασιν κατά την παρούσαν συνάντησιν ημών θέμα, του περιεχομένου δηλονότι και του τρόπου υπογραφής του Τόμου της ανακηρύξεως Εκκλησίας τινός ως αυτοκεφάλου, η παράδοσις της Εκκλησίας ημών δύναται να αποτελέση και πάλιν οδηγόν εις τας αποφάσεις ημών, δοθέντος ότι και κατά το παρελθόν η Εκκλησία ημών ευρέθη προ παρομοίων καταστάσεων.
Εάν ανατρέξωμεν εις τα διασωθέντα κείμενα συντάξεως και υπογραφής των σχετικών Τόμων, θα δυνηθώμεν να καταλήξωμεν εις συμφωνίαν, η οποία και τας συγχρόνους ανάγκας της Εκκλησίας θα ικανοποιήση, και πιστούς θα καταστήση ημάς εις την εκκλησιαστικήν ημών παράδοσιν.
Αναφορικώς προς το θέμα των Διπτύχων, η παρούσα διαφοροποίησις των Ορθοδόξων Εκκλησιών ως προς την τάξιν της μνημονεύσεως αυτών αποτελεί δυσάρεστον κατάστασιν, τόσον διότι εμφανίζει ημάς διηρημένους κατά την ιερωτέραν στιγμήν της εκκλησιαστικής ημών ζωής, ήτοι εν τη Θεία Ευχαριστία, όσον και διότι δημιουργεί εν τη πράξει δυσχερείας θιγούσας την φιλοτιμίαν ωρισμένων Εκκλησιών.
Είναι δε δια τούτο ανάγκη να χωρήσωμεν εις την επίλυσιν και του θέματος αυτού, καθ’ ο, άλλωστε, έχομεν χρέος εκ της ανατεθείσης ημίν εντολής, λαμβάνοντες υπ’ όψιν τα κριτήρια, τα οποία ίσχυσαν και επ’ αυτού κατά την μακραίωνα παράδοσιν της Εκκλησίας.
Σεβάσμιοι και αγαπητοί αδελφοί,
Η παρούσα συνάντησις της Επιτροπής ημών είναι κρίσιμος. Από ημάς  εδώ εξαρτάται, εάν θα χωρήση η Εκκλησία ημών προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον αυτής η θα διακηρύξη την αδυναμίαν αυτής να πράξη τούτο, απογοητεύουσα το πλήρωμα αυτής και καθισταμένη περίγελως έναντι των εκτός.
Το γεγονός ότι αι αποφάσεις ημών λαμβάνονται, κατά τον ισχύοντα Κανονισμόν,  εν ομοφωνία καθιστά εκάστην εκ των αντιπροσωπειών ημών υπεύθυνον δια την πορείαν, την οποίαν θα λάβουν τα πράγματα εις το μέλλον ως προς την σύγκλησιν της Συνόδου.
Διο και απευθύνομεν ταπεινώς έκκλησιν προς τα μέλη της Επιτροπής να μην εμμείνουν εις τυχόν αρνητικάς τοποθετήσεις των εις περιπτώσεις, κατά τας οποίας διαμορφούται ομοφωνία εν τη πλειονότητι των αντιπροσωπειών.
Τυπικώς μεν, ως εκ του ισχύοντος Κανονισμού, θα είχον ασφαλώς το δικαίωμα  τούτο. Ηθικώς όμως θα ήθελον αναλάβει πελωρίαν ευθύνην έναντι της ιστορίας  δ’ οιανδήποτε ατυχή κατάληξιν των εργασιών μας. Τας σκέψεις αυτάς υποβάλλοντες, ταπεινώς εις την αγάπην Σας εναποθέτομεν τας εργασίας της  Επιτροπής ημών εις την πνοήν του Παρακλήτου, επικαλούμενοι την χάριν Αυτού, ίνα «εν αγάπη ερριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι» (Εφ. 3, 17) «εν ενί στόματι και μία καρδία» διακηρύξωμεν τοις πάσι, τοις εγγύς και τοις μακράν, την σύμπνοιαν ημών εν πάσιν εις δόξαν του ονόματος του εν Τριάδι Θεού ημών.
«Τω δε δυναμένω υπέρ πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα η νοούμεν κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν, αυτώ η δόξα εν τη Εκκλησία  εν Χριστώ Ιησού εις πάσας τας γενεάς του αιώνος των αιώνων• αμήν» (Εφ. 3,20-21)».

Εισήγηση του Μητρ.Ελβετίας Ιερεμίου – Γραμματέως Προέδρου της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής (25 Φεβρ. 2011)

Σεβασμιώτατε άγιε Πρόεδρε,

Αγαπητοί εκπρόσωποι των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών
Επιτραπήτω μοι να Σας καλωσορίσω ως προϊστάμενος του Ορθοδόξου Κέντρου του Σαμπεζύ εξ ονόματος της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου κυρίου κυρίου Βαρθολομαίου του Α  καί να εκφράσω την χαράν δια την σύγκλησιν της παρούσης συνελεύσεως της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής, ως Γραμματεύς επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Βεβαίως, η σύγκλησις αυτής υπό της Α. Θ. Παναγιότητος του Οικουμενικού Πατριάρχου εκφράζει και την κοινήν επιθυμίαν  των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών δια την ταχυτέραν δυνατήν ολοκλήρωσιν της προετοιμασίας των θεμάτων της ημερησίας Διατάξεως της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Η αποστολή λοιπόν της  παρούσης συνελεύσεως είναι σημαντική δια την οφειλετικήν ανταπόκρισιν εις την κοινήν αυτήν επιθυμίαν, η οποία εκφράζει προφανώς και την προσδοκίαν του όλου εκκλησιαστικού σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Το θέμα της ημερησίας διατάξεως δια τα Ορθόδοξα Δίπτυχα επελέγη υπό της Α   Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1976) εκ του ευρυτέρου καταλόγου θεμάτων ως σημαντικόν δια την ανάδειξιν της ενότητος της Ορθοδόξου εκκλησίας όχι μόνον εις την παραδεδομένην πίστιν, αλλά και εις την κανονικήν τάξιν. Ούτως ελειτούργησε πάντοτε ο θεσμός των εκκλησαστικών Διπτύχων από  των πρώτων ήδη αιώνων, διο και η αναγραφή ει τα Δίπτυχα του ονόματος των προκαθημένων των επισημοτάτων η πατριαρχικών θρόνων εδήλου την πλήρην εκκλησιαστικήν κοινωνίαν, ενώ η μη αναγραφή η η διαγραφή του ονόματος Πατριάρχου από τα ιερά Δίπτυχα εδήλου, ως γνωστόν, την διακοπήν της μετ’αυτού εκκλησιαστικής κοινωνίας. Υπό την έννοιαν αυτήν, ηξιολογήθη πάντοτε  εξ απόψεως κανονικής τάξεως η οποιαδήποτε διαφωνία όχι μόνον ως προς την αναγραφήν η μη του ονόματος Προκαθημένου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας, αλλά και ως προς την τήρησιν της καθιερωμένης τάξεως των Εκκλησιών εις την μνημόνευσιν των Προκαθημένων των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Υπό το πνεύμα αυτό, η Γραμματεία επί της προπαρασκευής της Αγίας και  Μεγάλης Συνόδου εμελέτησε πάσας τας επί του θέματος των Διπτύχων υποβληθείσας Συμβολάς υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του Πατριαρχείου Ρωσσίας, του Πατριαρχείου Ρουμανίας και των αυτοκεφάλων Εκκλησιών Κύπρου, Ελλάδος και Πολωνίας δια να συναγάγη τας επί του θέματος συγκλίνουσας η αποκλίνουσας θέσεις αυτών προς περαιτέρω αξιολόγησιν. Αι  θέσεις αυταί απετυπώθησαν σαφώς εις την σχετικήν εισήγησιν του Γραμματέως επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας και σήμερον Αδριανουπόλεως κ. Δαμασκηνού προς την μη  πραγματοποιηθείσαν τελικώς συνέλευσιν της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής (Μάρτιος 1999), διο και συμπεριελήφθη εις τον φάκελον της Γραμματείας προς πληρεστέραν ενημέρωσιν των εκλεκτών εκπροσώπων των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την παρούσαν συνέλευσιν της Διορθοδόξου Επιτροπής.
Η μελέτη των Συμβολών των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών αναδεικνύει την  ιδιάζουσα σπουδαιότητα αφ’ ενός μεν του κανονικού θεσμού των ιερών Διπτύχων δια την συνεχήν βεβαίωσιν της ενότητος της Εκκλησίας εις την κοινωνίαν της πίστεως και εις τον σύνδεσμον της αγάπης, αφ’ ετέρου δε του σεβασμού των καθιερωμένων εκκλησιαστικών κριτηρίων δια τον καθορισμόν της τάξεως των πρεσβυγενών Πατριαρχείων, των νεωτέρων Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών εις τα Δίπτυχα. Ούτως, η δι’ αποφάσεων Οικουμενικών  συνόδων καθιερωμένη τάξις των πρεσβυγενών πατριαρχικών θρόνων (καν. 6 της Α , 3 της Β , 9, 17 και 28 της Δ καί 36 της Πενθέκτης Οικουμενικής συνόδου) εις ουδεμίαν υπόκειται συζήτησιν η αμφισβήτησιν, ως συνάγεται και εκ της μακραίωνος εκκλησιαστικής πράξεως. Η αναγραφή όμως εις τα Δίπτυχα και η  ταξις εις αυτά των νεωτέρων Πατριαρχείων και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών καθωρίσθη κατά την καθιερωμένην εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν κανονικήν παράδοσιν αφ’ ενός μεν δια της διακρίσεως του εκκλησιαστικού καθεστώτος αυτών, αφ’ ετέρου δε δια της αυστηράς τηρήσεως του κανονικού κριτηρίου της αρχαιότητος αυτών εις εκάτερον των δύο εκκλησιαστικών καθεστώτων, ήτοι της Πατριαρχικής τιμής η της Αυτοκεφαλίας.
Είναι λοιπόν προφανές ότι αι αποκλίνουσαι προτάσεις των Συμβολών των  αγιωτάτων Ορθοδόξων εκκλησιών αναφέρονται εις την τάξιν μόνον των προαχθεισών, τη οφειλετική μερίμνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δια Πανορθοδόξου συνεναίσεως, εις την πατριαρχικήν τιμήν και εις την Αυτοκεφαλίαν αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών, λόγω κυρίως της προκυψάσης γνωστής διαφοράς ως προς την θέσιν του Πατριαρχείου Γεωργίας και της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Πολωνίας εις τα Δίπτυχα ωρισμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών. Εις τα πλαίσια αυτά, αλλ’ υπό διαφορετικήν προοπτικήν, εντάσσεται  και η συμπαθής πρότασις της αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου, το Αυτοκέφαλον της οποίας έχει κατοχυρωθή δι’ αποφάσεων δύο Οικουμενικών συνόδων (καν. 8 της Γ  καί 39 της Πενθέκτης), δια την αναγνώρισιν της υπεροχής της αρχαιότητος και της οικουμενικότητος της ανακηρύξεως του αυτοκεφάλου των εκκλησιών έναντι της μεταγενεστέρας διακρίσεως αυτών εις Πατριαρχεία η Αυτοκεφάλους Εκκλησίας. Συνεπώς, προτείνεται η αποσύνδεσις της τάξεως των  Εκκλησιών εν τοις ιεροίς Διπτύχοις εκ του εκκλησαστικού καθεστώτος αυτών (Πατριαρχεία- Αυτοκέφαλαι Εκκλησίαι) δια να γίνη σεβαστή η αναντίρρητος αρχαιότης της οικουμενικής ανακηρύξεως αυτής, αλλά το ζήτημα πλέον τίθεται επί άλλης βάσεως εν σχέσει προς την καθιερωμένην εν τοις ιεροίς Διπτύχοις διάκρισιν των εκκλησιαστικών καθεστώτων. Ούτω, κατά την συζήτησιν του  θέματος του Αυτοκεφάλου εις την Διορθόδοξον Προπαρασκεαστικήν Επιτροπήν (1993) ωρισμέναι Εκκλησίαι αντιεπρότεινον την απόδοσιν της πατριαρχικής τιμής εις την αγιωτάτην Εκκλησίαν της Κύπρου αντί της σχετικοποιήσεως της καθιερωμένης διακρίσεως των εκκλησιαστικών καθεστώτων.
Βεβαίως, αι αποκλίνουσαι αυταί προσεγγίσεις επί μέρους πτυχών του θέματος  ευρίσκονται εντός των πλαισίων της ορθοδόξου κανονικής παραδόσεως όχι μόνον δια την διάκρισιν των εκκλησιαστικών καθεστώτων, αλλά και δια τον σεβασμόν του κανονικού κριτηρίου της αρχαιότητος εις την Πατριαρχικήν τιμήν, η εις την Αυτοκεφαλίαν, αφού αι συγκεκριμέναι διαφοραί εις την τάξιν των ιερών Διπτύχων, απορρέουν εκ της διαφορετικής ερμηνείας της αρχαιότητος εις εκάστην των περιπτώσεων. Υπό την έννοιαν αυτήν και αυταί εισέτι αι πρόσφαται  διαφοροποιήσεις η διαφωνίαι επιβεβαιούν τον κοινόν σεβασμόν εις τα καθιερωμένα βασικά κανονικά κριτήρια της μακραίωνος ορθοδόξου παραδόσεως, ήτοι όχι μόνον της αρχαιότητος εις την Πατριαρχικήν τιμήν η την Αυτοκεφαλίαν αντιστοίχως, αλλά και τη μερίμνη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εκφράσεως της Πανορθοδόξου συνεναίσεως δια την αναγραφήν η την τάξιν των Εκκλησιών εις τα Δίπτυχα.
Σεβασμιώτατε άγιε Πρόεδρε και αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
Η παρούσα Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή δύναται να εκφράση  την ομόφωνον γνώμην αυτής δια τας βασικάς κανονικάς αρχάς τόσον της πανορθοδόξου συναινέσεως όσον και της αρχαιότητος εις την Πατριαρχικήν τιμήν η εις την Αυτοκεφαλίαν δια την αντίστοιχον αναγραφήν των Εκκλησιών εις τα ιερά Δίπτυχα, επί τη βάσει δε αυτών θα έδει να αξιολογηθούν και αι ήδη υφιστάμεναι επί μέρους πρόσφαται διαφοραί. Ο φάκελος της Γραμματείας  περιέχει τα αναγκαία στοιχεία δια την εποικοδομητικήν συζήτησιν του θέματος, τα  οποία δύνανται να αξιοποιηθούν δια την διαμόρφωσιν μιας ομοφώνου προτάσεως προς την επομένην Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν και την επίσπευσιν της διαδικασίας δια την σύγκλησιν της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, συμφώνως προς την εκπεφρασμένην ομόφωνον βούλησιν των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών και την εύλογον προσδοκίαν του ευλαβούς ορθοδόξου πληρώματος. Ευχόμεθα λοιπόν ευόδωσιν  των εργασιών της Επιτροπής προς δόξαν του εν Τριάδι Θεού και της αγίας Εκκλησίας Του.
Καλή επιτυχία!

Λήξη εργασιών της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής για τη Σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου (Φεβρ. 2011)

Ολοκληρώθηκαν στο Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Γενεύη της Ελβετίας οι εργασίες της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής για τη Σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας.  Η Επιτροπή συνεδρίαζε από τις 22 μέχρι και 26 Φεβρουαρίου 2011 υπό την προεδρία του εκπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ιωάννου και στην παρουσία των εκπροσώπων των κατά τόπου Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Μετά το πέρας των εργασιών της η Επιτροπή προέβη στο ακόλουθο ανακοινωθέν.

Ανακοινωθέν της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου

Συνήλθεν εις το εν Σαμπεζύ Γενεύης Ορθόδοξον Κέντρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από 22ας έως 26ης Φεβρουαρίου 2011, η Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Των εργασιών της Επιτροπής προήδρευσεν ο Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ιωάννης, εκπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Γραμματεύς δ᾽ αυτής ήτο ο Σεβ. Μητροπολίτης Ελβετίας κ. Ιερεμίας, Γραμματεύς επί της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Η Διορθόδοξος Επιτροπή είχεν ως έργον την ολοκλήρωσιν της μελέτης του θέματος του Αυτοκεφάλου και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού ως και την εξέτασιν του θέματος των Ορθοδόξων Διπτύχων.
1. Η Επιτροπή, μετά την εναρκτήριον ομιλίαν του Σεβ. Προέδρου και την εναρκτήριον εισήγησιν του Γραμματέως αυτής συνέχισε την εξέτασιν του θέματος της υπογραφής του Τόμου Αυτοκεφαλίας το οποίον είχε παραμείνει εκκρεμές από την προηγουμένην συνάντησιν αυτής. Γενομένης μακράς συζητήσεως επί του θέματος τούτου δεν επετεύχθη ομόφωνος επ᾽ αυτού απόφασις.
Δοθέντος ότι κατά τον ισχύοντα Κανονισμόν αι αποφάσεις της Επιτροπής δέον να λαμβάνωνται εν ομοφωνία, δεν επετεύχθη συμφωνία επί του θέματος του Αυτοκεφάλου και του τρόπου ανακηρύξεως αυτού το οποίον τελεί εισέτι εν εκκρεμότητι.
2. Η Επιτροπή συνεζήτησε και το θέμα των Ορθοδόξων Διπτύχων και εξήτασε τας διαφόρους κανονικάς και εκκλησιολογικάς πτυχάς αυτού, περιέγραψε την σύγχρονον πράξιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις το ζήτημα αυτό και ομοφώνως διετύπωσε την άποψιν ότι τυγχάνει επιβεβλημένον να καταρτισθούν εις το μέλλον ενιαία Δίπτυχα εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, ως απτή έκφρασις της ενότητος αυτής.
Η Επιτροπή περιέγραψε και τα κριτήρια δια την αναγραφήν και κατάταξιν Εκκλησίας τινός εν τοις Ιεροίς Διπτύχοις ως αυτά εφαρμόζονται μέχρι σήμερον.
Η Επιτροπή εξήτασε το αίτημα των Εκκλησιών  Πολωνίας και Αλβανίας περί ενιαίας κατατάξεως αυτών εις τα Ιερά Δίπτυχα απασών των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, προηγουμένης της Εκκλησίας Πολωνίας, και προέτεινε την ανάλογον προσαρμογήν των Διπτύχων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Η Επιτροπή εξήτασε τα αιτήματα:
α) της αγιωτάτης Εκκλησίας της Γεωργίας περί ανυψώσεως αυτής εις τα Ιερά Δίπτυχα πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις την έκτην θέσιν,
β) της αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου περί ανυψώσεως αυτής εις ανωτέραν θέσιν εν τοις Ιεροίς Διπτύχοις,
γ) καθώς και την παρατηρουμένην διαφοροποιήσιν εν τοις Ιεροίς Διπτύχοις Εκκλησιών τινων την αφορώσαν εις την συμπερίληψιν Εκκλησιών μη πανορθοδόξως ανεγνωρισμένων ως Αυτοκεφάλων.
Η Επιτροπή διεπίστωσε την αδυναμίαν εξευρέσεως ομοφώνως αποδεκτής προτάσεως ως προς τα θέματα ταύτα.

† Ο Περγάμου Ιωάννης, Πρόεδρος

sampezi1.jpg

Back To Top