skip to Main Content

ΝΕΟΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου  σε συνεδρία της στις 9 Σεπτεμβρίου 2010 ενέκρινε ομόφωνα το νέο Καταστατικό Χάρτη.  Παράλληλα όρισε τη Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου, ως ημέρα πανηγυρικής συνεδρίας για την υπογραφή του νέου Καταστατικού Χάρτη από τα μέλη της Ιεράς Συνόδου.  Ο νέος Καταστατικός Χάρτης είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης και πολύμοχθης εργασίας της ειδικής επιτροπής που συνέστησε η Ιερά Σύνοδος για το σκοπό αυτό.  Την επιτροπή για τη σύνταξη του νέου Καταστατικού αποτελούσαν οι Πανιερώτατοι Μητροπολίτες Μόρφου κ. Νεόφυτος και Κωνσταντίας – Αμμοχώστου κ. Βασίλειος, ο τέως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ. Αλέκος Μαρκίδης και οι Καθηγητές Πανεπιστημίου κ.κ. Κωνσταντίνος Πιτσάκης, Γεώργιος Πουλής, Θεόδωρος Γιάγκου και Αιδεσμολογιώτατος Πρωτοπρεσβύτερος Χρυσόστομος Νάσσης.

Στην πανηγυρική Συνεδρία της Ιεράς Συνόδου, κατόπιν προσκλήσεως του Μακαριωτάτου, παρέστησαν η Α.Ε. ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Δημήτρης Χριστόφιας, η Α.Ε. ο Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων κ. Μάριος Καρογιάν, η Α.Ε. ο Πρέσβης της Ελλάδος κ. Βασίλης Παπαϊωάννου, οι Αρχηγοί των Κομμάτων, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Εισαγωγική Ομιλία της Α.Μ. του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου κατά την Πανηγυρική Συνεδρία της Ιεράς Συνόδου επι τη ψηφίσει του νέου Καταστατικού Χάρτη της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου.

 

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010 

        Η ολοκλήρωση ενός μεγαλεπήβολου έργου είναι φυσικό να προκαλεί ικανοποίηση σ’ εκείνον που είχε την πρωτοβουλία γι’ αυτό. Πολύ περισσότερο αν το έργο αυτό ήταν επιθυμία μιας ολόκληρης ζωής και πιεστική αναγκαιότητα των καιρών, είναι δικαιολογημένο να προκαλεί αισθήματα μέγιστης ευφροσύνης και μια μυστική αγαλλίαση. Και όταν με το έργο αυτό δεν ρυθμίζεται απλώς η καθημερινότητα, αλλά θεραπεύονται πληγές αιώνων και αποκαθίσταται τάξις αρχαιοπαράδοτη, η ικανοποίηση παύει να είναι προσωπική. Γίνεται καθολική, διαχέεται σ’ όλη την κοινωνία.

 

          Έτσι νιώθω κι εγώ κατά την, όντως, ιστορική για την Εκκλησία της Κύπρου σημερινή ημέρα. Εγκρίνεται, σήμερα, και τίθεται σε εφαρμογή ο Νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας μας και κατοχυρώνεται καταστατικά η επαναφορά της Εκκλησίας μας στην προτέρα της αίγλη, με την απόκτηση πλήρους Ιεράς Συνόδου. Μια εκκρεμότητα οκτώ αιώνων τελειώνει σήμερα. Κι είμαι σίγουρος ότι πολλοί των προκατόχων μας «επεθύμησαν ιδείν την ημέραν ταύτην και ουκ είδον».

          Ό,τι η κακεντρέχεια και η εχθρότης των Λατίνων επέβαλαν τότε και όσα οι συστροφές και οι ιδιοτροπίες της Ιστορίας και οι περιπέτειες του τόπου και του λαού συντήρησαν έκτοτε, «πέρας είληφαν» σήμερα. «Δόξα τω Θεώ τω ούτως ευδοκήσαντι».

          Δεν αμφιβάλλω ότι συναγάλλονται σήμερον οι χοροί των προκατόχων μας, οι οποίοι την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, άλλοι «στεναγμοίς αλαλήτοις» και άλλοι «εν διωγμώ και μαρτυρίω» συντήρησαν την Ορθόδοξη πίστη στον ελληνικό πληθυσμό της νήσου και διατήρησαν εν ζωή, έστω και «κατάστικτον τοις μώλωψι», την Αυτοκέφαλη Εκκλησία μας. Αποτίουμε σήμερα φόρο τιμής σ’ αυτούς και υποκλινόμαστε στους αγώνες και τις θυσίες τους. Τιμούμε και τις θυσίες ολόκληρου του λαού μας σ’ όλους αυτούς τους ασέληνους αιώνες της δουλείας. Στους αγώνες και τις θυσίες τους οφείλουμε τόσο το εθνικώς όσο και το χριστιανικώς ζειν.

          Πέραν από την πιο πάνω θεμελιώδη ρύθμιση, ο νέος Καταστατικός Χάρτης θα ρυθμίζει την, κατά το δυνατόν, απρόσκοπτη πορεία της Κυπριακής Εκκλησίας στον κόσμο τούτο. Θα ρυθμίζει τις σχέσεις συναλληλίας προς το κράτος, τις σχέσεις διακονίας προς το ποίμνιό της και τις αδελφικές ισότιμες σχέσεις προς τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες.

          Η Εκκλησία, ασφαλώς, κυβερνάται από την Αγία Γραφή, τα επ’ αυτής ερειδόμενα δόγματα καθώς και τους Ιερούς Κανόνες των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Εκάστη τοπική Εκκλησία, όμως, ζώσα και πολιτευομένη εις τον κόσμο τούτον και εξαρτωμένη από τοπικές και χρονικές ιδιαιτερότητες, που είναι μεταβλητές, έχει ανάγκη και Καταστατικού Χάρτη ο οποίος να ρυθμίζει τα της λειτουργίας της.

 

          Μετά τη μεγάλη κρίση του 1900 – 1910, λόγω του αρχιεπισκοπικού ζητήματος, καταρτίστηκε και εφαρμόστηκε, επί αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄ ο Καταστατικός Χάρτης του 1914, ο οποίος παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1979. Το 1929 επί Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ΄ έγινε προσπάθεια τροποποίησης του Καταστατικού Χάρτη του 1914, η ακολουθήσασα, όμως, εξορία των Μητροπολιτών Κιτίου και Κυρηνείας δεν επέτρεψαν την υλοποίησή της. Ο Καταστατικός Χάρτης του 1914 αντεκαταστάθη δι’ άλλου, το 1980, ο οποίος εθεράπευε κάποιες αδυναμίες του προηγούμενου, που  είχαν παρατηρηθεί στην πράξη, αλλά και ελάμβανε υπόψη τα νέα δεδομένα, όπως ήταν η απαλλαγή της νήσου από τον αποικιακό ζυγό και η εξέλιξη της κοινωνίας (εδόθη π.χ. το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις γυναίκες, για ορισμένες εκκλησιαστικές θέσεις).

          Οι αδυναμίες του Καταστατικού Χάρτη του 1980, όπως παρουσιάστηκαν κατά την εικοσιπεντάχρονη, περίπου, χρήση του, με κορύφωση τα τελευταία γεγονότα της ασθένειας του τέως Αρχιεπισκόπου και τις αρχιεπισκοπικές εκλογές, κυρίως όμως η διαχρονική πεποίθησή μου για την αναγκαιότητα της δημιουργίας πλήρους Συνόδου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας για την Εκκλησία μας και η ακράδαντη πεποίθησή μου ότι ο ιερός κλήρος, ανεξάρτητα από το σε ποια εκκλησιαστική επαρχία υπηρετεί, θα ’πρεπε να αμείβεται αξιοπρεπώς, από ένα ενιαίο φορέα μισθοδοσίας, καθώς και η επιθυμία μου για άμεση αντιμετώπιση και θεραπεία μερικών συνεπειών της Τουρκικής εισβολής, με ώθησαν στην ανάληψη της προσπάθειας σύνταξης νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας μας, αμέσως μετά την, Θεού συγκαταβάσει, ανάρρησή μου στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο.

          Ευχαριστώ θερμώς όλους τους αγίους αδελφούς, μέλη της Ιεράς Συνόδου, για το θετικό και εποικοδομητικό πνεύμα που επέδειξαν κατά τη διάρκεια της μελέτης των διαφόρων άρθρων του Καταστατικού. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τους Πανιερωτάτους Μητροπολίτες Μόρφου και Κωνσταντίας καθώς και τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής σύνταξης, τους κ.κ. Αλέκο Μαρκίδη, Κωνσταντίνο Πιτσάκη, Γεώργιο Πουλή, Θεόδωρο Γιάγκου και τον πρωτοπρεσβύτερο Χρυσόστομο Νάσση, για τον μόχθο που κατέβαλαν.

          Είναι αλήθεια αναντίρρητη ότι δεν υπάρχει ανθρώπινο κατασκεύασμα που να είναι τέλειο. Και δεν τρέφω ψευδαισθήσεις ότι ο νέος Καταστατικός Χάρτης, που πανηγυρικά ψηφίζουμε σήμερα, είναι τέλειος. Εκείνο που μπορώ να διαβεβαιώσω είναι ότι καταβάλαμε κάθε προσπάθεια και μεριμνήσαμε όπως όπου υπάρχουν περισσότερα του ενός ενδεχόμενα και περισσότερες της μιας λύσεις, να επιλέγουμε το συμφερότερο για την Εκκλησία και το λαό μας, έχοντας υπόψη και τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της επιλογής μας. Στόχος πάντα ήταν όπως το κατασκεύασμά μας διαρκέσει μέσα στο χρόνο.

          Ξέρουμε ότι θα διαπιστωθούν ατέλειες και ότι η πορεία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο τούτο θα καταστήσει αναγκαίες κάποιες τροποποιήσεις. Γι’ αυτό και θεσπίσαμε την με ορισμένη, αυξημένη πλειοψηφία, δυνατότητα αλλαγής και τροποποίησης άρθρων του Καταστατικού. Εμείς προσπαθήσαμε κατά τα ανθρώπινα. «Το έργον», όμως, «εκάστου οποίόν εστι, το πυρ δοκιμάσει», κατά τον Απόστολο Παύλο. Ο χρόνος και οι ποικίλες περιστάσεις θα δείξουν την αντοχή και επιβίωση του νέου Καταστατικού μας Χάρτου.

          Οι κυριότερες καινοτομίες του νέου Καταστατικού Χάρτη έναντι των παλαιοτέρων είναι:

1. Η δημιουργία 13 επισκοπών. Εκτός της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και των Μητροπόλεων Πάφου, Κιτίου, Κυρηνείας, Λεμεσού και Μόρφου τις οποίες διελάμβανε ο Καταστατικός Χάρτης του 1980 και της Επισκοπής Αρσινόης για την οποία αποφάσισε, ύστερα από δική μου εισήγηση, η Ιερά Σύνοδος το 1996, δημιουργούνται οι Μητροπόλεις Κωνσταντίας – Αμμοχώστου, Κύκκου και Τηλλυρίας, Ταμασού και Ορεινής, και Τριμυθούντος καθώς και οι Επισκοπές Καρπασίας και Αμαθούντος.

          Με την εισαγόμενη ρύθμιση η Εκκλησία της Κύπρου αποκτά πλήρη Σύνοδο Αυτοκεφάλου Εκκλησίας και απαλλάσσεται από την ανάγκη προσφυγής σε πλησιόχωρες Εκκλησίες για λύση εσωτερικών προβλημάτων της. Η ύπαρξη 13 Επισκοπών των οποίων η πλήρωση προνοείται να γίνεται εντός τακτού συντόμου χρονικού διαστήματος από της κενώσεώς των, καθώς και η πρόνοια για ύπαρξη δύο επισκόπων, βοηθών του Αρχιεπισκόπου, εγγυάται την ύπαρξη, πλέον, πλήρους Ιεράς Συνόδου (τουλάχιστον 14μελούς) για την Εκκλησία της Κύπρου.

          2. Δημιουργία του θεσμού  των επαρχιούχων Επισκόπων. Εκτός της Αρχιεπισκοπής και των Μητροπόλεων, με το νέο Καταστατικό θεσμοθετείται η ύπαρξη τριών Επισκοπών οι οποίες θα ποιμαίνονται από Επισκόπους, στους οποίους ο Αρχιεπίσκοπος και οι Μητροπολίτες θα εκχωρούν διοικητικά – ποιμαντικά καθήκοντα. Έτσι, εκτός της Επισκοπής Αρσινόης, της οποίας η Ιερά Σύνοδος είχε εγκρίνει τη σύσταση το 1996, στα όρια της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου, ιδρύεται η Επισκοπή Καρπασίας στα όρια της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και η Επισκοπή Αμαθούντος στα όρια της Ιεράς Μητροπόλεως Λεμεσού. Η ύπαρξη Επισκόπων με διοικητικές – ποιμαντικές ευθύνες, υπό τους Μητροπολίτες, ήταν αρχαίος θεσμός της Εκκλησίας ο οποίος αναβιώνει τώρα στην Εκκλησία της Κύπρου.

          3. Αλλαγή στον τρόπο εκλογής του Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών. Το θέμα τούτο απασχόλησε ιδιαίτερα την Ιερά Σύνοδο, δεδομένης της ιδιαιτερότητας του τρόπου εκλογής που ακολουθείτο μέχρι σήμερα στην Εκκλησία της Κύπρου, αλλά και των δυσάρεστων καταστάσεων που εξελίχθηκαν κατά τη διάρκεια της μακράς προεκλογικής περιόδου της τελευταίας Αρχιεπισκοπικής εκλογής.

          Προς ενημέρωση των πιστών οι οποίοι πιθανόν να αποδίδουν διάφορες σκοπιμότητες στον εισαγόμενο νέο τρόπο εκλογής παραθέτουμε εν συντομία τα επικρατούντα εις την Ορθόδοξον Εκκλησία ως προς το θέμα αυτό:

          Στην προ των Οικουμενικών Συνόδων περίοδο το δικαίωμα της εκλογής του Επισκόπου είχαν, αυστηρώς ομιλούντες, οι Επίσκοποι. Ο λαός εμαρτυρούσε μόνο για τα προσόντα του αξίου για το αξίωμα, ή αποδεχόταν τον υπό των Επισκόπων εκλεγόμενον. Οι «Διαταγές των Αποστόλων» αναφέρουν: «Ονομασθέντος (του Επισκόπου) και αρέσαντος, συνελθών ο λαός άμα τω πρεσβυτερίω και τοις παρούσιν επισκόποις, εν ημέρα Κυριακή συνευδοκείτω. Ο δε πρόκριτος των λοιπών ερωτάτω πρεσβυτέριον και λαόν ει αυτός εστιν ον αιτούνται εις άρχοντα και επινευσάντων, προσεπερωτάτω ει μαρτυρείται υπό πάντων άξιος είναι της μεγάλης ταύτης και λαμπράς ηγεμονίας (Βιβλ. Η΄, Κεφ. ΙΔ΄).

          Και ο Κυπριανός Καρχηδόνος παραγγέλει: «Προς νόμιμον χειροτονίαν επισκόπου λαού τινός ωρισμένον, συνελθείν επί το αυτό τους πλησιοχώρους επισκόπους της αυτής επαρχίας όπως εκλέξωσι τον Επίσκοπον, παρόντος του λαού, του γινώσκοντος τελείως τον βίο εκάστου και μαρτυρούντος περί πασών των πράξεων αυτού» (Επιστ. 68).

          Κατά τας «Διαταγάς των Αποστόλων» η μαρτυρία του λαού έπρεπε να είναι «κατ’ αλήθειαν αλλ’ ου κατά πρόληψιν». Επειδή, όμως, πολλές φορές ο λαός ξεπερνούσε τα όρια, ακολούθησαν οι Κανόνες  Δ΄ της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και ΙΒ΄ και ΙΓ΄ της Λαοδικίας, που καθιέρωσαν ότι η εκλογή και αποκατάσταση του Επισκόπου είναι δικαίωμα των συνεπισκόπων, χωρίς τη συμμετοχή του λαού. Από τότε επικράτησε, ως κανόνας, στην Ορθόδοξη Εκκλησία, οι Επίσκοποι να εκλέγονται υπό των Επισκόπων. Τούτο επιβεβαίωσε και ο Γ΄ Κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

          Εκτός του πιο πάνω τρόπου εκλογής και αποκατάστασης Επισκόπου, που αποτελεί τον γενικό κανόνα, υπήρξαν και άλλοι δύο τρόποι, ως εξαίρεση του γενικού κανόνα, που έγιναν κατά καιρούς δεκτοί από την Ορθόδοξη Εκκλησία: α) Ο υπό του Ιουστινιανού, διά της 123ης νεαράς θεσπισθείς κατά τον οποίο η Σύνοδος των Επισκοπων έπρεπε να εκλέξει ένα από τρεις υποψηφίους τους οποίους «οι κληρικοί και οι πρώτοι της πόλεως» εψήφιζαν, «προκειμένων των αγίων ευαγγελίων». β) Ο υπό του Νικηφόρου Φωκά εισαχθείς, κατά τον οποίο το δικαίωμα της πρότασης ή του διορισμού του Επισκόπου ανήκει στον Βασιλέα, ενώ η Σύνοδος εγκρίνει ή επικυρώνει.

          Οι τρεις πιο πάνω τρόποι επικράτησαν ανά τους αιώνες στην εκλογή Επισκόπων. Και στους τρεις είναι κυρίαρχος ο ρόλος της συνόδου, από την οποία πηγάζει και η εξουσία του Επισκόπου.

          Από τον 19ο αιώνα όμως, με την ανακήρυξη των νέων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, άρχισαν να παρατηρούνται παρεκκλίσεις από τον πιο πάνω τρόπο εκλογής. Στην Εκκλησία της Ρουμανίας π.χ., η εκλογή των Επισκόπων γίνεται από συνέλευση στην οποία εκτός των Επισκόπων λαμβάνουν μέρος Βουλευτές, Γερουσιαστές και τοπικοί άρχοντες. Αλλού η συμμετοχή λαϊκών περιορίζεται στην εκλογή Προκαθημένου της Εκκλησίας.

          Στην Κύπρο, τόσο ο Καταστατικός Χάρτης του 1914 όσο και ο του 1980, διελάμβαναν την ανάμειξη του λαού στην εκλογή ειδικών αντιπροσώπων στην αρχή και γενικών αργότερα, οι οποίοι μαζί με αριθμό οφφικιάλων και τα μέλη της Ιεράς Συνόδου εξέλεγαν τον Επίσκοπο (Αρχιεπίσκοπο ή Μητροπολίτες). Ο ρόλος της Ιεράς Συνόδου στην περίπτωση αυτή είναι υποβαθμισμένος και η εκτροπή από τα παραδεδομένα έκδηλη. Μπορούσε να εκλεγεί Μητροπολίτης ή Αρχιεπίσκοπος ο οποίος να μην είχε λάβει ούτε μιαν επισκοπική ψήφο. Η εκ των υστέρων άρνηση της Ιεράς Συνόδου να επικυρώσει μιαν εκλογήν δεν είναι εύκολη υπόθεση.

          Επιθυμούσα να υπερβεί την πιο πάνω δυσκολία που προέρχεται από αθέτηση Ιερών Κανόνων αλλά και έχουσα υπόψη τις έριδες που αναπτύσσονται ανάμεσα στο λαό και τις προσπάθειες που καταβάλλονται για επηρεασμό των εκλεγομένων αντιπροσώπων, η Ιερά Σύνοδος στον νέο Καταστατικό Χάρτη, εισάγει νέον τρόπο εκλογής των Επισκόπων: Ο λαός να ψηφίζει οποιοδήποτε κληρικό έχει τα απαιτούμενα προσόντα και η Ιερά Σύνοδος να επιλέγει ανάμεσα στους τρεις υποψηφίους που θα πάρουν τις περισσότερες ψήφους. Έτσι και ο λαός δεν θα παραγκωνίζεται αλλά και η εκλογή θα γίνεται σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες

          4. Παραχώρηση ενοριών, για προσωρινή διαποίμανση, στην Ιερά Μητρόπολη Κυρηνείας.  Παρόλο που το 1980, ότε εψηφίσθη ο τότε Καταστατικός Χάρτης, ολόκληρη η Μητροπολιτική Επαρχία Κυρηνείας βρισκόταν υπό την κατοχή των Τούρκων, εν τούτοις δεν επρονοήθη η παραχώρηση έστω και μιας κοινότητας, επί προσωρινής βάσεως, ούτως ώστε ο Μητροπολίτης Κυρηνείας να έχει ναό στον οποίο να ιερουργεί ως ποιμενάρχης. Στο νέο Καταστατικό Χάρτη κατοχυρώνεται, «άχρι καιρού» η παραχώρηση 4 ενοριών σε προάστια της Λευκωσίας προκειμένου ο Μητροπολίτης Κυρηνείας να έχει ποίμνιο. Ευχής έργο θα ήτο αν υλοποιείτο η πρόταση μου για εκχώρηση προς την Μητρόπολη Κυρηνείας κοινοτήτων που εφάπτονται της κατεχόμενης επαρχίας της, ώστε η διευθέτηση να ήταν οριστική, γιατί και με την απελευθέρωση  των κοινοτήτων της Μητροπόλεως Κυρηνείας θα έμεναν κι αυτές στη νέα Μητρόπολη ως αποτελούσαι γεωγραφική συνέχεια της περιοχής.

          5. Απονομή της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης. Με το νέο Καταστατικό Χάρτη ρυθμίζεται λεπτομερώς η εκδίκαση εκκλησιαστικών αδικημάτων εις τα οποία δυνατόν να υποπέσουν κληρικοί παντός βαθμού, καθώς και λαϊκοί. Στον Καταστατικό Χάρτη του 1980 δεν υπήρχε τέτοια λεπτομερής αναφορά, η δε απονομή της δικαιοσύνης αφηνόταν στον οικείο Επίσκοπο η στην Ιερά Σύνοδο η οποία και αυτοσχεδίαζε πολλάκις, λόγω της μη υπάρξεως πλαισίων στα οποία θα έπρεπε να εκινείτο. Με το νέο Καταστατικό Χάρτη δημιουργούνται πέραν των ως άνω, επισκοπικό και πενταμελές συνοδικό δικαστήριο με σαφή πλαίσια εργασίας. Νέα διάταξις είναι και η δυνατότητα  του κατηγορουμένου να έχει συνήγορο, πράγμα το οποίο απαγόρευε ο προηγούμενος Καταστατικός Χάρτης. Με το νέο Καταστατικό Χάρτη εισάγεται επίσης το «έκκλητον» προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δηλ «αρχιερεύς που καταδικάζεται σε καθαίρεση, ή έκπτωση, ή σε ποινή αργίας που συνεπάγεται έκπτωση, έχει το δικαίωμα προσφυγής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως ορίζουν οι Ιεροί Κανόνες».

          6. Γάμος – Εκκλησιαστική λύσις του γάμου. Στις περί γάμου διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη του 1980 γίνονται δύο διαφοροποιήσεις. Η κυριότερη είναι ότι οι οποιασδήποτε μορφής προϋπάρξαντες γάμοι (πολιτικοί ή θρησκευτικοί σε άλλο δόγμα) προσμετρούν στην αρίθμηση των τριών επιτρεπομένων γάμων. Μέχρι σήμερα οι πολιτικοί γάμοι δεν ελαμβάνονταν υπόψη. Αριθμούντο μόνον οι εκκλησιαστικοί. Ακόμα, η επιτρεπόμενη διαφορά ηλικίας μεταξύ των συνερχομένων εις γάμον επεκτείνεται στα 25 έτη.

          Ως προς την εκκλησιαστική λύση του γάμου δεν παρατηρείται ουσιαστική διαφορά από όσα προνοούσε ο Καταστατικός Χάρτης του 1980. Δυστυχώς παρά την ειλικρινή επιθυμία και τις προσπάθειές μας, δεν εισακουστήκαμε και δεν μπορέσαμε να πετύχουμε την εφαρμογή του νόμου, που το ίδιο το κράτος εθέσπισε, τροποποιώντας μάλιστα το Σύνταγμα, ώστε να μην ταλαιπωρούνται οι πιστοί και να υπάρχει ένα μόνο διαζύγιο. Από την άλλη δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε στην πολιτεία το δικαίωμα λύσης ενός μυστηρίου της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και διατηρείται, υπό τροποποιημένη φρασεολογία, η προηγούμενη διαδικασία εκκλησιαστικής λύσης του γάμου. Εισάγεται, επί πλέον, ως λόγος λύσης του γάμου και η τετραετής διάσταση, όπως προνοεί και ο νόμος της πολιτείας για το πολιτικό διαζύγιο.

          7. Ενιαίος φορέας μισθοδοσίας εφημεριακού κλήρου. Η πολυετής υπηρεσία μου στην Ιερά Μητρόπολη Πάφου και η καθημερινή επαφή μου με πολλούς, πτωχούς ως επί το πλείστον και πολύτεκνους ιερείς, με κατέστησε κοινωνόν των πολλών οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζαν. Επιθυμούσα ανέκαθεν την οικονομική αναβάθμιση του εφημεριακού κλήρου όχι μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους, αλλά και προσδοκώντας προσέλκυση στις τάξεις του μορφωμένων ανθρώπων. Γι’ αυτό αμέσως μετά την εκλογή μου, έχοντας υπόψη τις οικονομικές δυνατότητες της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, συνέστησα τον «ενιαίο φορέα μισθοδοσίας του εφημεριακού κλήρου», προικοδοτώντας τον με μεγάλο αριθμό μετοχών της Ελληνικής Τράπεζας. Σκοπός του Φορέα είναι η καταβολή ενός αξιοπρεπούς μισθού σε όλους τους ιερείς, ανεξάρτητα από την εκκλησιαστική επαρχία στην οποία υπηρετούν. Άμεσο αποτέλεσμα ήτο η σημαντική αύξηση του μισθού όλων των ιερέων. Ο ενιαίος αυτός φορέας στον οποίο συνεισφέρουν και οι Ιερές Μητροπόλεις, οι ναοί και οι σταυροπηγιακές Μονές, λαμβάνει σήμερα και καταστατική κάλυψη. Ήταν για μένα επιθυμία μιας ολόκληρης ζωής και συνιστά ολοκλήρωση της προσπάθειας του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου ο οποίος ξεκίνησε την οικονομική στήριξη των ιερέων της υπαίθρου με την παραχώρηση της αγροτικής κτημοσύνης της Αρχιεπισκοπής στην Κυβέρνηση, με αντάλλαγμα την παραχώρηση στους ιερείς του ½ του μισθού του πρωτοδιοριζομένου δασκάλου. 

          Αυτές είναι οι κυριότερες καινοτομίες που εισάγονται στη διοίκηση της Εκκλησίας της Κύπρου με τον νέο Καταστατικό Χάρτη της. Καταβάλαμε κάθε προσπάθεια ώστε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις των καιρών, διορθώνοντας τις αδυναμίες που παρουσιάστηκαν στην εφαρμογή του προηγούμενου καταστατικού, ώστε να διατηρηθεί ο στενότατος σύνδεσμος της διοικούσης Εκκλησίας και του λαού, που ανέκαθεν χαρακτήριζε την Εκκλησία μας. Είναι ανάγκη να διατηρηθεί αυτός ο σύνδεσμος ώστε να παραμείνει και η εκτίμηση της Εκκλησίας της Κύπρου ανάμεσα στις άλλες Εκκλησίες στα υψηλά επίπεδα που σήμερα βρίσκεται και να διαφυλαχθεί ο πρωταγωνιστικός ρόλος της στις διορθόδοξες σχέσεις.

          Έχω την πεποίθηση ότι θέσαμε γερά τα θεμέλια για την πρόοδο της Εκκλησίας μας. Δεν ξεχνούμε, βέβαια, ότι κύριος σκοπός της Εκκλησίας είναι να καθοδηγήσει εις την σωτηρίαν τους πιστούς. Μα προς αυτόν τον σκοπό κατατείνουν όλες οι διατάξεις του νέου Καταστατικού Χάρτη, τόσο η αύξηση των επισκόπων οι οποίοι θα βρίσκονται πιο κοντά στο ποίμνιο, όσο και η αξιοπρεπεστέρα διαβίωση των κληρικών και όσα γενικότερα διαλαμβάνονται στις νέες διατάξεις.

          Κατά την Γραφική ρήση «έτι έν ημίν λείπει» για να’ ναι η προσπάθειά μας πλήρης και η επίτευξη του στόχου μας εξασφαλισμένη. Και αυτό το έν, χωρίς το οποίο όλα τα άλλα μένουν ανενέργητα και εμείς «αέρα δέρομεν» είναι η δίκαιη επίλυση του εθνικού μας θέματος. Μια θνησιγενής λύση, όπως αυτή που επιδιώκει η Τουρκία, θα οδηγήσει σε εκτουρκισμό της Κύπρου. Ανατριχιάζω και μόνο που το λέω, μα θα πρέπει να συνέλθουμε. Να προβάλουμε μια καθολική αντίσταση. Και ενωμένοι, ως ένας άνθρωπος, να διεκδικήσουμε με συνέπεια τα δικαιώματά μας. Μια κακή λύση θα οδηγήσει σε φυγή τον λαό μας, θα ερημώσει τις εκκλησίες μας. Ποιο νόημα θα έχουν Καταστατικοί Χάρτες και λεπτομερείς διατάξεις, όταν δεν θα υπάρχει το αντικείμενο επί του οποίου θα εφαρμόζονται; Η διοικούσα Εκκλησία θα μείνει στον τόπο κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Μα ποιο το όφελος; Να θρηνεί επί των ερειπίων;

          Γι’ αυτό κι από τον ιερό αυτό χώρο, απ’ όπου και άλλοτε εστάλησαν μηνύματα αγώνα για εθνική επιβίωση, απ’ εδώ απ’ όπου ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός οδηγήθηκε στην αγχόνη και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στην εξορία, απευθύνουμε πατρική έκκληση για αφύπνιση και αγώνα. Αν εμείς όλοι, ποιμαίνοντες και λαός, δεν έχουμε διάθεση για θυσία και αγώνα, αν εμείς πιέζουμε για ευκολίες της καθημερινότητας, παραβλέποντας την ουσία του προβλήματός μας, δεν θα μπορέσει, όσο και να το θέλει, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να διεκδικήσει τα δίκαιά μας. Καλούμε λοιπόν όλους σε αρραγή ενότητα γύρω από κοινά αποδεκτούς στόχους που θα επιτρέψουν την παραμονή μας στη γη των πατέρων μας. Σε μια τέτοια επιδίωξη κύριε πρόεδρε, θα σας συμπαρασταθούμε με όλες μας τις δυνάμεις. Ο δε Θεός της δικαιοσύνης και της ειρήνης, ο δημιουργήσας τον άνθρωπο ελεύθερο θα έλθει βοηθός και σ’ εμάς.

 «Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας, Αμήν».

 

Back To Top