skip to Main Content

Συνάντηση Διεθνούς Μικτής Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας

Συνέρχεται από τις 16 Οκτωβρίου στην Πάφο η Διεθνής Μικτή Επιτροπή επί του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.  Στη συνέλευση μετέχουν εκπρόσωποι όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.  Την Εκκλησία Κύπρου εκπροσωπούν οι Πανιερώτατοι Μητροπολίτες Πάφου Γεώργιος και Κωνσταντίας Βασίλειος.

Την Κυριακή 18 Οκτωβρίου τελέστηκε αρχιερατικό συλλείτουργο στον Ιερό Ναό Παναγίας Φανερωμένης στη Λευκωσία, προϊσταμένου του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου και συλλειτουργούντων των εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών.  Το συλλείτουργο παρακολούθησαν και οι εκπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Στο λόγο του ο Μακαριώτατος αναφέρθηκε στην σπουδαιότητα και αναγκαιότητα του διαλόγου αυτού και ευχήθηκε ευόδωση των εργασιών της Συνελεύσεως.  Εκ μέρους των συνέδρων το λόγο έλαβε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης, συμπρόεδρος της Μικτής Επιτροπής, ο οποίος ευχαρίστησε τον Μακαριώτατο για την πλούσια φιλοξενία και την συμπαράσταση στο έργο της Επιτροπής.

Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας ακολούθησε πρόγευμα στην αίθουσα του ναού και κατόπιν ξενάγηση στο Βυζαντινό Μουσείου του Ιδρύματος «Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄» στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου στην Λευκωσία.  Το μεσημέρι ο Μακαριώτατος παρέθεσε επίσημο γεύμα προς τιμήν των συνέδρων στην Ιερά Αρχιεπισκοπή.

Το  απόγευμα οι σύνεδροι αναχώρησαν για το Παραλίμνι, όπου τους υποδέχθηκε ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κωνσταντίας Βασίλειος, ο οποίος και τους παρέθεσε επίσημο δείπνο στην Ιερά Μητρόπολη Κωνσταντίας.  Μετά το δείπνο οι σύνεδροι αναχώρησαν και πάλιν για την Πάφο.

ΟΜΙΛΙΑ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ

«Με ιδιαίτερη χαρά και με την αίσθηση της ευθύνης απέναντι στην Χριστιανική ανθρωπότητα, η παλαίφατη Εκκλησία της Κύπρου, η αρχαιότερη στον Ευρωπαϊκό χώρο, φιλοξενεί φέτος το διάλογο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.

 Ο Θεολογικός αυτός διάλογος είναι ο κυριότερος στα πλαίσια των διμερών επίσημων θεολογικών διαλόγων της Ορθοδοξίας με την ετεροδοξία που γίνονται με συντονιστή το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Καλωσορίζω εκ μέρους της Ιεραρχίας και του πληρώματος της Αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου όλους εσάς τους διακεκριμένους εκπροσώπους των κατά τόπους αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών καθώς και τους εκπροσώπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και εύχομαι ευόδωση των εργασιών σας.

Σ’ ένα κόσμο που, στις μέρες μας, οι Χριστιανοί κινδυνεύουμε να γίνουμε μειονότητα, είναι ανάγκη να συνδιαλεγόμαστε, με σκοπό την άρση των διαφορών και διά της ευρέσεως της προ του χωρισμού μας κοινής πίστεως, να πορευθούμε την κοινήν οδόν της σωτηρίας, εκπληρώνοντας έτσι και την προσευχή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού προς τον Θεόν – Πατέρα «ίνα πάντες έν ώσι».

Αν σήμερα διαλεγόμαστε για τα πολλά και επικίνδυνα κακά της εποχής μας, – τη μόλυνση της ατμόσφαιρας, τη μείωση της οζονόσφαιρας, την αλλαγή των κλιματολογικών συνθηκών λόγω της ανθρώπινης πλεονεξίας -, οφείλουμε πρωτίστως να διαλεχθούμε και να θεραπεύσουμε το δικό μας κακό, εκείνο της διαίρεσης, για να μπορούμε να ενεργούμε με μεγαλύτερη επιρροή και αξιοπιστία.

Η αποφυγή του διαλόγου, όπως γινόταν για αιώνες, καθώς και η αποφυγή αναφοράς στα σημαντικά προβλήματα και δυσκολίες που υπήρχαν ανάμεσα στην Ορθόδοξη και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δεν είναι τακτική που μπορεί να αποδώσει αποτελέσματα και να υπηρετήσει την αλήθεια.

Όπως είπε σε άλλη συνάφεια ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Περγάμου «όποιος πιστεύει την αλήθεια δεν φοβάται να διαλεχθεί». Και ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός αναφέρει σχετικά: «Ότε διίστανται τινές αλλήλων και ου χωρούσι προς λόγους, δοκεί μείζων είναι η μεταξύ τούτων διαφορά. Ότε δ’ εις λόγους συνέλθωσι και εκάτερον μέρος νουνεχώς ακροάσηται τα παρ’ εκατέρου λεγόμενα, ευρίσκεται πολλάκις ολίγη η τούτων διαφορά.

Η παρούσα συνάντηση δημιουργεί την ελπίδα της αντιμετώπισης καίριων προβλημάτων στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών μας με αίσθημα ευθύνης.

Ομολογείται από όλους ότι σήμερα παρήλθεν η εποχή των παγετώνων στις σχέσεις Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και ότι ευρισκόμεθα στην περίοδο της τήξεως των πάγων. Είναι, όμως, γεγονός ότι οι σχέσεις των Εκκλησιών μας δηλητηριάστηκαν και δηλητηριάζονται από το πρόβλημα της Ουνίας, που αποτελεί μια εκκλησιολογική εκτροπή, και τυγχάνει για μας μια απαράδεκτη μέθοδος προσηλυτισμού εκ μέρους των Ρωμαιοκαθολικών.

Ακανθώδες πρόβλημα στις συναντήσεις Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών παραμένει και το θέμα του προβαλλόμενου πρωτείου του Πάπα εις την Εκκλησίαν. Γνωρίζω πως μια πτυχή του θέματος, και δη η θέση του επισκόπου της Ρώμης στην Εκκλησία κατά την πρώτη χιλιετία του Χριστιανισμού, θα απασχολήσει την παρούσα συνάντηση. Δεν θα ήθελα, με κανένα τρόπο, να παρέμβω στο διάλογο.

Επειδή όμως η ενότης θα προκύψει όχι από τον θεολογικό διάλογο αλλά μετά από απόφαση των Εκκλησιών, είναι σωστό να ακούονται και να λαμβάνονται υπόψη και οι ανησυχίες του πιστού λαού.

Εμείς στην Ανατολή, ανέκαθεν θεωρούσαμε τον Επίσκοπο της Ρώμης, εντός μιας ενωμένης Εκκλησίας, ως τον πρώτο μεταξύ ίσων, στο πλαίσιο της πενταρχίας των πατριαρχών.

Η Ρώμη, ως πρωτεύουσα τότε του κράτους, προσέδωσε στον επίσκοπό της την τιμητική αυτή θέση. Γι’ αυτό και όταν στο Annuario pontificio του έτους 2006 απαλείφθηκε ο καθιερωμένος μέχρι το σχίσμα του 1054 εκκλησιαστικός τίτλος του Πάπα ως Πατριάρχη της Δύσεως, ο λαός μας ανησύχησε.

Ο τίτλος αυτός συνδέεται άρρηκτα με την κοινή κατά την πρώτη χιλιετία εκκλησιολογία της τοπικής Εκκλησίας, στην οποία θεμελιώθηκε και η όλη κανονική παράδοση για τη διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας.

Η απάλειψη του τίτλου αυτού δημιούργησε στον Ορθόδοξο λαό την υποψία για προσπάθεια επιβολής του παπικού πρωτείου όπως διαμορφώθηκε στη Δύση κατά τη δεύτερη χιλιετία του Χριστιανισμού.

Η Εκκλησία της Κύπρου μένουσα σταθερά προσηλωμένη στην Ορθόδοξη πίστη της αλλά θεωρούσα την ενότητα ως εντολή του Χριστού, δεν διστάζει μαζί με όλες τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες να προσέλθει στο διάλογο με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, παρά τις πιο πάνω ανησυχίες και παρά την πικρία των καταπιέσεων και μαρτυρίων του ποιμνίου της κατά τους αιώνες της Λατινοκρατίας.

Μαζί με όλες τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες υπογραμμίζουμε τη σταθερή εμμονή μας στους καθιερωμένους βασικούς πόλους της εκκλησιαστικής συνείδησης της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού βίου της Εκκλησίας.

Οι Οικουμενικές Σύνοδοι και οι μεγάλοι Πατέρες της πρώτης χιλιετίας αποτελούν εχέγγυο για την αυθεντική θεολογική ερμηνεία του μυστηρίου της εν Χριστώ Θείας οικονομίας αλλά και για την αυθεντική βίωσή του από τους πιστούς στο μυστήριο της Εκκλησίας, στο οποίο προεκτείνεται, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, η συνεχής και ενεργός παρουσία του Χριστού μέσα στον κόσμο, μέχρι της συντελείας του αιώνος.

Η με ειλικρίνεια και εντιμότητα αναζήτηση εκ μέρους των Εκκλησιών μας, της κοινής πίστεως της αδιαιρέτου Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας, θα πρέπει να είναι η μόνη επιδίωξη και ο μόνιμος στόχος μας.

Θα ήθελα όμως να απευθυνθώ και προς μία μικρή μερίδα Ορθοδόξων που, καλή τη πίστει, πιστεύω, επαναλαμβάνουν αποσπασματικά και εκτός από τη συνάφεια για την οποία εγράφησαν ή θεσπίστηκαν, κάποιους ιερούς κανόνες και σκανδαλίζονται από την συμπροσευχή με μη Ορθοδόξους.

Και τους ερωτώ: Αν την κοινή συμπροσευχή απαγόρευαν οι Κανόνες, τότε η Εκκλησία θα επέτρεπε στους κατηχουμένους, που ήταν αβάπτιστοι ή ενδεχομένως ανήκαν σε άλλες ομολογίες ή αιρέσεις, να συμμετέχουν σ’ ένα μέρος της Θείας Λειτουργίας; Ή, δεν συνιστά συμπροσευχή η τέλεση μικτών γάμων, η τέλεση δηλαδή του μυστηρίου του στεφανώματος σε δύο ανθρώπους εκ των οποίων ο ένας (είτε ο άνδρας είτε η γυναίκα) είναι ετερόδοξος; Άλλη, επομένως, είναι η πρόνοια των Ιερών Κανόνων και άλλος ο σκοπός τους.

Κι από την άλλη, δεν συνιστά εγωϊσμό, και μάλιστα εωσφορικό εγωϊσμό, το να θέτει κάποιος, είτε λαϊκός είτε κληρικός, την γνώμη του πάνω από τη γνώμη και τις αποφάσεις των τοπικών συνόδων όλης της Ορθοδοξίας; Έπαυσε μήπως ο Παράκλητος, να συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας, να φωτίζει τη σκέψη και να κατευθύνει τα διαβήματα των εν Συνόδω συνερχομένων και διαβουλευομένων Ιεραρχών, και επιδημεί επιλεκτικά μόνο σ’ αυτούς; Καιρός λοιπόν να ανανήψουν. Να προσγειωθούν και να αποκτήσουν την σώζουσα ταπείνωση. «Έχουσι την γνώσιν οι φύλακες».

Θα ήθελα και πάλιν να καλωσορίσω όλους τους διακεκριμένους εκπροσώπους των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και να ευχηθώ τον φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος για ευόδωση των εργασιών της συνάντησής τους. 

Δεν θα μπορούσα όμως να περατώσω τον λόγο αν δεν αναφερόμουν, πολύ σύντομα, στη σημερινή δεινή θέση της Εκκλησίας της Κύπρου και του πληρώματός της, εξ αιτίας της συνεχιζόμενης για 35 χρόνια επίθεσης και κατοχής, από ένα βάρβαρο στην κυριολεξία, γείτονα κατακτητή.

Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την παρουσία 120 χιλιάδων Μουσουλμάνων στην Κύπρο, που αποτελούσαν το 18% του πληθυσμού της νήσου, μας επετέθη βάναυσα και κατέκτησε το 37% του εδάφους μας.

Έδιωξε όλους τους Χριστιανούς Έλληνες κατοίκους από τα εδάφη τους και μετέφερε 450.000 εποίκους από την Ανατολία με σκοπό την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της νήσου μας.

Ο εποικισμός συνεχίζεται και σήμερα, ο δε Τούρκος πρωθυπουργός μάς απείλησε με ένα εκατομμύριο εποίκους. Οι Χριστιανοί εκτοπισθέντες (το 40% του πληθυσμού της Κύπρου) υποφέρουν στην προσφυγιά.

Κι όλοι μας αγωνιούμε για το μέλλον, αφού ξεκάθαρα φαίνονται οι διαθέσεις της Τουρκίας για κατάληψη και εκτουρκισμό ολόκληρης της Κύπρου, όπως έκαμε στην περίπτωση της Αλεξανδρέττας πριν από λίγα χρόνια. Πεντακόσιοι ναοί μας στα κατεχόμενα καταστράφηκαν.

Άλλοι έγιναν μουσουλμανικά τεμένη, άλλοι μάντρες ζώων κι άλλοι εγκαταλείφθηκαν στη φθορά του χρόνου. Σ’ εμάς, τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους, δεν μας επιτρέπεται ούτε η επιδιόρθωση ούτε η χρήση τους.

Κάνουμε έκκληση σ’ όλους εσάς. Απευθυνόμαστε στα αδελφικά σας αισθήματα. Θυμηθείτε μας στις προσευχές σας αλλά και πιέστε τους ηγέτες των χωρών σας για απόδοση δικαιοσύνης στην Κύπρο.

Καλωσορίζοντάς σας ξανά στην Κύπρο, εύχομαι ευχάριστη διαμονή στον τόπο μας και ευόδωση των σκοπών της συνάντησής σας». 

Back To Top