skip to Main Content

Α΄ και Β’ εύρεσις τιμίας κάρας Τιμίου Προδρόμου, Αποστ. Aνάγνωσμα: Β’ Κορ. δ΄ 6-15 (24-02-2019)

Πρεσβ. Ανδρέα Παπαμιχαήλ

Πρωτότυπο Κείμενο

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

Νεοελληνική Απόδοση

Αδελφοί, ο Θεός που είπε μέσα από το σκοτάδι να λάμψει φως, αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας και μας φώτισε να γνωρίσουμε τη δόξα του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αλλά εμείς που έχουμε αυτόν το θησαυρό είμαστε σαν τα πήλινα δοχεία· έτσι γίνεται φανερό πως η υπερβολική αξία του θησαυρού αυτού προέρχεται από το Θεό κι όχι από μας. Αν και μας πιέζουν από παντού, δε μας καταβάλλουν. Βρισκόμαστε σε αδιέξοδο, αλλά δεν απελπιζόμαστε. Μας καταδιώκουν, ο Θεός όμως δε μας εγκαταλείπει. Μας ρίχνουν κάτω, μα δε χάνουμε τον αγώνα. Συνεχώς υποφέρουμε σωματικά μετέχοντας έτσι στο θάνατο του Κυρίου Ιησού, για να φανερωθεί στο πρόσωπό μας η ζωή του αναστημένου Ιησού. Δηλαδή είμαστε ζωντανοί, αλλά εκθέτουμε συνεχώς τον εαυτό μας στο θάνατο για χάρη του Ιησού, ώστε να φανερωθεί στο θνητό μας σώμα η ζωή του Ιησού. Έτσι, εμάς μας απειλεί συνεχώς ο θάνατος, ενώ εσείς κερδίζετε τη ζωή. Έχουμε, λοιπόν, την ίδια εμπιστοσύνη στο Θεό, που αναφέρει η Γραφή: Εμπιστεύτηκα τον εαυτό μου στο Θεό, γι’ αυτό και μίλησα. Κι εμείς έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό, γι’ αυτό και κηρύττουμε. Ξέρουμε ότι ο Θεός, που ανέστησε τον Κύριο Ιησού, θα αναστήσει και εμάς δια του Ιησού και θα μας παρουσιάσει μπροστά του μαζί σας. Όλα, λοιπόν, γίνονται για σας. Έτσι, όσο πιο πολλοί δεχτούν τη χάρη, τόσο πιο μεγάλη θα είναι η ευχαριστία και η δοξολογία προς το Θεό.

Σχολιασμός

Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα ο Απόστολος Παύλος τονίζει πως ο ίδιος και οι άλλοι απόστολοι αντιμετώπισαν πολλούς κινδύνους και υποβλήθηκαν σε πολλές θυσίες ώστε να ανταποκριθούν στο ύψος του λειτουργήματός τους. Με αυτό τον τρόπο αποκρούει την πολεμική που ορισμένοι πιστοί της νεοϊδρυθείσας Εκκλησίας ασκούσαν εναντίον του, αμφισβητώντας το αποστολικό του αξίωμα.

«ώστε ο μεν θάνατος εν ημίν ενεργείται, η δε ζωὴ εν υμίν».

Ο άνθρωπος πλάστηκε από το Θεό αθάνατος. Ο θάνατος εισήλθε στον άνθρωπο με την πτώση των πρωτοπλάστων: «(είπεν ο Κύριος τω Αδάμ:) Εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγή τόν άρτον σου, έως του αποστρέψαι σε εις τήν γήν, εξ’ ης ελήφθης, ότι γή εί και εις γην απελεύσει» (Γεν. 3,19). Ταυτόχρονα όμως οι πρωτόπλαστοι άκουσαν το μήνυμα για τη μελλοντική λύτρωση του ανθρώπινου γένους από τη φθορά και το θάνατο δια μέσου κάποιου απογόνου τους: «Το σπέρμα της γυναικός θα συντρίψει την κεφαλή του όφεως και το σπέρμα αυτού θα τραυματίσει την πτέρνα εκείνου» (Γεν. 3,15). 

Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, το δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Υιός και Λόγος του Θεού, προσέλαβε πραγματικά και χωρίς τροπή την ανθρώπινη φύση και γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία. Ο θεάνθρωπος Ιησούς με το πάθος, τον εκούσιο σταυρικό θάνατο και την ανάστασή Του, λύτρωσε οριστικά εμάς τους ανθρώπους από την απελπιστική φθορά και το θάνατο και μας χάρισε την αιώνια ζωή: «Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου καθώς προείπεν, έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και μέγα έλεος» (βλ. Όρθρο Κυριακής του Πάσχα). Ο Κύριος λοιπόν με την Ανάστασή του καταπατά το θάνατο, δίδει τη ζωή σε εκείνους που ήταν καταδικασμένοι να παραμείνουν στα μνήματα και διασφαλίζει την εκ νεκρών ανάσταση όλων των θανόντων. Αυτό άλλωστε φαίνεται ξεκάθαρα και στο εφύμνιο της Πασχαλινής περιόδου:  «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Έτσι λοιπόν το γεγονός του θανάτου καθίσταται ένα πέρασμα από την πρόσκαιρη ζωή στην αιώνια.

Βέβαια, είναι κατά την ανθρώπινη φύση μας σχεδόν αδύνατο να μην δειλιάσουμε, να μην πονέσουμε και να μην θρηνήσουμε μπροστά στο γεγονός του θανάτου, επειδή όπως προαναφέρθηκε είναι κάτι που αρχικά ήταν κάτι εντελώς ξένο προς εμάς. Ο ίδιος ο Κύριος ως τέλειος άνθρωπος δακρύζει μπροστά στο θάνατο του φίλου του Λάζαρου (βλ. Ιωαν. 11,35) και Τον κυριεύει αγωνία όταν πλησιάζει η σύλληψη και η σταύρωσή Του: «Η αγωνία Τον κυρίεψε και προσευχόταν πιο πολλή ώρα. Ο ιδρώτας του γινόταν σαν σταγόνες αίματος κι έπεφτε στη γη» (Λουκ. 22,44). Επίσης για το θάνατο του Κυρίου θρηνούν οι μαθητές Του (πρβλ. Λουκ. 23,17) και οι μυροφόρες γυναίκες (πρβλ. Ιωαν. 19,11).

Εντούτοις, λόγω της βεβαιότητας της Αναστάσεως, ο πόνος μπροστά στο γεγονός του θανάτου δεν μας οδηγεί στην απελπισία, αλλά είναι συνυφασμένος με θεία παρηγοριά. Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Χωρίς Θεό δεν ερμηνεύεται ο πόνος. Με λάθος πάλι Θεό, δεν παρηγορείσαι. Τί φοβερό που η Εκκλησία μας κηρύσσει Θεό Εσταυρωμένο! Πόσο τίμιο και πόσο αληθινό! Πόσο επαναστατικό για τη σκέψη μας και πόσο ανατρεπτικό! Ομολογεί Θεό που είναι για μεν τους Έλληνες μωρία, για δε τους Ιουδαίους σκάνδαλο. Θεό εκούσια ηττημένο, που δεν Τον αντέχει η ορθή λογική. Θεό που ομολογείται με θυσία τόσων μαρτύρων και θριαμβεύει. Θεό που διωκόμενος ζωντανεύει και θανατούμενος ανασταίνεται» («Εκεί που δε φαίνεται ο Θεός», σελ. 212-213).

Επιβάλλεται βέβαια να σημειώσουμε πως κατά την πατερική παράδοση θάνατος δεν είναι η βιολογική διακοπή των λειτουργιών του ανθρώπινου σώματος, αλλά η χωρίς μετάνοια υποδούλωση του ανθρώπου στα πάθη και στην αμαρτία. Παράλληλα, ζωή έχουμε κατά το μέτρο που μένουμε στο Θεό και ο Θεός σε μας (π.χ. πρβλ. «Μαργαρίται» Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εκδ. Ρηγόπουλου, σελ. 146-147 και «Αγώνας Θεογνωσίας, Αλληλογραφία Γέροντος Ζαχαρίου Έσσεξ με Δ. Μπαλφούρ» Αρχ. Ζαχαρίου, σελ. 257). Άλλωστε, η μνήμη του βιολογικού θανάτου αποτελεί σημαντικό εφόδιο για να καρπωθούμε την πραγματική ζωή και να αποφύγουμε τον πνευματικό θάνατο («Κλίμαξ» Ιωάννου του Σιναΐτου, Λόγος 6ος, παρ. 6 και 26).

Back To Top