skip to Main Content

Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αναστήλωση των Εικόνων – Η σημασία των Εικόνων στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Είναι πολύ δύσκολο μέσα στα πλαίσια ενός άρθρου νά αναπτύξουμε πλήρως τη σημασία, πού έχουν οι εικόνες στη ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια των εκατόν είκοσι περίπου χρόνων, που διάρκεσε η εικονομαχία, γράφτηκαν τόσα πολλά από τους αγίους Πατέρες, που θα χρειαζόταν πολύς χρόνος να αναλυθούν.

Αν καταφύγει κανείς στα πρακτικά και τις αποφάσεις της 7ης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία συνήλθε το 787 στη Νίκαια της Βιθυνίας, και ασχολήθηκε με το θέμα των εικόνων, θα βρεί την σημασία τους. Είναι γνωστό ότι η Δυτική Εκκλησία ακολούθησε μια παράδοση μειωτική για τις εικόνες. Για πρώτη φορά ο πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄, σε εγκύκλιο του προς τους ρωμαιοκαθολικούς επισκόπους μέ αφορμή των 12 αιώνων από τη σύγκληση της 7ης Οικ. συνόδου τολμά και διαγράφει τη μειωτική παράδοση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και προσπαθεί να οικειοποιηθεί τις παραδόσεις, που διατήρησε και κράτησε η Ορθόδοξη Εκκλησία.

Στην εγκύκλιο τονίζεται η θεολογική και παιδαγωγική αξία των εικόνων και προβάλεται η παράδοση της αδιαίρετης Εκκλησίας. Αναγνωρίζεται ότι «ιδιαίτερα η ελληνική Εκκλησία αλλά και οι σλαβικές, στηριζόμενες στα έργα των μεγάλων εικονόφιλων θεολόγων, όπως ο άγιος Νικηφόρος της Κων/λεως και ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης, προσέλαβαν την προσκύνηση της εικόνας, ως ακέραιο μέρος της λειτουργίας, όπως ακριβώς συνέβαινε με τή λειτουργική τέλεση του λόγου». Αναφέρει δέ ότι υπάρχει « κάποιο ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη θεολογία και την πνευματικότητα των εικόνων της Ανατολης», δηλ. της Ορθόδοξης Εκκλησίας και ότι γίνεται μια «εκ νέου ανακάλυψη της Χριστιανικής εικόνας». Οι εκφράσεις αυτές μαρτυρούν την παραμέληση και παραγνώριση της αξίας των εικόνων στη Δύση αλλά και την ανακάλυψη ενός κρυμμένου θησαυρου.

Σήμερα πολλές προτεσταντικές Ομολογίες άνκαι απορρίπτουν φυσικά την τιμητική προσκύνηση χρησιμοποιούν όμως για διδακτικούς και κατηχητικούς σκοπούς τη ζωγραφική των εικόνων.
Οι Ορθόδοξοι, κρατήσαμε την παράδοση της Εκκλησίας από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα και οι εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, οι οποίες κοσμούν τους ναούς μας αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της ταυτότητας και γνώρισμα γνησιότητάς της.

Η αλήθεια της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας είναι αυτό που ονομάζουμε Ορθοδοξία. Χωρίς την Ορθοδοξία δεν υπάρχει αληθινή κοινωνία με τον Θεό, άρα ούτε αληθινή θεολογία. Χωρίς αληθινή πίστη και ζωή δεν υπάρχει σωστή επικοινωνία με τον πλησίον. Χωρίς σωστή θεώρηση του Θεού δεν υπάρχει σωστή θεώρηση της κτίσεως (δημιουργίας). Ασέβεια προς τον Θεό σημαίνει ασέβεια προς τον άνθρωπο, πού είναι εικόνα του Θεού και ασέβεια προς τον φυσικό κόσμο.

Την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστης γίνεται ο εορτασμός της νίκης της ορθής πίστεως της Εκκλησίας κατά των αιρέσεων, η οποία εκφράζεται με την ορθή αντίληψη για τις εικόνες. Ορθοδοξία είναι η αλήθεια των εικόνων. Στην εικονομαχία οι Πατέρες είδαν το σύνολο των αιρέσεων.
Η εικονομαχία κατά την άποψη των Πατέρων δημιουργήθηκε από επίδραση επί του Χριστιανισμού Ιουδαϊκών και Ισλαμικών αντιλήψεων και χριστιανικών αιρέσεων, κυρίως του Μονοφυσιτισμού και Μανιχαϊσμού. Ιουδαϊσμός και Ισλαμισμός απαγορεύουν την χρήση των εικόνων στους ναούς τους λόγω του κινδύνου της ειδωλολατρίας.
Οι Μονοφυσίτες, υπερτονίζοντας την θεϊκή φύση του Χριστού μέσα στην οποία απορροφήθηκε η ανθρώπινη, θεωρούσαν αδύνατη και ανεπίτρεπτη την περιγραφή σε εικόνα της απερίγραπτης φύσεως του Χριστού. Οι Μανιχαίοι περιφρονώντας κάθε τι υλικό, ως κακό, δίδασκαν ότι ο Χριστός δεν προσέλαβε αληθινή ανθρώπινη φύση, η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί με εικόνες. Ο Χριστός δεν ήταν μια αληθινή ιστορική ύπαρξη, κατά τους Μανιχαίους, αλλά ένα φάντασμα, και αυτοί που τον έβλεπαν, νόμιζαν ότι έβλεπαν τον Χριστό. Η εχθρότητα προς την ύλη τούς οδήγησε στον Δοκητισμό.

Η εικονομαχία αμφισβητούσε και καταργούσε τη σωτηρία του ανθρώπου από τόν Χριστό. Αρνείται την θεία Ενανθρώπηση, την θεία οικονομία και τις συνέπειές τους εφ’ όσον αρνείται τη δυνατότητα περιγραφής της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού, αλλά και τόν αγιασμό και τη δόξα του σώματος και της ύλης. Γι’ αυτό και οι Πατέρες είδαν στην εικονομαχία μια συμπερίληψη όλων των προηγουμένων αιρέσεων και ανατροπή του Χριστιανισμού.

Οι Πατέρες ερεύνησαν και διαπίστωσαν την θέση της Παράδοσης πάνω στο θέμα των εικόνων. Πλήθος ήταν οι μαρτυρίες από τα συγγράμματα Πατέρων και αγίων που αποδείκνυε ότι η χρήση των εικόνων στην Εκκλησία είναι αρχαιότατη συνήθεια, εναντίον της οποίας καμιά αντίδραση δεν υπήρχε. Ήταν τόσον πολλές οι μαρτυρίες από τήν παράθεση κειμένων πατερικών για την ύπαρξη και χρήση των εικόνων από την εμφάνιση του Χριστιανισμού, ώστε ζητήθηκε από τον Πρόεδρο της Συνόδου Πατριάρχη Κων/λεως Ταράσιο να μήν παρουσιασθούν άλλα κείμενα γιατί προκλήθηκε κορεσμός από την αφθονία τους.

Πρώτος ο Μ. Βασίλειος χαρακτηρίζει την παράδοση της Εκκλησίας για τις ιερές εικόνες «αποστολική». Οι εικόνες δηλαδή υπάρχουν μέσα στους ναούς προ του Μ. Κων/νου, από την εποχή των Αγίων Αποστόλων. Την παράδοση αυτή επικυρώνουν αρχαιολογικά ευρήματα των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, τα οποία παρουσιάζουν απεικονίσεις του προσώπου του Ιησού Χριστού. Ήταν στοιχείο της εκκλησιαστικής ζωής, όπως φαίνεται στους παλιούς ναούς και στα συγγράμματα των Πατέρων. Και η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (692) στήριξε αυτήν την παράδοση με τον 82ο κανόνα της και απαγόρευσε να αγιογραφείται πάνω στον σταυρό ο Χριστός ως αμνός (πρόβατο), αλλά με την ανθρώπινη μορφή του. Οι πατέρες και οι πιστοί χριστιανοί για 800 χρόνια ανατράφηκαν μέσα σ’ αυτήν την παράδοση. Η εικονομαχία ήταν μια καινοτομία, που παρουσίαζε τους προηγούμενους Πατέρες και όλη την Εκκλησία να ζει μέσα στην πλάνη.

Το πιο σταθερό στοιχείο στα πρακτικά της 7ης Οἰκ. Συνόδου είναι ο τονισμός της αξίας και ο σεβασμός της Παραδόσεως, η οποία ταυτίζεται με την Ορθοδοξία. Η παράδοση για την Εκκλησία είναι η ζωή της εν Αγίω Πνεύματι. Στις αποφάσεις της η Σύνοδος αναφέρει ότι: «τηρήσαμε την παράδοση της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας χωρίς να αφαιρέσουμε ούτε να προσθέσουμε κάτι, αλλά όπως διδαχθήκαμε από τους Αποστόλους, κρατούμε τις παραδόσεις που παραλάβαμε, αποδεχόμενοι όλα όσα ακριβώς η αγία Ορθόδοξη Εκκλησία από την αρχή προφορικά και γραπτά παρέλαβε, μεταξύ των οποίων και η κατασκευή των εικόνων». Στήν όγδοη καί τελευταία συνεδρία της Συνόδου πάλι διακηρύσσεται ότι:«Εμείς ακολουθούμε τις αποφάσεις της αρχαίας Εκκλησίας. Εμείς αναθεματίζουμε όσους προσθέτουν κάτι ή αφαιρούν από την ορθόδοξη Εκκλησία. Εμείς αναθεματίζουμε την καινούργια διδασκαλία των εικονομάχων.Εμείς αποδεχόμαστε τις σεπτές εικόνες».
Πράγματι τα πρότυπα των εικόνων του Ι. Χριστού και της Θεοτόκου ήσαν πολύ περιωρισμένα κατά τους τρεις πρώτους αιώνες, λόγω των διωγμών. Πηγή της χριστιανικής εικονογραφίας αποτέλεσαν οι ζωντανές προφορικές αναμνήσεις και πληροφορίες των χαρακτηριστικών της μορφής και της παραστάσεως του Ι. Χριστού, της Θεοτόκου, των Αποστόλων και των άλλων ιερών προσώπων της πρώτης αποστολικής Εκκλησίας.
Η χριστιανική εικονογραφία αναπτύχθηκε εξ αιτίας της προβολής των μαρτύρων της πίστεως. Η παρουσίαση προσωπικων εικόνων των Μαρτύρων ή και εικονογραφικών συνθέσεων διαφόρων σκηνών του μαρτυρίου κατά τις εορταστικές συνάξεις της επετείου του θανάτου των μαρτύρων έγιναν αφορμή για την καθιέρωση της εκκλησιαστικής εικονογραφίας. Η αναγνώριση του Χριστιανισμού από τον Μ. Κωνσταντίνο, ως επίσημης θρησκείας του ελληνορωμαϊκού κράτους και η προστασία της Εκκλησίας από αυτόν, μετέφερε τις εικόνες από τους τόπους προσευχής, πού ήσαν τα σπίτια των χριστιανών (ευκτήριοι οίκοι) στους μεγάλους ναούς. Πολλοί Πατέρες στους λόγους τους μιλούν για ιερούς ναούς, που οι εσωτερικοί τους τοίχοι ήσαν διακοσμημένοι με πολλές εικόνες Αγίων της Εκκλησίας και από παραστάσεις από τη ζωή τους. Ο ίδιος ο Άγιος Κων/νος στα ανάκτορα είχε εικόνα που παρίστανε τον σταυρό που συνέτριβε κάποιο δράκοντα.

Στην πρωτοχριστιανική περίοδο, στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού, προ της εποχής του Μ. Κων/νου υπάρχει η συμβολική τέχνη των Κατακομβών. Οι Κατακόμβες ήσαν υπόγειες στοές όπου κατέφευγαν οι χριστιανοί να προσευχηθούν, να τελέσουν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας αλλά και κοιμητήρια στα οποία έθαβαν τους νεκρούς αλλά και τους Μάρτυρες.

Η πρώτη αυτή εικονογραφία είχε συμβολικό χαρακτήρα και ο σκοπός της ήταν καθαρά διδακτικός. Η Κιβωτός του Νώε, ήταν σύμβολο της Εκκλησίας, ο Ιωνάς στο κήτος, ήταν σύμβολο της Αναστάσεως του Χριστού, το ψάρι, ήταν σύμβολο του Ιησού Χριστού, η Άγκυρα, ήταν σύμβολο της ελπίδας, το ψωμί και το κρασί, ήταν σύμβολο του σώματος και αίματος του Χριστού και του μυστηρίου της Θ. Ευχαριστίας. Οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω, ο Δανιήλ ανάμεσα στα λιοντάρια, ήταν σύμβολα της σωτηρίας. Η παράσταση του καλού ποιμένα με τα πρόβατα, ήταν σύμβολο του κόσμου του οποίου ποιμένας είναι ο Θεός. Ο καλός ποιμένας, δηλ. ο Σαρκωμένος Θεός, παίρνει πάνω του το χαμένο πρόβατο, την ανθρώπινη φύση και την ενώνει με τη θεϊκή του δόξα. Επίσης το πρόσωπο της Παναγίας είναι από τα πρώτα πρόσωπα που απεικονίστηκαν στις Κατακόμβες. Την βρίσκουμε ως Δεομένη, στον Ευαγγελισμό, στην Γέννηση.

Ο ιστορικός Ευσέβιος πρώτος αναφέρεται σε ύπαρξη ορυχάλκινου ανδριάντα του Ιησού Χριστού, τον οποίον είδε ο ίδιος, στην αυλή του σπιτιού της αιμορροούσας γυναίκας στην πόλη Πανέα ή Καισάρεια του Φιλίππου, την οποία θεράπευσε ο Κύριος. Στη βάση του ανδριάντα υπήρχε ένα σπάνιο βότανο με θεραπευτικές ιδιότητες. Στο κάτω μέρος του υπήρχε η επιγραφή «Στον Θεό, τον σωτήρα του κόσμου». Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης κατάστρεψε τον ανδριάντα του Ιησού και τοποθέτησε τον δικό του, ο οποίος καταστράφηκε από πτώση κεραυνού.

Πολύ ισχυρή είναι και η εκκλησιαστική παράδοση της αχειροποίητης εικόνας του προσώπου του Χριστού της γνωστής ως «Άγιο Μανδήλιο». Αυτή την έστειλε ο Ιησούς προς τον βασιλέα της Μεσοποταμίας Άβγαρο. Ο βασιλέας έπασχε από ανίατη ασθένεια και παρακάλεσε με επιστολή του τον Χριστό να πάει να τον θεραπεύσει. Ως απάντηση ο Ιησούς έστειλε το μανδήλιό του αφού προηγουμένως σκούπισε το πρόσωπό του. Πάνω στο μανδήλιο αποτυπώθηκε η μορφή του προσώπου του. Η εκκλησιαστική παράδοση γνωρίζει καλά την ύπαρξη της εικόνας στην πόλη Έδεσσα μέχρι της εποχής του Χοσρόη και την συνδέει με ιστορικά γεγονότα.
Γνωστή είναι η παράδοση για τις εικόνες της Θεοτόκου που αποδίδονται στον Ευαγγελιστή Λουκά. Ο Θεόδωρος Αναγνώστης μας πληροφορεῖ ότι η Ευδοκία, σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄(408-450) αγόρασε στους Αγίους Τόπους εικόνα της Θεοτόκου, την οποίαν ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς και την απέστειλε ως δώρο στην αυτοκράτειρα Πουλχερία. Ο Νικηφόρος ο Κάλλιστος αναφέρει ότι η Πουλχερία δώρησε εικόνα της Θεοτόκου στην Μονή των «Οδηγών», την οποίαν ίδρυσε στην Κων/λη και η οποία ονομάστηκε «Οδηγήτρια». Αυτή η εικόνα πολλές φορές προστάτευσε και διαφύλαξε την Κων/λη καταστράφηκε δε κατά την άλωσή της από τους Τούρκους.

Ο Συμεών ο Μεταφραστής και ο άγιος Ανδρέας ο Κρήτης αναφέρουν και εικόνα του Ιησού Χριστού, την οποίαν ζωγράφησε ο Απόστολος Λουκάς. Μάλλον πρόκειται περί του Ιησού ως βρέφους, το οποίον έχει στην αγκαλιά της η Θεοτόκος. Η φιλοτέχνηση εικόνας της Παναγίας από τον Ευαγγελιστή Λουκά είναι απόδειξη της πολύ μεγάλης άγάπης προς αυτήν. Αυτός είναι ο μόνος ευαγγελιστής που στο ευαγγέλιό του κατέγραψε γεγονότα, τα οποία γνώριζε μόνο η Θεοτόκος (διήγηση Ευαγγελισμού, η ωδή προς τον Θεόν κατά την επίσκεψη στην Ελισάβετ, η απογραφή στην Βηθλεέμ και η γέννηση του Χριστού). Ο Λουκάς δεν ήταν επαγγελματίας ζωγράφος αλλά είχε μάλλον έμφυτο καλλιτεχνικό χάρισμα. Κατά την παράδοση υπήρχαν περισσότερες από μία εικόνες της Θεοτόκου ζωγραφισμένες από τον Λουκά.
Ο ιεροσολυμίτης επίσκοπος Κρήτης Ανδρέας αναφέρει παλιά παράδοση κατά την οποία εκ θαύματος αποτυπώθηκε σε μια κολώνα εικόνα της Θεοτόκου στο ναό της που βρισκόταν στην πόλη Λύδδα της Ιουδαίας. Η αχειροποίητη αυτή εικόνα σωζόταν μέχρι των ημερών του.
Η κατασκευή και χρήση των εικόνων στηρίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας για τη γνώση του Θεού. Ο Θεός είναι αόρατη, ασύληπτη και ακατάληπτη διανοητικά παραγματικότητα. Έρχεται όμως σε επαφή προς τους ανθρώπους με τις άκτιστες θείες ενέργειές του. Ο άνθρωπος με τις καθαρμένες διανοητικές δυνάμεις μπορεί να αποκτήσει άμεση βιωματική εμπειρία, μυστική νοητική ενόραση και άμεση εσωτερική θέα και εποπτεία εικόνων, που βάζει μπροστά στα πνευματικά μάτια ο ίδιος ο Θεός όπως ομόφωνα διδάσκει η Αγία Γραφή και η Ι. Παράδοση. Από τη δημιουργία βλέπουμε την αιώνια δύναμη και θεότητα. Βλέπουμε όχι καθαρά, αλλά αμυδρά τις θείες αλήθειες. Η δημιουργία δείχνει τον δεσπότη και δημιουργό της με αυτά που βλέπομε και γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις. Οι εικόνες του ορατού κόσμου μας οδηγούν στην θεωρία των αοράτων.


Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, που είναι από τους σπουδαιότερους δογματικούς διδασκάλους τονίζει ότι ανκαι είναι αδύνατο να εικονισθεί το ασώματο, αόρατο, απερίγραπτο και ασχημάτιστο του Θεού εν τούτοις είναι δυνατή η συμβολική εξεικόνιση και αυτού του αόρατου Θεού και των ασωμάτων αγγέλων εφ’ όσον αποκαλύφθηκε και Εκείνος και οι άυλοι άγγελοι με μορφή ανθρώπινης εικόνας. Υπάρχουν λοιπόν εικόνες «πού παριστάνουν σχήματα και μορφές και τύπους, καθώς αποτυπώνονται σωματικά τα αόρατα και ασώματα, ώστε να κατανοούνται αμυδρά ο Θεός και οι άγγελοι, επειδή αδυνατούμε να βλέπουμε τα ασώματα χωρίς σχήματα, ανάλογα με μας». Εάν λοιπόν επιτρέπεται η χρήση συμβολικών εικόνων του αόρατου Θεού και των ασωμάτων αγγέλων πολύ περισσότερο είναι δικαιολογημένη η εξεικόνιση της ανθρώπινης μορφής του Θεανθρώπου Κυρίου, της Θεοτόκου, των αγίων, όπως και διαφόρων επιγείων γεγονότων και συμβάντων της ιστορίας της σωτηρίας και της Εκκλησίας.

Η ορθόδοξη λατρεία χρησιμοποιεί γενικά τα υλικά στοιχεία για να τελέσει τα μυστήρια (άρτος, κρασί, λάδι,νερό, μύρο κλπ). Τα υλικά αντικείμενα (κρασί, σιτάρι, λάδι, νερό, φωτιά, κεριά, θυμίαμα) συχνά χρησιμοποιούνται ως σύμβολα πνευματικών εννοιών, αντικειμένων, εκδηλώσεων και των αγαθών που προέρχονται από το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Η παραδοχή ή η χρήση του υλικού στοιχείου στη λατρεία και την τέχνη ανταποκρίνεται στο ότι ο άνθρωπος είναι υλικοπνευματική ύπαρξη, οδηγεί δε σε εμβάνθυνση στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας, κάνει τα πνευματικά μηνύματα δυνατότερα και πειστικότερα παρά ο απλούς λόγος. Επομένως το υλικό στοιχείο παίζει ευεργετικό ρόλο, εφ’ όσον συντελεί, ώστε η εσωτερική ζωή να εκφράζεται πληρέστερα και τελειότερα. Η ύλη έχει δύναμη και σημασία αναγωγική και αυτό είναι σύμφωνο με τη διπλή φύση του ανθρώπου. «Επειδή είμαι άνθρωπος και έχω σώμα, ποθώ με το σώμα μου να μιλώ και να βλέπω τα άγια» λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Επειδή ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να αποχωριστεί από το σώμα και να έλθει μόνος του στο χώρο της καθαρής θεωρίας, είναι επόμενο να βοηθείται από τα αισθητά πράγματα, από τύπους, σύμβολα και σχήματα τα οποία έχουν αναγωγική δύναμη.«Με τη σωματική θεωρία ερχόμαστε στη πνευματική θεωρία».
Γι’ αυτό παρά το ότι η Π.Δ. απαγόρευσε την ειδωλολατρία δεν εμπόδισε το γεγονός της χρήσης εικόνων και συμβόλων, όπως ήταν η σκηνή του μαρτυρίου, το καταπέτασμα, η κιβωτός της Διαθήκης, η τράπεζα των άρτων, οι λυχνίες, η χρυσή στάμνα, η ράβδος, και τα γλυπτά των Χερουβίμ, όλα κατασκευασμένα από ανθρώπινα χέρια, τα οποία προσκυνούσαν όλοι οι Ισραηλίτες.

Ο κίνδυνος της ειδωλολατρίας με τη χρήση των εικόνων είναι ανύπαρκτος για τους χριστιανούς. Ο Χριστός έσωσε με την ενανθρώπησή του τους ανθρώπους από την πλάνη των ειδώλων, διδάσκοντάς τους την λατρεία και προσκύνηση του αληθινού Θεού. Το ίδιο κάνει και η Εκκλησία σ’ όλες τις εποχές.
Οι εικόνες δεν έχουν καμιά σχέση με τα είδωλα, και ο σεβασμός προς αυτές δεν έχει λατρευτικό χαρακτήρα.
Ποιά διαφορά έχει το είδωλο από την εικόνα;

Όπως γράφει ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης η εικόνα είναι «ομοίωση» με το υπαρκτό, ενώ το είδωλο είναι «ομοίωση» με το ανύπαρκτο. Τα είδωλα είναι δημιούργημα της φαντασίας. Αυτή δημιουργεί ανύπαρκτους Θεούς, τους οποίους φέρνει στη ύπαρξη με τις ειδωλικές απεικονίσεις και οι οποίοι εξαφανίζονται μόλις καταστραφούν τα αγάλματα ή τα ξόανά τους. Το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ανύπαρκτο, είναι φανταστικό είδωλο, δεν είναι πραγματικό πρόσωπο.

Η εικόνα απεικονίζει αυτό που υπάρχει πραγματικά, ενώ το είδωλο δεν έχει αυτή την δυνατότητα, δηλ. δεν απεικονίζει μια πραγματική θεότητα. Ενώ π.χ. η εικόνα του Χριστού απεικονίζει το πρωτότυπο, τον Σαρκωμένο Υιό και Λόγο του Θεού, το άγαλμα του Δία τι απεικονίζει; Γι’ αυτό τον λόγο τα είδωλα απαγορεύονταν στην Π.Δ.

Μετά την Σάρκωση του Λόγου του Θεού μπορούμε να τον περιγράψουμε. Η εικόνα του Υιού του Θεού είναι απόδειξη και ομολογία της Ενανθρωπήσεώς του. Πριν την Σάρκωση δεν επιτρεπόταν να περιγράψει και να εικονίσει κανείς τον Χριστό. Και οι εικόνες της Θεοτόκου και των Αγίων αποτελούν απεικονίσεις πραγματικών ιστορικών προσώπων, τα οποία βρίσκονται σε άμεση, προσωπική και ουσιαστική σχέση με τον Ένα και Μόνο αληθινό Θεό.

Τα γλυπτά Χερουβίμ, που είχαν ανθρώπινη μορφή, τα οποία επέτρεψε ο Μωυσής να τοποθετηθούν πάνω στη σκηνή του Μαρτυρίου δεν ήσαν είδωλα, αλλά απεικονίσεις ασωμάτων αγγέλων, έτσι όπως είχαν εμφανιστεί στους Πατριάρχες τού Ισραήλ. Τα ιερά αυτά σύμβολα παιδαγωγούσαν τον ισραηλητικό λαό ώστε να συνειδητοποιεί αφ’ ενός τη διαρκή παρουσία του Θεού στη ζωή του και αφ’ ετέρου το χρέος του στο να αποδίδει λατρεία προς τον Ένα και Μόνο αληθινό Θεό.

Η Π.Δ. είναι γεμάτη από εικονικές παραστάσεις και πρωτυπώσεις, αλλά και παραστατικές εξεικονίσεις γεγονότων της θείας Οικονομίας, που πραγματοποιήθηκαν στην Κ.Δ. Η «φλεγομένη και μη κατακαιομένη βάτος», προεικονίζει την αειπαρθενία της Θεοτόκου. Η τριήμερη παραμονή του Ιωνά στην κοιλιά του κήτους, προεικονίζει την τριήμερη ταφή του Κυρίου. Η Κιβωτός του Νώε, προεικονίζει την Ἐκκλησία. Για λόγους παιδαγωγικούς προς ένα λαό ανώριμο πνευματικά, όπως ήταν ο Ισραηλητικός, που εύκολα παρασυρόταν στην ειδωλολατρία δόθηκε η εντολή από τον Θεό να μη γίνεται εξεικόνιση του προσώπου του.

Όποιοι αρνούνται τις εικόνες αρνούνται την σάρκωση του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος και όλο το μυστήριο της Θείας Οικονομίας. Οι εικονομάχοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το γεγονός της σαρκώσεως του Θεού-Λόγου, το ότι ο Θεός έγινε ανθρωπος. Η εικόνα είναι απόδειξη της σαρκώσεως του Θεού. Η απερινόητη, η αχώρητη και άπειρη θεία φύση αδειάζει και συναντά την πεπερασμένη ανθρώπινη φύση. Το άκτιστο συναντάται με το κτιστό και υπάρχει με τον τρόπο του κτιστού. Η εικόνα του Χριστού γίνεται τόπος φανερώσεως της λυτρωτικής συνάντησης του Θεού με τον άνθρωπο. Αλήθεια για την Εκκλησία δεν είναι μια ιδέα ή ένα αφηρημένο σχήμα, αλλά συγκεκριμμένο πρόσωπο που μπορεί να εικονίζεται. Η Εκκλησία μπορεί όχι μόνο να μιλά για την αλήθεια αλλά και να την δείχνει: είναι η εικόνα τού Χριστού. « Κάθε εικόνα δεν φανερώνει τη φύση αυτού που εικονίζεται αλλά το πρόσωπό του· ο Χριστός περιγράφεται ως πρόσωπο, έστω και αν στην θεότητά του είναι απερίγραπτος». Με την ορθόδοξη εικόνα του Χριστού γίνεται ορατό το πρόσωπο του Κυρίου με την ανθρώπινη μορφή του, όπως έγινε ορατό και ιστορικά κατά την ενανθρώπησή του. Η Εικόνα του Χριστού δεν φανερώνει μόνο τήν συνάντηση του Θεού με τον άνθρωπο, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και κλήση συναντήσεως τού ανθρώπου με τον Θεό. Η θέση και η τιμή που απονέμει η ορθόδοξη Εκκλησία στην εικόνα, δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση στην ειδωλολατρία, αλλά είναι μια έμπρακτη ομολογία ότι ο Θεός έγινε στο πρόσωπο του Χριστού τέλειος ανθρωπος και τέλειος Θεός. Πήρε, ομόρφηνε και έσωσε την εικόνα του Θεού στον άνθρωπο που είχε αμαυρωθεί και την εθέωσε. Αφού η θεότητα έγινε ένα κράμα με τη δική μας ανθρώπινη φύση, σαν με κάποιο ζωοποιό και σωτήριο φάρμακο, δοξάστηκε η φύση μας και έγινε άφθαρτη, όπως γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

Πρέπει να διευκρινήσουμε σ’ αυτό το σημεῖο ότι άλλο είναι η εικόνα και άλλο το εικονιζόμενο πρόσωπο. Η εικόνα δεν ταυτίζεται με το πρωτότυπό της. Είναι δυο πραγματικότητες που διακρίνονται μεταξύ τους, αλλά είναι συγχρόνως αδιάσπαστα ενωμένες. Η εικόνα μοιάζει ως προς την μορφή με το πρωτότυπό της, αλλά διαφέρει ως προς τη φύση με το πρωτότυπο. Οι Πατέρες έδωσαν το παράδειγμα του καθρέφτη. Πάνω στον καθρέφτη διαγράφεται η μορφή του προσώπου που καθρεφτίζεται. Η μορφή αυτή έχει διαφορετική ουσία από το πρόσωπο που καθρεφτίζεται. Δεν έχει κοινή την ύλη και την ουσια το πρωτότυπο με το ομοίωμα.

Η εικόνα λοιπόν αναπαριστά το πρόσωπο. Στο ερώτημα ποιά φύση εικονίζεται στην εικόνα του Χριστού; Η θεία ή η ανθρώπινη ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης απαντά: Ούτε την θεία φύση εικονίζουμε ούτε την ανθρώπινη. Εικονίζουμε το πρόσωπο του Χριστού στο οποίο είναι ενωμένες ασύγχυτα, αχώριστα και αδιαίρετα οι δύο φύσεις. Η εικόνα του Χριστού δεν είναι δυνατόν να λατρεύεται, διότι δεν είναι της ίδιας φύσεως με το πρωτότυπο της. Η τυχόν λατρεία της εικόνας του Χριστού, θα σήμαινε, ότι η εικόνα αυτονομείται έναντι του πρωτοτύπου της, δηλ. αυτού του Χριστού, καί συνιστά πλέον ιδιαίτερη ύπαρξη. Στην εικόνα του Χριστού προσκυνείται ο Χριστός, αλλά δεν λατρεύεται.

Τις εικόνες τις προσκυνούμε δεν τις λατρεύουμε. Η προσκύνηση είναι σημείο υποταγής, ταπεινώσεως. Στην προσευχή που κάνουμε μπροστά σε μια εικόνα καταθέτουμε τα αιτήματα μας, διότι η εικόνα λειτουργεί ως «μεσίτρια» στην απόλυτα προσωπική μας προσευχή. Η εικόνα γίνεται γέφυρα, πέρασμα, μια διάβαση μέσω της οποίας προσκυνούμε τον εικονιζόμενο άγιο και διά μέσου αυτού τον αληθινό Θεό. Δεν αποδίδεται λατρεία στην ύλη αλλά στο πρόσωπο που παριστάνεται. Όπως είπε ο Μ. Βασίλειος « η τιμή προς την εικόνα διαβαίνει στο πρωτότυπο». Η θεολογία της εικόνας και της προσκυνήσεώς της γίνεται μια θεολογία σχέσεως προς το εικονιζόμενο πρόσωπο και σε τελική ανάλυση η προσκύνηση απονέμεται προς τον Τριαδικό Θεό. Το γεγονός, ότι η Θεοτόκος τιμάται ως «Μητέρα» του Υιού του Θεού και οι άγιοι ως «θεράποντες» (δούλοι) του ενός Θεού, φανερώνει ότι κάθε προσκύνηση έχει ως τελική αναφορά τον Θεό. Ετσι δεν αυτονομείται η τιμή των αγίων ή της Θεοτόκου έναντι της προσκυνήσεως του Θεού.

Στη ορθόδοξη θεολογία υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στη λατρευτική και στην τιμητική προσκύνηση των εικόνων της Θεοτόκου και των Αγίων. Η τιμητική προσκύνηση της Θεοτόκου και των Αγίων πηγάζει από το γεγονός ότι τιμήθηκαν και οι ίδιοι από τον ίδιο τον Θεό. Οι εικόνες φανερώνουν αυτή την τιμή και μας οδηγούν να κάνουμε την ίδια κίνηση. Οι άγιοι άλλωστε είναι χριστοποιημένες υπάρξεις και παρουσίες και είναι παρόντες εκεί κατά χάριν. Μας βλέπουν. Ακούουν τις προσευχές μας και μας καλούν σα αγαπητική κοινωνία και σχέση. «Όπου είναι οι Άγιοι, εκεί είναι και όλος ο Κύριος και Θεός. Κάθε άγιος είναι Χριστός επαναλαμβανόμενος» λέει ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς. Τιμώντας λοιπόν τους αγίους και προσκυνώντας τις άγιες εικόνες τους, τιμούμε και προσκυνούμε τον ίδιο τον αληθινό Θεό. Η λατρεία απονέμεται μόνο στον Τριαδικό Θεό. Η Θεοτόκος, η οποία έχει θέση μετά την Αγία Τριάδα έχει και τα πρωτεία στην τιμητική προσκύνηση, γι’ αυτό υπερβολικά τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Η τιμή και η προσκύνηση των εικόνων αποδίδεται με ένα ορισμένο τρόπο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Είναι και αυτός στοιχείο της παραδόσεως. Τις εικόνες τις ασπαζόμαστε, ακουμπάμε δηλ. τα χείλη μας πάνω τους, τις καταφιλοῦμε. Στα μοναστήρια υπάρχει ο χαιρετισμός των εικόνων, δηλ. ο φιλικός ασπασμός, που είναι ασπασμός οικειότητας μέσα στο βίωμα ότι είμαστε συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεοῦ. Το μυστήριο της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Χριστό, όπως και με κάθε άλλο άγιο πρόσωπο, δεν εξαντλείται μόνο στη διά συγκεκριμένων τρόπων απόδοση τιμής και προσκυνήσεως προς αυτό διά μέσου της τεχνητής εικόνας. Ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης επισημαίνει ότι ακόμη και η θέαση της εικόνας ισοδυναμεί με προσκύνηση του πρωτοτύπου της.

Έφ’ όσον στην εικόνα είναι παρόν το θείο πρωτότυπο, είναι παρούσα σ’ αυτήν η θεία δύναμη του πρωτοτύπου. Η εικόνα γίνεται φορέας θείας Χάριτος. Όταν προσευχόμαστε μπροστά σε μια εικόνα προσκαλούμε τον άγιο να έλθει σ’ αυτήν. Οι εικόνες δεν είναι μόνο διδακτικά βιβλία για τους αγραμμάτους, αλλά και ύλη γεμάτη από τη θεία χάρη. Η εικόνα δεν είναι μόνον ύλη και χρώματα, αλλά συγχρόνως και παρουσία πνευματικής πραγματικότητας. Μέσα στις εικόνες παραμένει η ενέργεια της θείας Χάριτος. Όποιος προσεύχεται μπροστά στις εικόνες αναπαύεται ψυχικά βλέποντας τις συγκεκριμένες μορφές των αγίων και διδάσκεται πόσο επιβραβεύει ο Θεός και η Εκκλησία ολους εκείνους οι οποίοι εμειναν στην γη πιστοί στο θέλημά του. Την επιβράβευση φανερώνει ο φωτοστέφανος που υπάρχει στη εικόνα.

Η χαρισμάτική παρουσία των εικονιζομένων αγίων εξηγεί και την ύπαρξη των θαυματουργών εικόνων μέσα στην Εκκλησία. Πολλά αγιολογικά κείμενα, συναξάρια κλπ, αναφέρουν πολλά θαύματα των ιερών εικόνων. Αναβλύσεις μύρου, δακρύων, αίματος, ευωδίας, τα οποία γίνονται θεραπευτικά μέσα για τους πιστούς. Ακόμη και το λάδι από τα κανδήλια που καίνε μπροστά στις εικόνες θαυματουργεί. Φυσικά η πραγματοποίηση του θαύματος ανήκει στις ανεξερεύνητες βουλές του Θεού. Πολλοί ασθενείς και πονεμένοι παρακαλούν, αλλά δεν γίνεται το θαύμα, οπως το ζητούν. Ουσιαστικά, όλες οι εικόνες είναι θαυματουργές, διότι θαύματα δεν είναι μόνο οι θεραπείες σωματικών ασθενειών και η αποτροπή κάποιας συμφοράς, αλλά και η ενίσχυση της πίστεως και ελπίδος και η ψυχική ανακούφιση των πιστών. Οι ιερές εικόνες δίνουν αμέσως τη θεία ενέργειά τους στους χριστιανούς που προσέρχονται σ’ αυτές με καθαρή συνείδηση.

Η εικόνα είναι το έγχρωμο ευαγγέλιο. Όπως αποφάσισε η 7η Οικουμενική Σύνοδος « οι αγιογράφοι δεν αναπαριστάνουν με την τέχνη τους έργα που είναι αντίθετα προς το περιεχόμενο του Ευαγγελίου. Αλλά εκείνο που αναφέρει η Γραφή, αυτό παρουσιάζουν με τη ζωγραφική τέχνη». Η εικόνα είναι ζωγραφισμένος ευαγγελικός λόγος». (Λ. Ουσπένσκυ).

Στην λατρεία χρησιμοποιούμε τον λόγο τον οποίο ακούμε με τα αυτιά μας. Η ορθόδοξη εικόνα είναι ισότιμος με το λόγο των λειτουργικών κειμένων. Ό,τι είναι τα λειτουργικά κείμενα για την ακοή, το ίδιο είναι η εικόνα για την όραση. Η εικόνα υμνεί και δοξάζει τον Κύριο και τους Αγίους σιωπηλά. Πολλές αγιογραφικές παραστάσεις είναι αναπαράσταση ύμνων της Εκκλησίας μας. Στη Μονή Βατοπαιδίου, υπάρχουν είκοσι τέσσερις εικονογραφικές σκηνές από τον Ακάθιστο Ύμνο.

Η εικόνα γίνεται υμνογραφική γλώσσα. Άλλες φορές συνθέσεις εικονογραφικές αφηγούνται τους βίους των αγίων (συναξάρια) η επεξηγούν πατερικούς λόγους. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ονομάζει την εικόνα του Αγίου Μάρτυρα Θεοδώρου «βιβλίο πού ομιλεί» και που όταν το διαβάζουν οι πιστοί ωφελούνται με πολλούς τρόπους. Η σιωπηλή αγιογραφία διδάσκει.

Η γλώσσα των εικόνων διδάσκει ολόκληρο το περιεχόμενο της πίστεως, όλα τα δόγματα, είναι Θεολογία εικονογραφημένη. Θεολογικά και δογματικά κείμενα, όπως το «Σύμβολο της Πίστεως» και το «Πάτερ ημών» έχουν δημιουργήσει πλήρεις εικονογραφικές σειρές.

Η εικόνα κατά τον Άγιον Ιωάννη τον Δαμασκηνό μας παιδαγωγεί, μας μορφώνει. Είναι η ιερή τέχνη που επινοήθηκε για να μας οδηγεί στην γνώση, για να μας ωφελεί, ευεργετεί και να μας σώζει. Οι εικόνες γίνονται οδηγοί και μορφώνουν μέσα μας τον Χριστό. Η απεικόνιση των μαρτυρίων των αγίων, της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, της Κολάσεως, του Παραδείσου μας ενθαρρύνουν και μας παρακινούν για την Χριστοποίησή μας. Βρίσκουμε στα Συναξάρια διηγήσεις που αφηγούνται ότι πολλοί άγιοι εισήλθαν στην ζωή της Εκκλησίας και άγιασαν μόνο με την επίδραση που άσκησε πάνω τους η θέα μιας συγκεκριμένης εικόνας. Ο Άγιος Δοσίθεος, όταν ήταν έφηβος, είδε την εικόνα της κολάσεως στους Αγίους Τόπους. Η ψυχή του γέμισε φόβο Θεού και κατάνυξη. Μετανόησε, έγινε μοναχός και μέσα σε πέντε χρόνια κάνοντας υπακοή, άσκηση και υπομονή άγιασε.

Υπήρχε κάποιος ασκητής, αφηγείται ο αββάς Αιλιώτης, εγκλειστος που δοκιμαζόταν χρόνια πολλά από το δαιμόνιο της πορνείας. Κάποτε ο Γέροντας είπε στον διάβολο. Γιατί με πολεμάς με τόσο μίσος; Φύγε από δω, άφησε με ήσυχο, γέρασες πια μαζί μου.

Τότε το δαιμόνιο του είπε: Ορκίσου μου ότι δεν θα πεις πουθενά αυτό που θα σου πω και δεν θα σε ξαναπολεμήσω. Ο Γέροντας ορκίστηκε.

Τότε ο δαίμονας του λέει: Μην ξαναπροσκυνήσεις αυτή την εικόνα,-και έδειχνε με το χέρι του την εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας- και δεν θα σε πολεμήσω ποτέ πια, σ’ όλη σου τη ζωή.

Την επομένη ημέρα ο ασκητής κάλεσε τον αββά Θεόδωρο τον Αιλιώτη και του είπε τι έγινε.

Τότε ο αββάς του είπε: Καλά έκανες που ήλθες και εξομολογήθηκες. Η γνώμη μου είναι ότι για σένα είναι προτιμότερο να κάνεις το γύρο όλων των πορνείων της πόλεως και να μην αφήσεις ούτε ένα που να μην μπεις, παρά να αρνηθείς να προσκυνάς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό και την Παναγία Μητέρα του.

Μόνο αυτή η ιστορία είναι αρκετή να δείξει τη μεγάλη σημασία των εικόνων.
Α. Χ.

Back To Top